Η διαμονή στο νησί μοιάζει κομμένη στα δύο. Τις πρώτες μέρες είχαμε μεγαλύτερη παρέα, καθώς και αυτοκίνητο (του συγγραφέα και εκδότη Ivan Srsen, που δεν μας χαλούσε χατίρι), οπότε μπορούσαμε να επισκεπτόμαστε τα διάφορα χωριά κατά βούληση: τη Sorba για το μοναδικό ανοιχτό εστιατόριο που τώρα τον χειμώνα σερβίρει μόνο πίτσα – τουλάχιστον μεγάλης ποικιλίας και νόστιμη –, το Babino Polje για καφέ τη μέρα και πέλιν το βράδυ. Μετά την αποχώρησή τους, το νησί μεγάλωσε, οι δρόμοι μάκρυναν. Η υπέροχη θέα από το παράθυρο του σαλονιού μάς καλημερίζει κάθε πρωί, τον Μάτκο κι εμένα, και η μέρα γεμίζει με ατελείωτες συζητήσεις κατά τους περιπάτους δίπλα από τη θάλασσα. Αυτή η περικύκλωση από τη φύση ευνοεί, πιο πολύ κι από το γράψιμο ή το διάβασμα, την περισυλλογή και τον αναστοχασμό. Είχα πάντως την έμπνευση για μερικά ποιήματα εδώ και δούλεψα αρκετά κάποια κείμενά μου, ενώ από τις πιο όμορφες και τιμητικές στιγμές ήταν η ανάγνωση ποιημάτων μου στα κροατικά από τον Βόσνιο ποιητή Mirko Bozic, κατά την τελετή έναρξης του προγράμματος «Το Καταφύγιο του Οδυσσέα» – οπότε και γευτήκαμε ένα νόστιμο τοπικό πιάτο με πατάτα και μπακαλιάρο.

Τις νύχτες χωρίς σύννεφα, το φως του φεγγαριού αρκεί για να βλέπεις τα βήματά σου καθώς περπατάς δίπλα στη θάλασσα κι αισθάνεσαι το παγωμένο αεράκι της Αδριατικής να σκάει στα μάγουλά σου. Τα αστέρια στον ουρανό φαίνονται τόσο κοντά, σχεδόν μπλέκονται με τα κούμαρα και τις πευκοβελόνες του νησιού. Πού και πού ακούγεται κάποιος ήχος αγριογούρουνου πίσω από τους θάμνους και διακόπτουμε την κουβέντα μας με τον Μάτκο* για να αναρωτηθούμε αν είναι η φαντασία μας. Δύο σκυλάκια μας ακολουθούν σε κάθε μας πεζοπορία, ατρόμητα και διψασμένα για παρέα, ακόμα και στις υπόγειες σήραγγες που οδηγούν στα κανόνια που στοχεύουν αγέρωχα το ανοιχτό πέλαγος.

Το Μλιετ εκ πρώτης όψεως φαίνεται μονότονο, μια πράσινη μακρόστενη λωρίδα. Όσο το γυρίζεις όμως, ανακαλύπτεις όλο και περισσότερες φαντασμαγορικές γωνιές: νερά με πράσινο που συναγωνίζεται το πράσινο των πεύκων που γέρνουν πάνω τους, σκιερά μονοπάτια που ενώνουν τις λίμνες με τα χωριά, σκαλοπάτια που σε βγάζουν από τα δέντρα και σου φανερώνουν τον ήλιο. Οι σχηματισμοί και η διαμόρφωση της γης σε κάνουν συχνά να ξεχνάς ότι βρίσκεσαι σε νησί. Πολλές φορές, εκεί που τελειώνουν τα βράχια και η θάλασσα ανοίγεται μπροστά σου, είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στην άκρη του κόσμου, στη Γη του Πυρός.

Τώρα τον Δεκέμβρη, άλλοτε βρέχει κι άλλοτε έχει ήλιο, κι αυτή η διακύμανση μεταβάλλει εξαιρετικά τη φύση και την εικόνα του νησιού – μπορεί να περάσεις από το ίδιο σημείο σήμερα που έχει λιακάδα και να είναι εντελώς διαφορετικό από χθες, που έβρεχε. Παντού ενδείξεις ενός τόπου που το καλοκαίρι θα σφύζει από ζωή, εστιατόρια με πιάτα και καρέκλες που θα γεμίζουν κόσμο, βράχια που περιμένουν ορδές ανθρώπων να σταθούν πάνω τους για να αστράψουν τα φλας των φωτογραφικών μηχανικών. Μια αχνή πίκρα ίσως πού και πού για τις μυρωδιές και την ένταση που χάνουμε τώρα τον Δεκέμβρη, αλλά στο τέλος μια ικανοποίηση που έτσι, τώρα, αντικρίζουμε την αυθεντική όψη του νησιού.

Σε μια εξερεύνηση παρέα με τον γηραιότερο υπάλληλο του Εθνικού Πάρκου, όχι μόνο θαυμάσαμε τη διακριτική ομορφιά του Mljet αλλά τη γευτήκαμε κιόλας. Καρποί από τα δέντρα, χόρτα από τα βράχια δίπλα στο κύμα, στρείδια από το κύμα, όλα με την καθοδήγηση και την καλή διάθεση του κ. Γιάκοβ.

Τα νερά σε πολλά σημεία μού θυμίζουν αυτά της γενέτειράς μου στην Αλβανία, της Χιμάρας. Το ίδιο και οι άνθρωποι του χωριού, ενώ ήταν πολύ διασκεδαστικό να ανακαλύπτω παρόμοιες λέξεις των κροατικών με τα αλβανικά εδώ κι εκεί. Η συνειδητοποίηση κάθε φορά της εγγύτητας, της αίσθησης της γειτονίας και της οικειότητας σε κάθε γωνιά των Βαλκανίων, με γεμίζει αισιοδοξία και ζεστασιά. Ευχαριστώ πολύ το νησί και τους ανθρώπους του για τη φιλοξενία. Ελπίζω να ξαναέρθω στο Mljet, μια άλλη εποχή, να το ξανασυναντήσω και να το ανακαλύψω από την αρχή.

*Αναφορά στον ποιητή 

Matko Abramić

1η δημοσιευση 

http://tovar.hr/blog_item.php?t_id=19