Ο
Κένταυρος

Ήρθε από το
πουθενά, ουρανοκατέβατος, σαν απρόσκλητη
βροχή που κανένας δεν περιμένει. Τους
έπιασε -που λένε- στον ύπνο, χωρίς ομπρέλες
στη μέση της διαδρομής. Οι πιο τυχεροί
βρήκαν καταφύγιο σε παρακείμενα σπίτια
και στριμώχτηκαν στα σκαλοπάτια και
τους διαδρόμους. Άλλοι έτρεχαν απεγνωσμένα
αναζητώντας κάποιο λεωφορείο ή ένα
ταξί, καθώς ολοένα πλησίαζε το θηρίο.
Δεν είχαν ξαναδεί στα μέρη τους τέτοιο
πλάσμα με ανθρώπινη μορφή, τέσσερα πόδια
αλογίσια και ουρά. Ο Κένταυρος, όμως,
συνέχισε αμέριμνος να καλπάζει, όπως
κάθε φυσιολογικό άλογο ή κάθε άνθρωπος
θα έκανε εκείνη την καλοκαιρινή ηλιόλουστη
μέρα. Άλλωστε, αντίθετα από την κλειστή
επαρχιώτικη κοινωνία, εκείνος είχε
αποδεχθεί και απολάμβανε τη διπλή φύση
του και την αρχοντιά που του πρόσφερε
η αρχαία καταγωγή.

Σαν τα άλογα στον
ιππόδρομο, με άριστη τεχνική υπερπηδούσε
τα αδιάκριτα βλέμματα, τις άναρθρες
κραυγές του πλήθους και τα πάσης φύσεως
κοινωνικά και πραγματικά που συναντούσε
μπροστά του εμπόδια. Ήξερε πως ο προσωπικός
του αγώνας, η σύντομη αυτή βόλτα στο
κέντρο της τρομαγμένης πολίχνης είχε
μια διάσταση οικουμενική. Δεν πτοήθηκε
ούτε απ’ τις απειλές των πιο τολμηρών
ούτε από τον κλοιό που έσφιγγε γύρω του
της αστυνομίας. Ολόκληρος ο κρατικός
μηχανισμός είχε στραφεί εναντίον του.
Μοτοσικλετιστές της ομάδας Δίας, τροχαία,
πυροσβεστική, ακόμη και ασθενοφόρα
ιδιωτικά -για παν ενδεχόμενο- έστησαν
γύρω του μια ακατανόητη και παράλογη
απειλή. Το ανθρωπόμορφο τέρας πανικόβλητο
έβαλε τα δυνατά του και άρχισε να καλπάζει
προσπαθώντας εκείνο τώρα να βρει
καταφύγιο για να κρυφτεί, ενώ άντρες,
γυναίκες και παιδιά βρίσκοντας πάλι το
θάρρος τους άρχισαν ένας ένας να βγαίνουν
απ’ τις φωλιές τους.

Ο Κένταυρος,
ασυνήθιστος όπως ήτανε με τις καταδιώξεις,
έμπλεξε σαν τον άπειρο κλέφτη μέσα στις
πολυκατοικίες και τα στενά, όπου ήταν
πλέον αδύνατο να ξεφύγει. Παραδομένος
ψυχή τε και σώματι ξάπλωσε στο οδόστρωμα
και περίμενε τα βρυχώμενα που ούρλιαζαν
γύρω του περιπολικά. Δεν αντιστάθηκε
την ώρα της σύλληψης, δεν αντέδρασε, δεν
απάντησε στον κόσμο που μαζεύτηκε γύρω
του μουρμουρίζοντας και ρίχνοντας
βλέμματα μοχθηρά. Σιωπηλός και περήφανος,
όπως το προηγούμενο βράδυ, που ξεγελώντας
τον φύλακα του μουσείου το έσκασε,
οδηγήθηκε πάλι στο μαρμάρινο βάθρο,
στην ημίφωτη και ψυχρή αίθουσα με τα
υπόλοιπα αγάλματα και τους λιγοστούς
πρωινούς τουρίστες για συντροφιά.