ΤΑ ΔΙΟΔΙΑ ΚΑΙ TO ΣΟΙ ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ

το πρώτο δοκίμιο:

http://www.thraca.gr/2018/01/i.html

Ι

ΤΑ ΔΙΟΔΙΑ Ή «ΠΩΣ ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΣΑ ΤΟΥΣ

 ΚΥΚΛΟΥΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ ΣΕ ΣΧΗΜΑ 

ΦΩΤΑΓΩΓΟΥ ΣΥΝΟΙΚΙΑΚΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ»

Προτού σταθούμε στα Διόδια (1971), την πρώτη ποιητική συλλογή της Τζένης Μαστοράκη, ας δούμε τι έγραφε η ίδια για το πρώτο της αυτό βιβλίο. Αντλώ από το σχετικό αφιέρωμα που είχε κάνει ο Μισέλ Φάις στη «Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας» με θέμα «Το πρώτο μου βιβλίο». 

«Τα Διόδια είμαι εγώ είκοσι δυο χρονών. Μ’ έχω σ’ ένα ντοσιέ και με κρατώ σφιχτά. Νοέμβριο του ’71 κοντοστέκομαι έξω απ’ τον Κέδρο της στοάς. Θέλω ένα βιβλίο όσο τίποτα στον κόσμο. Είναι σχεδόν ηρωική η εποχή: τα Κείμενα (Δεκαοχτώ και Νέα), η Συνέχεια. Κι έχω μια ανάγκη να φωνάξω δυνατά. 

Της Νανάς τής έχει πει για μένα ο Νίκος Γερμανάκος. Δεν ξέρω τι. Ίσως να είπανε και για το τηλεοπτικό επώνυμό μου. Τη βλέπω από το τζάμι. Είναι ωραία κυρία, αρχοντική. Δειλιάζω, μα δεν κάνω πίσω. Μπαίνω, της λέω πως έχω ένα βιβλίο, ή κάτι τέτοιο. Σχεδόν ψιθυριστά. Και η Νανά λέει απλά, θα το διαβάσω, θα το δείξω και αλλού, κι αν είναι καλοποιήματο, θα σου το βγάλω. Πρώτη φορά την άκουγα αυτή τη λέξη, «καλοποιήματο». 

Ήταν η εποχή που όλα γίνονταν απλά. Σαν να ’ταν ανοιχτοί οι ουρανοί. Πέρασαν μέρες, δε θυμάμαι πόσες, και η Νανά μού τηλεφώνησε. Το βιβλίο θα το ’βγαζε, τo ’χε διαβάσει ο Ρίτσος κι ήθελε να με γνωρίσει. 

        Απ’ τη συνάντηση –με πήρε η Νανά ένα βράδυ και με πήγε− θυμάμαι λεπτομέρειες ανάκατες: το κρύο, τη βροχή, το χτυποκάρδι, ένα σινάχι που είχα κι έσκαγα και δεν μπορούσα να ανασάνω, τον Ρίτσο που ήθελε να του διαβάσω, κι εγώ ντράπηκα και διάβασα όπως όπως, κι ύστερα πάλι τον Ρίτσο που μου διάβαζε τα ποιήματά μου φωναχτά και πώς ντρεπόμουν πάλι. 

       Κάποια στιγμή με ρώτησε αν είχα τίτλο. Δίστασα, είπα όχι. Τη λέξη «διόδια» την πήρε μόνος του από έναν στίχο και το βάφτισε επιτόπου. Τα μονολεκτικά ήταν στη μόδα τότε. Τον δικό μου τίτλο –που τον είχα, και δεν τόλμησα να του τον πω– δεν άντεξα να τον απαρνηθώ οριστικά. Είναι κρυμμένος μέσα στο βιβλίο και λέει: «Πώς τετραγώνισα / τους κύκλους των ονείρων μου / σε σχήμα φωταγωγού / συνοικιακής πολυκατοικίας». Μ’ αυτόν τον τίτλο, ίσως όλα να διαβάζονταν αλλιώς. 

          Η λέξη «διόδια» είχε πάντως άλλη σιγουριά. Ώσπου να τελειώσουν οι διορθώσεις τη συνήθισα, σκέφτηκα και το εξώφυλλο. Δυο μήνες μάζευα τα εισιτήρια των λεωφορείων για να πετύχω ένα που δε θα ’ταν στραβοκομμένο ή βρώμικο –δεν ήταν κι εύκολο αυτό. Η φίλη μου η Ρένα Καπιτσαλά το ’στησε και το σφράγισε ωραία ωραία με τον τίτλο, κατακόκκινο.

Απρίλιο του ’72, παραμονές του Πάσχα, μου τηλεφώνησε η Νανά πως είχε τα πρώτα αντίτυπα από το βιβλιοδετείο και να κατεβώ. Πλέοντας έκανα τη διαδρομή. Αυτό το «πλέοντας» δεν το ένιωσα ποτέ ξανά. Θυμάμαι όμως σαν και τώρα τι θα πει να περπατάς τριάντα πόντους πάνω από την άσφαλτο. Τόσο αθώα ήμουν. Τόσο αθώα κι η εποχή. Όπως ποτέ ξανά.

        Στο σπίτι μου, όταν γύρισα με το βιβλίο και το ’δειξα, έγινε χαμός. Έπεσε να πεθάνει η μάνα μου πως πάει, γίναμε ρεζίλι, είχε και την καρδιά της, τρόμαξα. Η γιαγιά μου δεν πολυκαταλάβαινε τι είχε γίνει, κι έκλαιγε που ήταν έτσι χάλια η μάνα μου. Θυμήθηκαν κι οι δυο τους ιστορίες, για έναν που τρελάθηκε απ’ τα πολλά βιβλία, για έναν άλλο που τον τρέλαναν τα ποιήματα. Ποτέ δε μου τις είπανε ολόκληρες. Τα τρομερά τα ’λεγαν πάντα τηλεγραφικά. 

          Αυτή είναι η ιδιωτική ιστορία του βιβλίου. Για τη δημόσια, τι να λέω τώρα. Ήταν μια αγκαλιά ο Κέδρος τότε. Κι έξω απ’ τον Κέδρο, όλα μια αγκαλιά. Δεν έχει νόημα ν’ απαριθμώ μεγάλους συγγραφείς που αγαπούσα και που τους γνώρισα από κοντά και που μ’ αγάπησαν κι εκείνοι. Ήταν αληθινές αγάπες και πολύτιμες, όμως άλλο προέχει να εξηγήσω: 

Όλα τα υπέροχα που έγιναν, ήταν της εποχής. Μόνο της εποχής. Και πρώτα πρώτα η γενναιοδωρία των ανθρώπων. 

           Έπειτα, κι η δική μου ανάγκη να φωνάξω δυνατά. Μ’ ένα βιβλίο, που θα ήταν πράξη πολιτική. (Μην παρεξηγηθώ: Πράξη πολιτική ήταν κάθε βιβλίο τότε. Καμιά δικτατορία δεν απείλησαν τα αθώα μου τα Διόδια. Προκάλεσαν ωστόσο, λόγω Κέδρου προπαντός, «εξακριβώσεις» στην ασφάλεια και διάφορα ψιλοτραβήγματα, που μ’ έκαναν να νιώθω ηρωικά, εγώ, μια ανέξοδη αριστερή κατά τα άλλα.) 

         Τέλος, της εποχής ήταν κι η δύναμη των ποιημάτων. Γιατί τα ποιήματα άλλαζαν τον κόσμο τότε. Όπως άλλαζαν και τη ζωή σου. Μέσα σε μια στιγμή.

        Με κάτι τέτοια άλλαξε κι εμένα η ζωή μου. Έγινα σχεδόν δημόσιο πρόσωπο. Αυτό σημαίνει πως στα ιδιωτικά έγινα ακόμα πιο ιδιωτική. Στο σπίτι μου δεν ξαναείπαμε κουβέντα για τα ποιήματα, κάναμε σαν να μην υπάρχουν. Λίγο αργότερα, το ’78, λογόκρινα Το σόι στο μη παρέκει. Φοβόμουν μήπως γίνει κάτι και το μάθει η μάνα μου, μην το διαβάσει, δεν το άντεχα. Στα δυο επόμενα βιβλία δεν χρειάστηκε. Ώσπου να βγουν οι Ιστορίες, ήταν πια αλλού, το ’χε ξεχάσει. Κι εμένα με αναγνώριζε με δυσκολία. Έφυγε πέντε χρόνια πριν απ’ το Στεφάνι. Στο μεταξύ, ο κόσμος είχε αλλάξει. Άλλαξα κι εγώ. Με τα βιβλία, με τα ποιήματα, μου έμεινε μια ανεξήγητη ενοχή. Τις ιστορίες μ’ εκείνους που τρελάθηκαν δεν τις ξανάκουσα από τότε». 


                                            Τζένη Μαστοράκη

Και προχωρούμε σε μια δική μας ανάγνωση, αφού πρώτα επαναθέσουμε τον ορθό τίτλο της συλλογής, ο οποίος και θα μπορούσε να μπει ως δεύτερος, σε μια συγκεντρωτική έκδοση, μετά τα Διόδια που επέλεξε ο νονός Ρίτσος από έναν μη οργανικό, θα λέγαμε, στίχο της συλλογής:

Πώς τετραγώνισα

τους κύκλους των ονείρων μου

σε σχήμα φωταγωγού 

συνοικιακής πολυκατοικίας

      Και ακολουθώντας εδώ την ποιήτρια θα συμφωνήσουμε λέγοντας πως όλα όντως θα ήταν αλλιώς. Σαρανταπέντε σχεδόν χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, μεταφέροντας το εξώφυλλο και το κείμενο της ποιήτριας για τα Διόδια, σε φίλο μη ποιητή, λαμβάνω την εξής απάντηση, την οποία και αξίζει να μεταφέρω: «Το εξώφυλλο ωραίο. Ιδιότυπο. Διόδια. Αισθάνεσαι κίνηση, αναχώρηση, αποχαιρετισμό, είσοδο σε έναν άλλο κόσμο, ενώ αφήνεις έναν άλλον πίσω σου. Και το κείμενο της ποιήτριας ωραίο, μελαγχολικό με την πάροδο των εποχών και τα όνειρα που δεν γιατρεύτηκαν. Μου άρεσε πολύ αυτό το «τετραγώνισα τους κύκλους των ονείρων μου σε σχήμα φωταγωγού…». Πολύ ωραία φράση. Κάποια πράγματα μόνο η ποίηση μπορεί να τα εκφράσει […]. Όταν τερματίζει η ανάλυση τότε αρχίζει η ποίηση (μπαίνει το βαρύ «περιγραφικό» πυροβολικό!)». 

          Εδώ με τα παραπάνω θέλω να πω πως όντως ο τίτλος αυτός θέτει ένα άλλο πλαίσιο, δίνει άλλο χώρο στο ποίημα ώστε να λειτουργήσει αλλιώς. Επίσης παραπέμπει στα μακροσκελή ανοίγματα των beat τα οποία μας γυρνούν πάντοτε στον Walt Whitman, αν όχι και στον Henry David Thoreau (Θορώ) και ιδίως στη λίμνη Γουόλντεν ή Η ζωή στο δάσος που υπονοεί ή φιλτράρει τον ψυχισμό και την οπτική της νεαρής τότε ποιήτριας Μαστοράκη, ως επιθυμία ελευθερίας −και που ως τέτοια μετασχηματίζεται από το σχήμα του φωταγωγού, ο οποίος μέσα στην ασχήμια του φέρει φως και τετραγωνίζει τον κύκλο του ονείρου−, όπως επίσης και την Πολιτική ανυπακοή του Αμερικανού στοχαστή που πρεσβεύει χαρακτηριστικά πως «σε ένα καθεστώς που φυλακίζει άδικα, η θέση του δικαίου είναι στη φυλακή» και άρα, εν μέρει αναλογικά, η θέση του νέου ή η πρόσβαση του στον κόσμο της πόλης περνά μέσα από τον φωταγωγό συνοικιακής πολυκατοικίας για να συναντήσει όχι απλά τη ματαίωση του ονείρου, αλλά τον ριζικό του μετασχηματισμό και την αλλοίωση της σύστασης του φορέα του. Στα πλαίσια αυτής της αστικής μεταπολεμικής και δικτατορικής αλλοτρίωσης, μας λέει μάλιστα χαρακτηριστικά η ποιήτρια: 


          Εμείς 

          κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας

          τους μεγάλους

        Ο τίτλος αυτός λοιπόν θεωρούμε πως δίνει αλλιώς, πιο οργανικά θα λέγαμε, πιο παλμικά την «γενιά του εβδομήντα», τις συνοικιακές πολυκατοικίες που ήδη τότε κατέκλυσαν μετασχηματίζοντας τη λειτουργία του αστικού τόπου, που μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν από τα Διόδια, σε παγκόσμια κλίμακα, καταλαμβάνουν υπερδιπλάσιο πλέον χώρο. Να τετραγωνίσεις τον κύκλο σε σχήμα φωταγωγού; τι αναίρεση, τι αλλαγή τελικά οπτικής, που προ-οικονομεί επίσης έναν άλλο επιτυχημένο τίτλο της δικής μας πλέον «εποχής» του Νίκου Ερηνάκη Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου. 

          Πριν δούμε όμως τα ίδια τα ποιήματα ας επιμείνουμε στη σχέση της Μαστοράκη με τον Θορώ. Μας λέει ο Αμερικανός αναφερόμενος στο Walden (Γουόλντεν): 

Όταν έγραψα τις παρακάτω σελίδες, ή μάλλον το μεγαλύτερο μέρος τους, ζούσα μόνος στο δάσος, σε απόσταση ενός μιλίου από τον πλησιέστερο γείτονά μου, σ’ ένα σπίτι που είχα χτίσει ολομόναχος στις όχθες της λίμνης Γουόλντεν, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, και ως μοναδικό μέσο βιοπορισμού είχα τα χέρια μου. Έζησα εκεί δύο χρόνια και δύο μήνες. Τώρα βρίσκομαι γι’ άλλη μια φορά να παρεπιδημώ στον πολιτισμό.

Κι εμείς παραδόξως σκεφτόμαστε πως τα ίδια ακριβώς ισχύουν, με μια ελάχιστη ασήμαντη ουσιαστικά μετατόπιση για τα Διόδια της Μαστοράκη. Έτσι αν το Walden (1854) είναι ένα από τα εμβληματικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας, όπου ο Αμερικανός συγγραφέας και νατουραλιστής φιλόσοφος Χένρι Ντέιβιντ Θορώ περιγράφει τις εμπειρίες του από τα δύο χρόνια της παραμονής του (1845-1847) σε μια καλύβα που ο ίδιος έχτισε, στις όχθες της λίμνης Ουόλντεν, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, τότε η Τζένη Μαστοράκη είναι η Ελληνίδα ποιήτρια και η αστική, «νατουραλιστική» −εντός του άστεως− οραματίστρια και νεο-εξπρεσιονίστρια, που περιγράφει τις εμπειρίες της εντός της μεταβαλλόμενης αστικής ζούγκλας, σε μια κακή διεθνή συγκυρία, εντός ενός ανώμαλου πολιτικού συστήματος και στα ασφυκτικά πλαίσια της οικογένειας, τόσο της πυρηνικής και της πατριαρχικής, όσο και της ευρύτερης, καθώς θα δούμε και στην επόμενή της συλλογή Το Σόι (1978) που αναπτύσσει το ίδιο στην ουσία θέμα.   

Ας σταθούμε όμως σε ορισμένα χαρακτηριστικά, κομβικά θα λέγαμε, ποιήματα, ώστε να δώσουμε το κλίμα και ένα κυρίαρχο μέρος της ουσίας της συλλογής:

Βουλιάζουμε ολοένα και πιο βαθιά

μέσα μας.

Αποκρυπτογραφούμε τους ήχους

της απόλυτης σιγαλιάς

και οι κραυγές των χρωμάτων 

        μας πληγώνουν. 

Το φεγγάρι ορμάει από τις χαραμάδες

και λεηλατεί τις κάμαρες.

Τώρα και πάντα

ο ποιητής

στις σκαλωσιές και στα γιαπιά

στεριώνει με καρφιά και δόντια

την ελπίδα. 

και:

Δραπετεύω μεσ’ απ’ τις λέξεις

που δεν είπα.

Εγκαταλείπομαι

στις ώρες που πιο πολύ αγάπησα.

Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος.

Τρομάζω να περιμένω

αυτό που δεν θά ‘ρθει.

Τρομάζω στη σκέψη

αυτών που δεν έγραψα.

Αυτή η σιγή 

απόλυτα δική μου

με κατακερματίζει. 

Και αφού πρώτα σημειώσουμε πως η ποιήτρια στα παραπάνω ποιήματα θέτει τον εαυτό της στο κέντρο της σκηνής και της ποιητικής εκφοράς, ταυτόχρονα ανοίγεται σε ποιήματα που ενώ λειτουργούν αυτόνομα, επίσης προ-οικονομούν τις επόμενες συλλογές που ολοένα και ανεβαίνουν στη σκάλα της ποιήσεως, μετατοπίζοντας το ίδιο το κέντρο βάρους του ποιήματος εντός της ποίησης, ό,τι και να σημαίνει αυτό. Διαβάζουμε ενδεικτικά:

   

        Ο Δούρειος ίππος τότε είπε

        όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,

        κι είπαν γιατί, κι είπε

        πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.

        Κι ύστερα, εκείνος

        έτρωγε ελαφρά τα βράδια

        και μικρός

        είχε δουλέψει ένα φεγγάρι

        αλογάκι σε λούνα πάρκ.

και:

        Μαθαίνουμε να διαβάζουμε συλλαβιστά

        τις μεγάλες κραυγές.

        Αγγίζουμε

        αποκαθιστώντας τις αισθήσεις

        στο ακέραιο.

        Τώρα πια ξέρουμε πως τα μήλα στα καφάσια

        έχουνε τη δική τους λάμψη

        και τα φτηνά παπούτσια

        στα υπόγεια της Αιόλου

        συνθέτουν βουβά το εμβατήριο

        όλων των λαών της γης.

όπως και:

        Η μέρα που ‘φυγε

        σ’ αφήνει ένα κέρμα τηλεφώνου

        δίχως να ξέρεις ποιον να πάρεις

        και να του πεις

        πως έξω η δύση μοιράζει προκηρύξεις

        στους ανεμοδείχτες.

        Σ’ αφήνει ένα μικρό χαρτί

        σε μια κλειστή παλάμη

        μ’ ένα μολωπισμένο μήνυμα.

       Μένεις λοιπόν με το κέρμα στη χούφτα

        και το κοιτάς, που έχει από τη μια

        ένα τραχύ προφίλ της Δικαιοσύνης

        και το κηρύκειο του Ερμή στην άλλη

        σύμβολα που δεν το μπορείς

        όσο κι αν θες

        να τα εξηγήσεις

H ποιήτρια θέτει εξ αρχής, ήδη στους πρώτους στίχους του έργου της, στην ενότητα «Τα πρόσωπα και οι θεσμοί», πως «Ήθελα να σου πω το τραγούδι / του τυφλού ποιητή της Βαβυλώνας / γεμάτο παραμύθια, σαν την Παλιά Διαθήκη» και «Για τα ελάφια που γυρεύανε / νερό στο βενζινάδικο», προτάσσοντας την παραμυθητική λειτουργία της ποίησης έως ενός τόπου όπου μεταφέρεται ο ποιητής, μέσα από το μαγικό παράθυρό της σε άλλα πεδία, καλλιεργώντας συνάμα μέσω της τρυφερότητας και της ευαισθησίας τη στοργή για τον «άλλον» που βρίσκεται παρά τη θέλησή του σε ένα σκληρό περιβάλλον («τα ελάφια που γυρεύανε νερό στο βενζινάδικο»). Αλλά τα παραπάνω διακόπτονται καθώς:

        Τότε ένα γράμμα

        γεμάτο κατάγματα

        ήρθε από πολύ μακριά

        και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες.

Ανατρέποντας την επιθυμία του αφηγητή να κατευθύνει τα πράγματα εκεί που θα ήθελε προφανώς ο ίδιος. Έτσι, αντί να αφηγείται παραμύθια και να μιλά για τόπους μαγευτικούς και εξορμήσεις σε διάφορα «φανταστικά» μέρη, γειώνεται μέσα στο έγκλημα και την ενοχή, και μας μιλά για «την τέφρα του Πομπήιου» που «τη λιτανέψανε», για «τροχαλίες» και «αποβάθρες», για να μας περάσει στον «Δούρειο Ίππο» και για το φονικό που έγινε και που αγνοεί, όπως είδαμε στο ποίημα που παραθέσαμε. Για να καταλήξει, κατά τη θεώρησή μας, στο καλύτερο ποίημα της συλλογής, το οποίο και παραθέτουμε:

Λέγαν ένα τραγούδι απόλυτα δικό τους.

Τότε

απ’ τ’ ανοιγμένα τους πουκάμισα

ξεχύθηκε φτυαριές-φτυαριές

το χώμα της πατρίδας

βουνά κι ελαιώνες.

Κι η πίκρα ξεθύμαινε απ’ τα μηνίγγια τους

όπως ο αχνός δραπετεύοντας

απ’ το καπάκι του τέντζερη

παίρνει μαζί του

κάτι απ’ τον καημό του όσπριου

και την πικράδα του άγριου ραδικιού.     

Συναιρώντας μοτίβα −σε παραλλαγές− που αγγίζουν θα λέγαμε το συλλογικό μας θυμικό, «απ’ τ’ ανοιγμένα τους πουκάμισα / ξεχύθηκε φτυαριές-φτυαριές / το χώμα της πατρίδας», με το «καπάκι του τέντζερη» και την «πικράδα του άγριου ραδικιού» με μια τόλμη νέα, κατορθώνοντας μια σύνθεση που δείχνει προς μια ανανεωμένη ποιητική.   

Από εκεί και πέρα στίχοι όπως: «Βαθιά, βαθιά μες στα νερά / κοιμάται η πίκρα του αλατιού / που πνίγηκε είκοσι χρονώ / στη θάλασσα», προ-οικονομούν, θεματικά τουλάχιστον, όσα ακολούθησαν στο τρίτο και το τέταρτο ποιητικό της βιβλίο, ιδίως τους πνιγμένους στη σύνθεση Ιστορίες για τα βαθιά, όπως και, σταχυολογώ εφεξής, οι στίχοι: «[…] να γίνει τραγούδι. / Τραγούδι βαθύ και σκοτεινό / σαν το αμίλητο νερό», «Τώρα μαθαίνω τη γλώσσα / των σκοτωμένων. / Είναι κάτι σα δύσκολη / τεχνική ορολογία»  και «μονάχα που πάντα ευδοκίμησα / στα μέρη όπου τα λεξικά / αρνήθηκαν επίμονα την ύπαρξή μου», που δείχνουν τόσο τη στοχαστική προδιάθεση και την προβληματική της ποιήτριας, όσο και την αναγνωρίσιμη εικονοποιία της, όπως συναντάται και στο Μ’ ένα στεφάνι φως. Τέλος, οι στίχοι «Τρυγάμε ακόμα τα χρώματα / σε τούτο το ρωμαίικο αμπέλι» μας παραπέμπουν και στη δεύτερη συλλογή της Το σόι.

Η ποιήτρια, κλείνοντας αυτό το μέρος, αξίζει να προστεθεί, πως διατηρεί μια απόσταση από τα ποιητικά τεκταινόμενα και σαφώς δηλώνει:


        Πρέπει να ‘ναι δύσκολη

        η δουλειά του ποιητή.

        Προσωπικά, δεν το ξέρω.

        Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή

        έγραφα μόνο

        κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα

        για τις άνυδρες συνοικίες,

        τα ’κλεινα σε μπουκάλια

        και τα πετούσα στους υπονόμους.

Θέτοντας το υπόστρωμα για την επερχόμενη εκτόξευσή της. Ας μην κλείσουμε όμως έτσι αλλά παραθέτοντας το τελικό ποίημα του βιβλίου, δηλαδή το «θεώρημα»:

Τώρα πιά σας έδειξα

πώς τετραγώνισα

τους κύκλους των ονείρων

στο σχήμα ενός φωταγωγού

συνοικιακής πολυκατοικίας.

Η σεμνή αυτή τελετή έληξε. 

Παρακαλείσθε

όπως διαλυθείτε

ησύχως. 

ΙΙ

TO ΣΟΙ

Η ΠΡΩΤΗ «ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ

Με τη φορά του προηγούμενου μέρους παρούσα, θεωρούμε πως η ποιήτρια κατορθώνει να μας δώσει την πιο ώριμη ως τότε ποιητική της σύνθεση-στιγμή, την πρώτη της «Ιερά Οδό», με την έννοια του ποιήματος που συνοψίζει όσα είχε να πει η δημιουργός με τον δικό της κατακτημένο και χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό τρόπο, στη συλλογή Το σόι και συγκεκριμένα στο ποίημα «Τα γεννητούρια». Διαβάζουμε: 


        Πλάκωσε το συγγενολόι

 −τσέπες γεμάτες ρίγανη τριμμένη

μελισσόχορτο

        εργόχειρα και μαντολάτα.

Γύρω γύρω σπασμένα γυαλιά

να μην τους φύγω

κι ένα παιδί περνούσε όλη την ώρα

κάτω από το κρεβάτι

όπως στον επιτάφιο.

Μέσα μου βάθυναν τότε τα χρώματα

όμοια με κάτι παλιές αγιογραφίες

και κάποιος πήρε το ψαλίδι

κι άνοιξε μια τρύπα για να βλέπει.

Πετιέται που λες στη μέση της θάλασσας

η γοργόνα

και τον φιλεύει μια χούφτα καρύδια

και κείνος αναγνωρίζει τρέμοντας 

τη χαμένη αδερφή του

που μικροπαντρεύτηκε στον Καναδά

πριν απ’ τον πόλεμο.

        Η κάμαρα μύριζε λεμόνι

        και πούντρα γεροντίστικη.

        Άνοιξα τα μάτια

        τους είδα

        όλους δικέφαλους

        και φοβήθηκα.


        Γεννήθηκα 21 Φεβρουαρίου.

        Μου διαβάσανε την Αγία Επιστολή

        κι έπειτα γράψανε Ιφιγένεια

        και το μήνα και τη μέρα

        πίσω από μια παλιά εικόνα που έτριζε

        κι έκανε και θαύματα. 

Ποίημα που πέρα από την εξαιρετική χρήση ενός κατακτημένου και διακριτού ποιητικού τρόπου, μας ξαφνιάζει με την αμεσότητα, τη γνησιότητα και την καλλιτεχνική του δύναμη, ενεργοποιώντας επιπρόσθετα τις πλέον παραμελημένες στην ποίηση αισθήσεις, αυτές της όσφρησης και της αφής.

Πρόκειται για ένα ποίημα και για μια ποίηση ανοιχτή στα συλλογικά μας πάθη, βασισμένη τόσο στην πρόσφατη και κατατεθειμένη ιστορική μνήμη όσο και στη μυθολογία, πατώντας στην κοινωνική σάτιρα και την παρωδία, για να περάσει ταυτόχρονα −σε μια αστική περιπλάνηση− στο παραμύθι και στο παιδικό όπως και στο αφηγηματικό παιχνίδι, ενώ επίσης εφάπτεται της υπαρξιακής καταβύθισης, με ένα αυτοβιογραφικό αλλά όχι μόνο προσωπείο, με τις πλάγιες και μετωπικές ιστορικές, παραβολικές και πολιτικές ανησυχίες επίσης χαρακτηριστικά παρούσες. Μια ποίηση που συναιρεί με τρόπο νέο την «παραδοσιακή» με τη νεότερη γραφή, το ρευστό της αφήγησης με το ξεκάθαρο της αντίληψης. Πρόκειται θα λέγαμε με άλλα λόγια για μια βαθιά ρίζα που μεγαλώνει ασυνείδητα στα απροσμέτρητα βαθιά −ιστορικά, πολιτιστικά και ψυχοστρωματικά− μας χώματα, ανεβάζοντας στην επιφάνεια το πληθωρικό στοιχείο που συναντά το σύντομο και το μινιμαλιστικό λόγο στη θρυμματισμένη και αποσπασματική εκφορά του.

Η ποιήτρια κατορθώνει να πλησιάσει το ίδιο σχεδόν ύψος και στο ποίημα «Οικογενειακό συμβούλιο» το οποίο αξίζει να παραθέσουμε:


Τώρα πάλι βέβαια θα πέσει το σόι

μονό και διπλό

να μαζεύω τη γλώσσα μου

ή πως όταν κάνω

ψηλά τα μαλλιά μου

κοιμούνται πιο ήσυχοι.

Και με στριμώχνουν στο σαλόνι.

Παντού μπαγιάτικα πέπλα

νύφες με παχουλά χέρια

μουστακαλούδες

και τα παιδιά ανήλιαγα

ή μπορεί και πεθαμένα

με πελώριους φιόγκους

σαν αεροπλάνα.

Περνάει η νονά μου η πολίτισσα

και τρατάρει μικρά άσπρα γλυκά.

Φαίνεται το βρακί της πράσινο

πιασμένο με παραμάνα

        − οι θειάδες μου λένε

        πως κατουράει αλά τούρκα

        καβάλα στη λεκάνη.

        Γύρω τα πρόσωπα εθνικόφρονα

        με περικεφαλαίες.

        Άμα σου εξηγήσω 

        θα καταλάβεις πώς μου παίξανε

        τον καραγκιόζη

        που με τα τρία μαντέματα

        του παίρνουν το κεφάλι.

        Στο τέλος του φοράνε πάντα

        Ένα χάρτινο πιατάκι

        όπως στα κεριά

        για να μη στάζει. 

Ενώ η δικτατορική εποχή και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης «εμφιαλώνονται», συνοψίζοντας μια εποχή και όχι μόνο, σε στίχους όπως:

        Πλένουν πάλι κρυφά

τα πανιά τους στη βρύση

μας πνίξαν τα αίματα.

Άντε τώρα να σου μάθω

ελληνικά

με τόσα εμβατήρια και σημαίες

ή τι θα πει Ναυκρατούσα

και τι έχει στο νου της η μάνα μου

όταν λέει ας είναι κι από ξύλο. 

[…]

(«Των Αγίων Πάντων») 

        […] Πάντως η θεία Πέρδικα φευγάτη

        σιάχνει τα κατσαρά της με μπριγιόλ

        και ξεκαρδίζεται στα γέλια

        μπουκωμένη λουκούμια τριαντάφυλλο

(«Η θεία Πέρδικα»)

[…] Η κυρία του στρατοδίκη 

στο πλαϊνό διαμέρισμα

να λέει στη μάνα μου απ’ το φωταγωγό

έκτακτη να σας ζήσει εικοσιτριών χρόνων

και όμως παρθένος 

[…]

Τότε που λες αποφάσισα να φύγω.

Πήρα το τρόλεϋ και στη διαδρομή

ζωγράφιζα αλλοίθωρες φάτσες

και το χέρι μου μούντζα σε μια σελίδα. 

[…]

(«Ιφιγένεια»)

Η λειτουργία της χούντας και το σύνολο της πολιτικής μας «ανωμαλίας» και δυσ-λειτουργικότητας, που ως υγρό κακοφορμισμένο διαχέεται τόσο εντός των αστικών διαμερισμάτων όσο και στους αστικούς ενδιάμεσους χώρους, ποτίζοντας τους τοίχους και τις ψυχές, συναντάται με άρτιο, αναγνωρίσιμο και δυνατό τρόπο στο ποίημα η «Κάθοδος», ή αλλιώς, παραπέμποντας και στην τρέχουσα δεκαετία που γράφονται αυτές οι γραμμές, «Η κατρακύλα»:


        Κατεβαίναμε, ολοένα κατεβαίναμε

        σ’ ένα στενάχωρο ασανσέρ

        ανάμεσα σε δυο παπάδες

        που πήγαιναν επίσκεψη

        μ’ ένα κουτί σοκολατάκια.

       Λέγαμε ιστορίες

        να κρατηθούμε ξάγρυπνοι.

        […]

        Μαθαίναμε παιχνίδια με σπάγκο στα δάχτυλα

        και ξεχασμένες κουβέντες

        καλό ξημέρωμα

        ή ο Θεός μαζί σου.

       Οι άλλοι στις πολυκατοικίες

        διορθώνανε τα υδραυλικά τους.

        Το φαΐ είναι μπόλικο

        γράφανε μόνο.

       Ο ποιητής έπαιζε τη μαγεμένη βασιλοπούλα

        που έκλεβε διαμαντικά από τη γέμιση της χήνας

        και τα ‘δινε στους υπηρέτες 

        να τους κλείσει το στόμα.

        […]

        Χτυπάγαμε τις πόρτες να μας βγάλουνε.

        Οι παπάδες μας παίρναν μέτρα

        μ’ ένα κουβάρι σπάγκο

        μας μπουκώνανε

        χούφτες αντίδωρο να μη φωνάζουμε.

        Γίνηκε τότε σα να πέρναγε

        μια Μακεδονία ως εκεί πάνου

        που ‘χει τα ρούχα της

        κι ένα καλάθι αμπελόφυλλα στον ώμο

        κι ο τόπος μύρισε άξαφνα

        σφαγμένα κρέατα.


        Μετά βγήκε ένα αυτοκίνητο με χωνί

        και φώναξε πώς σκοτώσανε το δράκο.  

Η συνολική ποιητική θεώρηση της Μαστοράκη συναντάται στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Τα παραμύθια της Χαλιμάς», τίτλος που δίνεται και στο δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου, και συγκεκριμένα στους στίχους:

Δε μου είναι πια εύκολο

μήτε θελητό

να γράφω στιχάκια.

Γύρω παραμονεύουνε οι σκοτωμένοι

με γάντζους και στριφτά μαχαίρια

κι ο τόπος αφρίζει ποτάσα.

[…] 

Ας μην κλείσουμε όμως έτσι αλλά παραθέτοντας το ποίημα «Ο Θανάσης» που όχι μόνο δίνει μια εποχή παραστατικά και ζωντανά, αλλά δένει και αρκετές δεκαετίες μεταξύ τους, ακινητοποιώντας την εξέλιξη μιας «μορφής» στον χρόνο,  όπως παραλλάσσεται. Μια μορφή όπως την είδε μια δημιουργός-ζωγράφος, που ξέρει πώς μαγικά να ακινητοποιεί, να κοινωνεί και να διαχέει αναμιγνύοντας τρισδιάστατα και αναπλαστικά, τα εντός με τα εκτός μιας εποχής, που ακόμη μας συμβαίνει.

Που πας μωρέ Θανάση με πατέρα δημόσιο υπάλληλο, ξεχνάς που ήσουνα παιδί θαύμα κι έγραφες «έχω μια κούκλα στο κουτί και άλλη στο καλάθι»; Έγνοια σου, αύριο όλοι θα γίνετε μεγάλοι ποιητές κι η ποίηση μια χαμένη υπόθεση, όμως εκεί που πια θα λέω πως σώπασες, θα ξεφουρνίζεις το καινούργιο σου βιβλίο με ιστορίες γι’ αγρίους και ψυχοψαχτικά και τέτοια και θα θολώνει το πανελλήνιο. Εμένα πάντως δε μπορείς να μου το βγάλεις απ’ το νου, πως όταν μου μιλάς για Μαρξ, είναι που θέλεις να με βάλεις στο κρεβάτι, και τέλος πάντων, κρίμας που φορείς και κόκκινο πουκάμισο. 

«Τα παντρολογήματα» τέλος μας περνάνε στην προβληματική του magnum opus της Μαστοράκη, δηλαδή στο Μ’ ένα στεφάνι φως. Διαβάζουμε στη συλλογή του 1978, έντεκα χρόνια πριν την αριστουργηματική σύνθεση του 1989:

[…] Λέω απόψε να γίνω το κορίτσι λάστιχο που γκρεμίζεται απ’ το βράχο, θα τους πω άλλα των άλλων για να τους μπερδέψω, όμως εσύ θα ξέρεις πως είναι γειά χαρά και γιατί το ‘κανα, και στο κάτω κάτω ο καθένας γυρεύει τη βολή του, στα μαλακά ή στα βαθιά.