Τον «Εμονίδη» του Κ.Π. Καβάφη, δανείζεται ο George Le Nonce, από το ποίημα «Τέμεθος, Αντιοχεύς, 400 μ.χ.». Ο «αξιέραστος», ο «νέος σαν γιός», ο «γόης», ο «περικαλλής», ένα «λαμπερό φάντασμα», «με το κεφάλι του στο χέρι», «ένα πλάσμα αμιγώς της φαντασίας» ή μήπως «Επρόκειτο απλώς για ένα αθώο αγόρι / νεαρό βεβαίως και πρόθυμο/ αλλά ως συνήθως τρυφερό και ακίνδυνο. / Χωρίς πραγματικές εξάρσεις. / Χωρίς ακραία ηδονή». Αυτές τις λέξεις, με τη σειρά μου, δανείζομαι και εγώ από τα ποιήματα του Le Nonce, για να δώσω ένα πρώτο περίγραμμα, μια αρχική σύσταση του «Εμονίδη». Που βέβαια η ορθογραφία του είναι λιτή, αλλά στη δική μου αντίληψη το /μ/ διπλασιάζεται και ο Εμονίδης γίνεται ο προερχόμενος από την εμμονή. Και όταν αναρωτιέμαι για την παραπραξία μου αυτή, σκέφτομαι τη θεματολογία του ποιητή. Ο θάνατος , ο έρωτας, η ποίηση είναι τα σημεία γύρω από τα οποία αναπτύσσεται σε μορφή σπείρας η συλλογή. Τρεις κύριες θεματικές που συχνά γίνονται μια. Eνσωματώνονται, αλληλεπιδρούν, συνυπάρχουν, αναιρούν και αναιρούνται, διαχωρίζονται και μετά εμπλέκονται πάλι.
Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής, μου ήρθε στο μυαλό η φράση «Το μακάρια διαταραγμένο αγοράκι σου». Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο φιλόσοφος Χάιντεγγερ έκλεινε τις ερωτικές επιστολές προς τη γυναίκα του. Και ενώ αρχικά, θα αναρωτιόταν κανείς τι δουλειά έχει η φιλοσοφία σε μια συλλογή τόσο πραγματική, πραγματική με την έννοια της ύλης που δίνει το σώμα, το οποίο είναι πανταχού παρόν στον «Εμονίδη» του Le Nonce, εύκολα μπορεί κανείς να ανακαλέσει το Νταζάιν. Τον έναν από τους δύο τρόπους που ο φιλόσοφος όρισε για να περιγράψει την σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Και αν στην κατάσταση της Αυθεντικής Ύπαρξης, κανείς ζει την «αληθινή» πραγματικότητα, στην κατάσταση του Νταζάιν, ο χρόνος, η περιέργεια, το τυχαίο, η αερολογία ( με την έννοια της συνειρμικής ομολογίας), η αμφισημία δίνουν χαρακτήρα στον τρόπο ύπαρξης. Και αυτά τα στοιχεία κανείς τα συναντά έντονα στην ποιητική του Le Nonce.
Μιλάμε λοιπόν, για υπερρεαλιστικές καταβολές. Μια γραφή που συχνά θυμίζει καταγραφή ονείρου, εφιάλτη τις περισσότερες φορές. Αλλά εφιάλτη από εκείνους που δε μας ξυπνούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Δε μας τρομάζουν συχνά, πιο πολύ ταράζουν την ακινησία του ύπνου μας. Μας υπενθυμίζουν την αλήθεια, που στο όνειρο έρχεται μεταμορφωμένη αλλά εύκολα αναγνωρίσιμη. Και η αλήθεια αυτή, η αλήθεια που ακούγεται στον «Εμονίδη» είναι η παντοδυναμία του τέλους. Το αναπότρεπτο. Η φθορά και η σιωπή. Το τίποτα. Αυτό που ακολουθεί. Το μετά των πάντων. Ο θάνατος.
Και αφού είναι έτσι, πολύ σωστά ο ποιητής επιλέγει να μας εισάγει στην συλλογή του με δύο προτάσεις από την «Εκδρομή» του Γιώργου Χειμωνά. Και πολύ σωστά, δύο στίχοι του Γιάννη Βαρβέρη μας φέρνουν στο τέλος. Και οι δυο συγγραφείς άμεσα εμπλεκόμενοι στο έργο τους με το θάνατο. Δεν είναι όμως οι μόνοι εκλεκτοί συγγενείς του Le Nonce. Εμφανέστατη είναι και η παρουσία του Έλιοτ, του Τόμας Μαν, του Σοφοκλή, του Βιζυηνού, του Νίτσε, της Σαπφούς, του Μαρκήσιου ντε Σαντ, του Σαίξπηρ, της Πλαθ, του Κόλεριτζ, του Εμπειρίκου, του Καρυωτάκη και άλλων. Στίχοι τους εισάγουν ποιήματα, και παραπομπές στην εργογραφία τους βρίσκονται στις σημειώσεις που συνοδεύουν τη συλλογή.
Ας δούμε όμως, την ανατομία του «Εμονίδη». Η συλλογή, που είναι και η πρώτη που εκδίδει ο ποιητής το 2013 ( ακολούθησε το 2016 από τις εκδόσεις Bibliotheque η συλλογή «Νεκρή φύση») χωρισμένη σε επτά ενότητες, απλώνεται σε 149 σελίδες, και περιέχει 100 ποιήματα. Άλλα ακολουθούν την κάθετη στιχουργική δομή και άλλα έχουν τη μορφή πεζού κειμένου. Όλα γραμμένα σε πολυτονικό σύστημα.
Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο «Εξ ιδίων τα αλλότρια». Η νοσηρή ατμόσφαιρα της οικογένειας, που λίγο πολύ έχουμε ως εικόνα από προσωπικά βιώματα ή αφηγήσεις άλλων. Ο πατέρας έντονα παρόν. Μετά την αρρώστια του, μετά το θάνατο. Η σχέση με το γιό διαμεσολαβείται από τον ύπνο. Μόνο εκεί ειπώνονται οι αλήθειες. Εκεί αντέχει η εξομολόγηση. Εκεί ο πατέρας δίνει το χρίσμα. «Άκου με./ Πράξε αυτό που πρέπει./ Σφάξε.» Η οικογένεια, ως φορέας της διαιώνισης του τραύματος.
«Εχθές είδα στον ύπνο μου/ ένα βαθύ ποτάμι/ θεός να μην το κάμη/ να γίνει αληθινό!/ Στην όχθη του στεκότανε γνωστό μου παλικάρι/ χλωμό σαν το φεγγάρι,/ σα νύχτα σιγανό», έγραψε ο Βιζυηνός και ο Le Nonce κρατάει τον στίχο «Θεός να μην το κάμη», για να δώσει τίτλο στη δεύτερη ενότητα της συλλογής του. Ο ύπνος είναι ο κυρίαρχος εδώ. Το ασυνείδητο μιλάει στο όνειρο. Μαρτυράει τα επερχόμενα, όχι ως προφητεία, αλλά ως τον μοναδικό τρόπο να ομολογηθεί η γνώση, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε το σχήμα της. Στο όνειρο, είμαστε σοφοί μέσα στην άγνοια. Ρέει ο ύπνος, όπως το ποτάμι που κυλά και άλλοτε παρασύρει άλλοτε βυθίζει και ενίοτε αναδύει. Έτσι, που κάνει τον ποιητή να γράφει «« Ώστε αυτό» είπα «είναι το ποτάμι./ Και τέτοιες γραφές αναδύονται από τα βάθη του»».
Τον τίτλο της τρίτης ενότητας, «Άμαχον όρπετον», ακαταμάχητο ερπετό, ο συγγραφέας τον δανείζεται από τη Σαπφώ. «Με δονεί ο έρωτας που λύνει τα μέλη, αυτό το γλυκόπικρο ακαταμάχητο ερπετό», γράφει η ποιήτρια. Ο έρωτας διατρέχει όλη την ποιητική συλλογή του Le Nonce. Ένας έρωτας όμως που σπάνια είναι ανταποδοτικός. Η ματαίωση κυριαρχεί. Το αντικείμενο του πόθου, ένας άντρας για έναν άλλον άντρα. Ένα αντικείμενο που τις περισσότερες φορές είναι της τάξεως του αγάλματος. Κάτι το άπιαστο, το απρόσιτο. Αυτό που θαυμάζεις αλλά δεν μπορείς να έχεις. Κάτι που σχεδόν είναι αδύνατον να υπάρχει παρά μόνο ως φαντασίωση. «Ήταν ένα ακέφαλο σώμα, γυμνό και στιλπνό,/ ανδρός νεαρού, περικαλλούς./ Το έβλεπαν οι άνθρωποι στο δρόμο και παραμέριζαν/ και μερικοί επιφωνούσαν με θαυμασμό./ Δεν μπορεί, σκέφτηκα, μέρα μεσημέρι να κυκλοφορεί ατάραχο τέτοιο λαμπρό φάντασμα/ και πράγματι έλαμπε, παρά τον δυνατό ήλιο του μεσημεριού.» Το ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει πολύ καλά τη λειτουργία της επιθυμίας. Ζητά το ανεκπλήρωτο. Αυτό που θα του διατηρήσει την έλλειψη, το κενό. «Σαν να μην το’ξερε/ πως μόνον ο πόθος γεννά τον έρωτα/ πως ο πόθος ποτέ δεν έπεται». Το ζητούμενο είναι η ακραία μορφή, το πάθος. Αυτό που μπερδεύεται και πότε το λες έρωτα, πότε το λες θάνατο. Και είναι η επιθυμία για αυτό το απόλυτο που κάνει και τα φθαρμένα από το χρόνο κορμιά, να θυμούνται ακόμα. Άλλοτε ζουν την ηδονή μέσα από τις μνήμες και άλλοτε τολμούνε να θελήσουν το σώμα του νέου, που κρατάει το κεφάλι του στα χέρια και προσφέρεται.
Στην τέταρτη ενότητα με τίτλο «Επί σκηνής», ο ποιητής πηγαίνει θέατρο. Παραστάσεις, λόγια ξεχασμένα, θεατές και ηθοποιοί σε ανταλλαγή ρόλων. Κυρίαρχο εδώ το βλέμμα και το δράμα. Το δράμα με τη μορφή της δράσης. Οι πράξεις που καθρεφτίζονται στα μάτια των άλλων. Των πολλών, του ενός που μας επείγει κάθε φορά. Το βλέμμα του άλλου, ως αντικείμενο του δικού μας προσδιορισμού. Είμαστε όλοι στην αίθουσα, στην σκηνή, στα παρασκήνια, στις θέσεις των θεατών. Είμαστε όλοι κάθε στιγμή υποκριτές. Εν τέλει, είμαστε υπό κρίση.
Η πέμπτη ενότητα έχει τίτλο «Τα επικείμενα». Ο χρόνος που περνάει και μετριέται με φθορά. Ο απολογισμός. Η αγωνία για λίγη ελπίδα ακόμα. Η γνώση που φέρνει η απώλεια. Κυρίως η απώλεια της αυταπάτης. Κυρίαρχη εδώ η επίγνωση του τέλους. Ομολογείται χωρίς περιστροφές. «Προϊόντος του χρόνου/ χάνονται και οι λοιπές αυταπάτες :/ τα περί αυτάρκειας, ας πούμε,/ και η περί συνέχειας υποψία»
Και προχωρώντας στην έκτη ενότητα με τίτλο «Κόρακας κοράκου μάτι» και στην τελευταία της συλλογής, την έβδομη, με τίτλο «Ποιος άδοξος ποιητής;», μπαίνουμε στον κόσμο της ποίησης. Σε όλη τη συλλογή, ο λόγος του Le Nonce διακατέχεται από αυθεντικότητα, ειρωνεία και σαρκασμό. Εδώ όμως, το σχόλιο γίνεται έντονο και καθαρό. Τόσο για τους ποιητές όσο και για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τον ναρκισσισμό και τις βαρυσήμαντες διατυπώσεις. Εδώ, τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους. Ο ποιητής είναι γυμνός. Είναι αυτός που σκίζει το χαρτί και όσα έχει γράψει για να ξαναρχίσει. Είναι αυτός που δηλώνει ότι «Η ποίηση δεν τελειώνει ποτέ/ παρά την αλαζονεία των ποιητών». Όλα έχουν ειπωθεί αλλά πάντα κάτι θα έχει λόγο να ειπωθεί εκ νέου.
Αυτή η επίγνωση της διάρκειας στην επιθυμία είναι και η σύνοψη του «Εμονίδη». Μετά την απώλεια, μετά τη φθορά, μετά τη σιωπή η αφήγηση της επίγνωσης παραμένει.
Μαρία Κουλούρη, ποιήτρια