φωτογραφία: Πέτρος Μπιρμπίλης

 Πέτρος Μπιρμπίλης

Θεία
Πρόνοια


Ήταν
ένα ζεστό καλοκαίρι.
Όλοι
είχαν φύγει για διακοπές. Όλοι εκτός
από εκείνον. Μόνος του είχε ξεμείνει
στην πόλη. Αύγουστος ο μήνας. Οι δρόμοι
άδειοι, άδειος κι αυτός μέσα του.
Στεναχωριόταν, δεν τα ‘χε υπολογίσει
έτσι. Όμως κάτι το ένα κάτι το άλλο, οι
αναποδιές πολλές, πάνε οι διακοπές

 

Με
παράπονο κοιτούσε τον ουρανό, ξαπλωμένος
στο στρώμα που είχε βγάλει στη βεράντα
μπας και νικήσει τον καύσωνα, όταν τα
αυτιά του τα χάιδεψε ένα θρόισμα. Ένιωσε
να τον τυλίγει μια παράξενη αύρα, ένα
αεράκι. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς
και γιατί, δεν ασχολιόταν με τέτοια,
αλλά το μυαλό του πήγε από μόνο του σε
κάτι άλλο, σε κάτι πέρα από αυτόν τον
κόσμο, σε μια δύναμη μακριά απ’ την
λογική. Χωρίς να το κατανοεί, αλλά με τη
σιγουριά μέσα του, κατάλαβε ότι ή
ταν
το πνεύμα του καλοκαιριού αυτό το αεράκι.
Το θρόισμα ήταν το κάλεσμά του, ο τρόπος
που τον παρακινούσε να το ακολουθήσει.
Τα ‘χασε. Από πού ερχόταν; Ποιος το είχε
στείλει, κι αν αποφάσιζε να το ακολουθήσει
πού θα τον πήγαινε; Το σκέφτηκε από δω,
το σκέφτηκε από ‘κει, το μυαλό του
δεν
τον βοηθούσε, μόνο σύγχυση του έφερνε,
έτσι είπε να ακολουθήσει την καρδιά του
που όσες φορές την άκουσε δεν είχε
μετανιώσει. Δεν χρειάστηκε να κάνει
τίποτα από τη στιγμή που πήρε την απόφαση.
Σαν δροσερός μανδύας τον τύλιξε το
αεράκι, και τον ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά,
πάνω από τις ταράτσες των πολυκατοικιών,
πάνω από τους μεγάλους δρόμους και τους
σταθμούς των διοδίων.

Πετάξανε
πάνω απ’ τη θάλασσα, που στα λευκά της
κύματα γλιστρούσαν φέρι μποτ, βαρκούλες
και ιστιοπλοϊκά με τα πανιά φουσκωμένα.
Περάσανε πάνω από τα χωράφια με τα
χρυσαφένια σπαρτά που τα χάιδευε η
λάβρα, πάνω από τις παραλίες με τις
ομπρέλες
και τα τροχόσπιτα. Περάσανε πάνω από
δρόμους αγροτικούς κι από μαντριά με
αιγοπρόβατα. Πού πήγαιναν δεν έλεγε να
καταλάβει αλλά και να ρωτούσε δεν
περίμενε να λάβει απάντηση. 

 

Έφτασαν
κάποτε πάνω από ένα μέρος όπου τίποτα
δεν υπήρχε εκτός από μια σπηλιά, κυκλωμένη
από μια συστάδα δένδρων. Σε ένα από αυτά,
στον κορμό του πάνω, ήταν καρφωμένη μια
πινακίδα. “Θερμές πηγές- Ιαματικά
λουτρά” έγραφε.

Εκεί τον
ακούμπησε το αεράκι, κι ύστερα, με το
ίδιο θρόισμα, όπως όταν είχε έρθει, με
ένα “φφφρρ”, τον εγκατέλειψε, ίσως για
να πάει κάπου αλλού, σε κάποιους άλλους
που το χρειάζονταν.

Μικρή
ήταν η λιμνούλα που ξεκινούσε από τη
σπηλιά, σαν μεγάλη γούρνα. Τα νερά της
ανέδυαν μυρουδιά άσχημη, όμως αυτό δεν
έδειχνε να ενοχλεί έναν άντρα και μια
γυναίκα ηλικιωμένη, που, σαν τα βατράχια,
μούλιαζαν εκεί μέσα.
«Μην
το σκέφτεσαι, μπες»

τον παρότρυνε η γυναίκα, ενώ ο άλλος,
που ήταν δίπλα της και που κι αυτός τα
‘χε τα χρονάκια του, γύρισε και του έριξε
μια ματιά αδιάφορη. 

 

Έβγαλε
τα ρούχα του και βηματάκι, βηματάκι,
γλίστρησε μέσα, κοντά τους. Το κεφάλι
του μόνο έμεινε απέξω. Καλά ήταν. Καλύτερα
απ΄ότι φανταζόταν. Η μυρουδιά λίγο λίγο
χάθηκε, και το κορμί του το ταλανισμένο
από τα πέρα δώθε της και τις πληγές της
πόλης, άρχισε να χαλαρώνει. Τα χέρια, τα
πόδια, ο σβέρκος του που ήταν σφιχτά σαν
πέτρα, ξεσφίχτηκαν, οι έγνοιες του
μαλάκωσαν.

Ο
άγνωστος άνδρας και η ηλικιωμένη γυναίκα,
δεν του έδωσαν σημασία. Είχαν πιάσει
κουβέντα, ακατάπαυστη, για πολλά και
διάφορα. Θα πρέπει να ήταν ξένος κι
αυτός, επισκέπτης, όμως η γυναίκα σίγουρα
ήταν ντόπια, το μαρτυρούσε και η προφορά
της και τα λεγόμενά της. Είχε απαντήσεις
σε όλα τα σχετικά με την πηγή και τα
οφέλη της, αλλά και για τα κρινάκια, που,
ο άγνωστος τα είχε δει άφθονα, κάτασπρα,
να ξεπετάγονται μέσα από την αμμουδιά,
δίπλα στη θάλασσα.
«Να,
άμα πας προς τα κει, θα ιδείς, εχ’ πολλά.» 

 

Χωρίς να
γίνει αντιληπτός, ούτε αδιάκριτος, σε
στιγμές που δεν τον κοιτούσαν γύριζε
το βλέμμα του λοξά, για να παρατηρήσει
καλύτερα αυτόν τον άνδρα που η παρουσία
του για ένα λόγο ανεξήγητο του ήταν
ενοχλητική. Κάτι του έφερνε στο μυαλό,
σαν να τον ήξερε από κάπου αλλά από πού
δεν θυμόταν. Είχε μια ουλή στο πρόσωπο,
βαθιά, από το φρύδι μέχρι το αυτί. 

 

Φρρρρ..”
ακούστηκε πάλι το αεράκι. Γύρισε το
κεφάλι του προς τις φυλωσσιές και είδε
δύο αγόρια, μικρά. Είχαν ξεμυτίσει πίσω
απ’ τα δένδρα και με τα κεφάλια τους
στραμμένα προς τα πάνω κάτι παρατηρούσαν,
μουτρωμένα. Ήταν ένα μπαλόνι φουσκωτό
αυτό που κοίταγαν, μάλλον θα τους είχε
φύγει μέσα απ’ τα χέρια. Δεν κράτησε πολύ
η στεναχώρια τους. Με γέλια και ξεφωνητά,
σαν βολίδες, τρέχοντας, χάθηκαν πάλι
πίσω απ’ τα δένδρα.


Δεν ήταν
να κάθεσαι πολύ εκεί μέσα. Το παραδέχτηκαν
και οι άλλοι δυο. Βγήκε κι ξεκίνησε να
φορά τα ρούχα του. Ακολούθησε η γυναίκα
και μετά ο άνδρας, που για να καταφέρει
να βγει έδωσε μάχη. Φυσούσε, ξεφυσούσε,
δυσκολεύτηκε πολύ. Όταν βγήκε, τότε
εξηγήθηκε ο λόγος. Το ένα απ’ τα δυο του
πόδια υστερούσε απ’ το άλλο, ήταν
κοντύτερο, με αποτέλεσμα να γέρνει στο
πλάι.

Αυτή η
λεπτομέρεια τον βοήθησε να θυμηθεί.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια. Θέμη τον
έλεγαν, και είχε το παρατσούκλι “σακάτης”.
Ήταν εκείνος ο τύπος που εξαιτίας του
είχε δώσει τέλος στη ζωή της η Ρένα, η
γειτόνισσά του που μεγάλωσαν μαζί στην
ίδια αυλή. Το Ρενάκι. Βίος και πολιτεία
άνθρωπος, αλήτης μη σου τύχει, που εκείνη,
άπειρη, ορφανή από πατέρα κι από μάνα –
με τη γιαγιά της μεγάλωνε- διψασμένη
γι’ αγάπη όπως ήταν ξελογιάστηκε μαζί
του, κι ας ήταν μεγάλος για την ηλικία
της, κι ας της έκανε τη ζωή κόλαση. Μέχρι
ότι την πουλούσε σε άλλους είχε ακουστεί.
Την άφησε κάποια μέρα, δίχως εξήγηση,
δίχως σημείωμα, και ούτε έμαθαν που πήγε
ούτε που τον ξαναείδαν. Έμεινε μόνη της
αυτή, με ένα μωρό, καρπό του έρωτά της
και καρπό της δυστυχίας της, που κάποια
αρρώστια το πήρε από τη ζωή πριν προλάβει
να κλείσει τα δυο του χρόνια. Δεν μπόρεσε
να τα αντέξει, της πέσαν πολλά και πέρασε
θηλιά στο λαιμό της. Η γειτονιά την
πένθησε. Με τις δυστυχίες της είχε
κερδίσει τη συμπόνια όλων.

Σκέφτηκε
να του μιλήσει, να του πει κάτι, ούτε που
ήξερε τι, καλό πάντως δεν θα ήταν. Μετά
το μετάνιωσε. Ίσως επειδή είχε περάσει
πολύς καιρός, τόσα χρόνια, ίσως επειδή
από τα δένδρα ακούστηκε πάλι εκείνο το
θρόισμα.
«Πάω
να μαζέψω κρινάκια εγώ. Γεια σας, σας
χαιρετώ και τους δυο σας» γύρισε κι είπε
εκείνος. «Καλά μπάνια. Και του χρόνου
να μας ξανάρθετε» απάντησε η χωριάτισσα. 

 

Τους
ακολούθησε με τα μάτια του και τους δυο
μέχρι που χάθηκαν. Η γυναίκα πίσω απ’ τα
δένδρα, κι ο άνδρας, σέρνοντας το πόδι,
στον δρόμο προς την παραλία.