Ανάποδα περπατούσε,
τον σκουντούσαν, πού πας εσύ, λάθος
πας,
από ‘δω παν’ κι άλλοι τους
απαντούσε, βρε χωρατατζής ο άτιμος,
γελούσαν οι διαβάτες οι προς τα μπρος
που βάδιζαν, οι κανονικά που πήγαιναν,
γελούσαν, ξεχνούσαν, έφευγε αυτός, πίσω
πήγαινε.

Δεν είχε ο χρόνος τέλος,
αρχή δεν είχε ο κόσμος, έπαιρνε το δρόμο
του, ίσια πίσω πήγαινε, όσο πήγαινε,
αραίωνε το πλήθος, αλλάζαν οι καιροί, η
όψη των ανθρώπων άλλη, αλλιώς κι η γη,
κι οι θεοί, άλλοι θεοί παράξενα τον
κοίταγαν, ξένε, τι ήρθες εδώ και τι
γυρεύεις
, στάσου πώς είναι τώρα οι
θεοί
, πώς είναι ο κόσμος, στέκονταν
ακίνητοι, νεκροί, πού να τον πιάσουν,
έφευγε αυτός, πίσω πήγαινε.

Ούτε διψούσε, ούτε
πεινούσε, ούτε γυναίκα γύρευε, σε ενα
λιοπύρι έφτασε, τι ζητάς εδώ, εδώ
ιδρώνει η πέτρα
, είπε το σύννεφο, να
στίψω νερό να σε δροσίσω
, όχι, χάσου
απ’ το δρόμο μου, να πάω πίσω θέλω
,
αντιμίλησε αυτός, ούτε το χέρι έβαλε
αντήλιο, ούτε τα χείλη του έγλειψε, να
σε σκεπασω μια σκιά σε έφαγε ο ήλιος
,
μην με αργείς, σκυφτός μουρμούρισε,
να σε πλύνω μόνο, η σκόνη το πετσί σου
έγινε, μια φορά να σε πλύνω κι ύστερα
φύγε, πίσω πήγαινε
.

Γδύθηκε, γδύθηκε στο
στοιχειό, αυτό δεν ήταν σύννεφο, δεν
ήταν του ουρανού αφράτα μαξιλάρια,
γυναίκα ήταν που τον πόθησε, στα πέλματά
του ρίζωσε χώμα με σπόρο ιερό, μα αυτός
το πάτησε, στα χέρια του τυλίχτηκε
αμπέλια από αρχαίο τρυγητό, μα αυτός
δεν γεύτηκε, στο στήθος του απλώθηκε
και μπλέχτηκε στις τρίχες του ανάμεσα
χρυσός αέρας ορυκτός, μα αυτός τον τίναξε
κι έφευγε αυτός, πίσω πήγαινε.

Τώρα τον ένιβε, τον
μαύλιζε, τον έραινε, τον ζάλιζε, τον
χάιδευε, τον ράγισε, άνοιξε στα δυο,
χύθηκε το σπέρμα του στο υγραμένο χώμα,
τα πόδια του βουλιάζανε, έπιασαν ρίζα,
βλάστησαν τα σωθικά του, κλώνεψε, κάρπισε,
παίδιωσε, μεγάλωσαν τα παιδιά του, πέσανε
απ’ τα κλαδιά του, έφυγαν πίσω πήγαιναν.

Μαζί σας πάρτε με,
συντρόφοι και σπορά μου, βγάλτε με από
της γης το βάθεμα, ανάποδα να περπατώ,
μαζί σας να πηγαίνω, σώστε με από το
νέκρωμα του χρόνου
, μα αυτά ξεμάκραιναν,
ίσια πίσω πήγαιναν, δε στάθηκαν, άγαλμα
με κομμένα πόδια αυτός και το στοιχειό
τον έλουζε βροχές, τον έπλενε, ώσπου μια
χούφτα χώμα έγινε ίδιος άνθρωπος.