Aόρατος

             Ούτε όταν γεννήθηκε έκλαψε. Μ΄ένα
πόνο ξεκόλλησε από την μάνα του. Τον πήρε η μαία όπως ήταν μέσα στα αίματα, τον
έβαλε κάτω από το χλιαρό νερό της βρύσης και τον επέστρεψε στην μάνα του
καθαρό. Κάτω από τα μεγάλα φώτα του χειρουργείου έγινε η πρώτη τους συνάντηση.
Αυτός ακούμπησε μια φλέβα του λαιμού της, βρήκε παλμό κι αποκοιμήθηκε. Έτσι
ήθελε πάντα να περνά απαρατήρητος.

       
     Διαμαντόπετρα τον φώναζε η γιαγιά του. ”Όπου τον ακουμπάω
 μένει”, έλεγε. Καμιά φορά έβαζε τα κλάμματα.Ένα κλάμμα διαφορετικό από
τα άλλα. Ασυνεχές και ήρεμο.Έτσι που να μην προκαλεί ούτε άγχος, ούτε συναγερμό
στο σπίτι. Οι γονείς του τον κοίταζαν με περηφάνια. Απολάμβαναν τα
πλεονεκτήματα του να έχουν παιδί χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες. Έτρωγε
καλά, άντεχε τις χιονοστοιβάδες των υποκοριστικών, πήγαινε για ύπνο μόνος του
χωρίς να ενοχλεί ζητώντας παραμύθια και κουβέντες. Έμαθε να μιλάει, να
περπατάει για να μην απογοητεύει τις προσδοκίες του περιβάλλοντος. Το σχολείο
ήταν ένας θρίαμβος. Ανάμεσα σε πελάγη αφηρημάδας, ελλειματικής προσοχής,
τρεχαλητού και γύψων εκείνος άπλωνε ένα σεντόνι ήρεμης κανονικότητας σε όλα.
Κρατούσε για τον εαυτό του πάντα τον λιγότερο χώρο, τον ελάχιστο χρόνο. Ένας
αόρατος άνθρωπος. 

       
  Χωρίς τραύματα πέρασε την γέφυρα από την παιδικότητα στην εφηβεία. Ούτε
ακμή δεν παρουσίασε. Οι βαθμοί του στο απολυτήριο ακριβώς μέτριοι. Όσο έπρεπε
για να γλιτώσει τους γονείς από την απογοήτευση της αποτυχίας αλλά και από την
αμετροέπεια της επιτυχίας. Αργότερα έκανε και σχέση. Περισσότερο από την
προσπάθεια του να έχει, να δείχνει παρών και να κρατάει ισορροπίες. Όταν εκείνη
του ζήτησε να χωρίσουν το δέχθηκε αδιαμαρτύρητα.Ήταν ένας τρόπος κια αυτός να
ξεφύγει ανώδυνα σχεδόν από τα δύσκολα διλήμματα των σχέσεων. Να ζήσεις δυστυχής
με κάποια που αγαπάει υπερβολικά ή ευτυχής με κάποια που δεν αγαπάει αρκετά;
Ιδιαίτερα όνειρα για σπουδές δεν είχε. Τον βοήθησε ευτυχώς και το εκπαιδευτικό
σύστημα σ΄αυτό. Χώθηκε σε μια σχολή, όπου νάναι. Τελείωσε κι αυτή η
εκκρεμότητα. Εκείνη την χρονιά έμαθε και πεταλούδα στο κολύμπι. 

       
 Βρήκε δουλειά σε μια εταιρεία εισαγωγής ιατρικών μηχανημάτων. Περιβάλλον
απαιτητικό όπου όλοι δρούσαν ανταγωνιστικά. Εκείνος ήταν στην τιμολόγηση των
παραγγελειών. Είχε εφαρμόσει ένα τέλειο και γρήγορο σύστημα εύρεσης της τιμής
και της αναπροσαρμογής του κάθε εξαρτήματος. Τελείωνε έτσι γρήγορα και
αποτελεσματικά, έχοντας χρόνο να χαθεί στις αποθήκες ξεφυλλίζοντας περιοδικά,
κατά προτίμηση τσόντες. 

       
Όταν πέθαναν οι γονείς του δεν κατόρθωσε να κρύψει από τον εαυτό του την σκέψη
πως πλέον δεν θα υπήρχε λόγος να τους ενοχλήσει ποτέ ξανά. Αμέσως μετά πήρε την
πρώτη εθελούσια που του προσφέρθηκε και με το μικρό του κομπόδεμα αποσύρθηκε
στο χωριό. 

       
Να αυτοκτονήσει δεν σκέφθηκε ποτέ. Οι απρόβλεπτοι βλέπεις θάνατοι αφήνουν πάντα
ένα ίχνος που κάποιος πρέπει να καθαρίσει. Του το απαγόρευε ο χαρακτήρας του,
ούτε υπερβολικά τολμηρός, ούτε υπερβολικά δειλός. 

       
Γέρασε πιο γρήγορα  από όσο είχε υπολογίσει με έντονη τριχόπτωση, διαστολή
ενός κορμιού που κατέρεε ολοφάνερα και κάποιες αυξανόμενες μεταπτώσεις από την
ευφορία στην μελαγχολία και από την οργή στην απάθεια Μια μέρα που ο ήλιος ήταν
αδυσώπητος και έμπαινε από παντού στο σπίτι αποφάσισε να γίνει αόρατος. Κάθησε
στην αγαπημένη του πολυθρόνα, συγκεντρώθηκε, παραμένοντας εκεί σχεδόν ακίνητος
στην ιδέα. Άρχισε να ανακτά σιγά σιγά την εσωτερική του εντροπία. Στην αρχή
έγινε δυσδιάκριτος, αργότερα διάφανος και στο τέλος αόρατος. Έτσι όταν πέθανε,
κανένας, ούτε καν ο ίδιος δεν το κατάλαβε.