Εκλογή Α’, Ursa Minor, Β’ ‘Εκδοση, Ίκαρος 1988 |
Τάκης Παπατσώνης, Όνειρο στην άπνοια
Τί σοβαροί, τί σεμνοὶ ποὺ εἶναι ὅλοι αὐτοὶ οἱ γερόντοι,
ποὺ κατοικοῦνε τώρα τοὺς παγωμένους Οὐρανούς,
καὶ ἡ σοφία τους, τί μεστή, ποὺ γίνεται ἕνα
στὴν ἄσκησή της μὲ τὴ δίκαιη καλωσύνη•
τί καλοπροαίρετοι κι’ ἀφάνταστα ἐπιεικεῖς,
σ’ αὐτοὺς πιὰ καταφεύγουμε νὰ βροῦμε τὴ γιατριά,
κι’ ἂν ὄχι τὴ γιατριά, κάποια κατάπαυση,
κάποια γαλήνη, μιὰ καὶ στεγνῶσαν
τοῦτες οἱ βρύσες, ποὺ μᾶς πλουταῖναν τοὺς κήπους.
Κάθονται γύρω γύρω στὴ φωτιά τους,
καθὼς ἄλλους καιροὺς στοὺς καφενέδες
τῶν λιμανιῶν τους, δέρματα τυλιγμένοι,
λιγομίλητοι, συνοφρυωμένη γερουσία,
προσμένοντας νὰ φτάσει κάποιος ὡς αὐτούς.
Θαλασσινοὶ ἀποτραβηγμένοι, ποὺ ἀκόμη τώρα,
ὅλο καὶ θάλασσα ὀνειρεύονται. Θαλασσινοί,
τόσα ξερόνησα στὴ ζωή μας, τόσους κάβους
κι’ ἐμεῖς, τόσα βράχια ἀντικρύζαμε,
χωρὶς νὰ νιώσουμε ποτέ μας ἀπὸ κοντὰ
τὴν πίκρια καὶ τὴ στέγνια τῆς πέτρας:
μᾶς ἔθρεφε ἡ ἁπλοχωριὰ τοῦ πελάγους,
μᾶς γέμιζε τὰ στήθια ὁ ὅποιος ἀγέρας
σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς δεῖχναν τὸ δρόμο.
Κάθε ποὺ στρίβαν οἱ καιροί,
τὄχαμε πανηγύρι• ἕνα κουρέλι σύγνεφο
ἔφτανε νὰ πετάξει ὁ οὐρανός,
ἢ νὰ φουντώσει τὸ βουνὸ ἕναν καπνό,
καὶ πλάθαμε ὅλη τὴ μέλλουσα ἱστορία μας.
Ξεραινόταν τὸ ἁλάτι στὰ γένια μας
καὶ τὸ τρίβαμε στὰ δάχτυλα μὲ ἡδονή.
Λὲς καὶ δὲ μᾶς μιλᾶνε πιὰ οἱ θάλασσες.
Λὲς καὶ μᾶς πεισμώσανε γιὰ πάντα.
Τὸ Ρόδο τῶν Ἀνέμων δὲν ἔχει πιὰ τὶ νὰ δείξει,
μαράθηκε, κι’ ἀφήνονται τὰ πανιά μας νὰ παίζουν
ἄβουλα καὶ νεκρά• δὲν τὰ φουσκώνει τώρα
τὸ ΙΙνέμα ποὺ τὰ φτέρωνε μέρα καὶ νύχτα
καὶ τάστελνε σαΐτες, γλάρους καὶ θαλασσοπούλια,
κι’ ἀφρολουσμένες γοργόνες.
Πάνω στὸ πέταγμά του,
μαρμάρωσε τὸ περιστέρι.
Κάτι θὰ ξέρουν ἀσφαλῶς γιὰ τὰ δεινά μας
αὐτοὶ οἱ ἀμίλητοι γερόντοι.
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’».
Ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ Ἀθήνα 1988.