Το πρώτο ποτό

    Η γυναίκα που θελει να πλησιάσει αλλά νομίζει ότι
δεν θα τα πει καλά αν είναι νηφάλιος, ένα παλιό θέμα που ζητάει
ξεκαθάρισμα, το σκέφτεται πριν κοιμηθεί αλλά προτιμά να το αναβάλλει,
χιλιάδες ζευγάρια παλλόμενοι λαγώνες στο σαμπαδρόμιο του Ρίο, ο
κινέζικος δράκος περικυκλώνει τον καθιστό Βούδα. Τί θα ήταν η ζωή χωρίς
πάρτι, τί θα ήταν το πάρτι χωρίς αλκοόλ;
    “Ο φίλος σου είναι καλό παιδί, παιδί Α.Α.”
    “Τί με κοιτάς, εγώ δεν έχω θέμα με το αλκοόλ.”
   
Ζώντας νηφάλιος. Ηταν σ’ αυτή την παραλία πέρσι και περνούσε καλά,
ελαφρά ζαλισμένος. Φέτος την επισκέφθηκε ξανά, η ζέστη του Ιουλίου είναι
αφόρητη, τα πιτσιρίκια κάνουν φασαρία, ο καφές νερούλιασε, συγκρίνει το
δικό του μπατάλικο σώμα με αυτά που παίζουν τριγύρω, η απόσταση του από
τη θάλασσα είναι 18 βήματα, πατώνει για άλλα 13, το υπόλοιπο ανήκει στα
πλάσματα του βυθού, ο άνθρωπος ζει τις μικρές του ταλαιπωρίες στη
στεριά, η ζωή είναι πολύ μικρή για να την περάσεις νηφάλιος, έτσι δεν
είναι; Αρχισε σαν εκδήλωση κοινωνικότητας, σαν παιχνίδι πόσο αλκοόλ
αντέχεις; Μια μπλεγμένη διαδρομή τον έβγαλε στην άλλη πλευρά και το
ερώτημα αντιστράφηκε, πόσο αντέχεις χωρίς αλκοόλ;
    “Εγκεφαλικός τύπος.”
    “Ποιο είναι το κόλπο;”
    “Απλά αποφεύγει να πιει το πρώτο ποτό.”
    “Οχι όλα τα υπόλοιπα, έτσι;”
    “Ναι μόνο το πρώτο, για 12 ώρες.”
    “Και μετά;”
    “Αλλες 12.”
   
Ενα ποτό για να ηρεμήσει, ένα ποτό για να τον χαλαρώσει, ένα ποτό για
να τα σπάσει, ένα ποτό από το ίδιο, ένα ποτό για να περάσει η ώρα, ένα
ποτό γιατί πέσαμε. Ζώντας νηφάλιος. Πολύς καφές, μικρα σνακ με πρωτεϊνες
και ζάχαρη. Οχτώ λιοντάρια κατεβάζουν μια καμηλοπάρδαλη, μια κηδεία που
θυμάται ακόμα, ο μαλάκας που του τα χώνει στη δουλειά, άλλη μια μέρα
στη δουλειά. Τα παιδιά από την ομάδα αυτοβοήθειας δεν θα τον αφήσουν
έτσι, θα του μάθουν να διαχειρίζεται τις στιγμές αφοπλιστικής διαύγειας,
την αίσθηση σωματικής ευεξίας μετά από ελαφρά άσκηση, τα πόδια
ελαφρύτερα, καθαρό κεφάλι το πρωί. Είναι εδώ ο ένας για τον άλλο,
ψαρεύουν ασθενείς, όλοι χρειάζονται βοήθεια, όλοι το αρνούνται.
    “Γιατί το λες σ’ εμένα, το πρώτο ποτό;”
   
Αλλη μια καλοκαιρινή νύχτα στο μπαλκόνι του διαμερίσματος πίνοντας
σόδα, παίρνοντας ανάσες από το πράσινο του διπλανού πάρκου, εκτιμώντας
τη μέρα που πέρασε, σχεδιάζοντας την επόμενη μέρα, η γειτόνισα τον έχει
συμπαθήσει αρκετά ώστε να του δείξει τα στήθη της, ζεσταίνεται αλλά δεν
πονάει, λυπάται λιγότερο, ζει αφήνοντας τους άλλους να ζήσουν,
αισιοδοξεί και πάλι.

Γ Ζαχείλας