Η φιλία μου με τον συνάδελφο έμοιαζε ακλόνητη. Ως και την
περιουσία του ήθελε να μου χαρίσει. Τι βόλτες στο γειτονικό βουνό Γκεντίκι, τι
τραπεζώματα στα σπίτια του σε διάφορες πόλεις. Πάνω στον ενθουσιασμό μου
λοιπόν, για το μεγαλύτερο φίλο μου, έγραψα ένα μικρό κριτικό σημείωμα για
κάποιο αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό με το οποίο συνεργαζόμουν εκείνο τον
καιρό, να υμνήσω την τελευταία του νουβέλα. Τι τόθελα; Μόλις δημοσιεύθηκε η
κριτική, ο μεγάλος φίλος μού έκοψε και την καλημέρα, γιατί λέει έκανα το
ατόπημα να αναφέρω την ηλικία του. Το θεώρησε απαράδεκτο, και μου ξαναμίλησε
μόνο όταν ήταν ετοιμοθάνατος, σαν άφεση πριν τον τελευταίο ασπασμό.

Φίλος περιοδικάριος μου έλεγε στα νιάτα μου πως ο πιο εύκολος
τρόπος να αποκτήσει κάποιος εχθρούς, είναι να ασχοληθεί με την κριτική. Τότε
δεν τον πίστευα, αλλά με τα χρόνια αποδείχθηκε πως είχε απόλυτο δίκαιο: όταν
γράφεις για τον άλλον ακόμη και θετικά να γράφεις, παραμονεύει πάντα το
ενδεχόμενο της παρεξήγησης των λόγων σου και των προθέσεών σου. Αν θέλεις
λοιπόν να αποκτήσεις εχθρούς νεαρέ μου λογοτέχνη ασχολήσου με την κριτική.

Ή μάλλον, σκέψου γιατί είναι αδύνατον να ασχοληθεί κανείς με
την κριτική στην Ελλάδα: άντε κι έγραψες εναντίον κάποιου, όταν τον συναντήσεις
μια και δυό φορές μετά στα συνήθη λογοτεχνικά στέκια την Τρίτη φορά θα
ξαναγίνετε φίλοι, και θα γράψεις πάλι θετικά. Αυτή είναι η λογοτεχνική κριτική
στην Ελλάδα: κολακείες και σκιαμαχίες.