Λογοτεχνικές επιλογές του Περιοδικού Θράκα για το φθινόπωρο
Το Περιοδικό Θράκα λαμβάνει συχνά συμμετοχές, τόσο ποιητικές όσο και πεζογραφικές και εκτός των κατά καιρούς καλεσμάτων για τα θεματικά αφιερώματα. Εδώ θα διαβάσετε έργα των: Δημήτρης Καρατζάς, Γιώργος Τσιαπλές και Σοφιαλένα Ψαρρά.
Δημήτρης Καρατζάς
ΕΡΓΑΛΕΙΟ
Θέλαμε να πάμε κάπου μακριά, να δούμε άλλα μέρη,
αλλά όχι να δραπετεύσουμε· έτσι κι αλλιώς, αφορούσε το Google Maps.
Αλάτι και αίμα, βουτηγμένα σε ράφια ρωμαϊκά, έφτιαξαν δρόμους·
νεύρα χωρίς νύχια ανοίγουν την πόρτα να κλαίνε τα μωρά,
να φωνάζουν τα ζώα που ξέρω ότι έφτασε το τέλος τους.
Η θάλασσα ήταν η φοβερή θάλασσα, που έκανε τον καπετάνιο Ahab
να ανατριχιάζει, κι ας ήταν Κυριακή και μεσημέρι·
σκεφτήκαμε πως το ταξίδι στο φεγγάρι ήταν μια προσευχή,
ένας συνεχής αγώνας, χωρίς να ξέρουμε ποιο είναι το πραγματικό.
Έπρεπε, τουλάχιστον, να κρατάμε στα χέρια μας ένα εργαλείο –
ας ήταν και ένα τηλεκοντρόλ.
Με αυτά και με τ’ άλλα, βρεθήκαμε τελικά σε ένα τσίρκο.
Η εκτίμηση δεν ήταν για το θέαμα καθαυτό, αλλά για την
ειλικρίνεια της σωματικής προσπάθειας, για τη σχεδόν υπαρξιακή
ένταση των ακροβατών. Το ερώτημα, όμως, που γεννιέται κάθε φορά
είναι: προς τι όλες αυτές οι προσπάθειες;
Η νύχτα μοιάζει να ξηλώνει ό,τι η μέρα υφαίνει με κόπο.
Ο Δημήτρης Καρατζάς γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ζωγραφική στην ΑΣΚΤ και Σκηνοθεσία Κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου, ενώ κατέχει δύο μεταπτυχιακούς τίτλους στις Εικαστικές Τέχνες (ΑΣΚΤ). Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μία πόλις άλλη (Blurb, 2023) και το παιδικό βιβλίο Η Φράουλα (Blurb, 2024). Έχει δημοσιεύσει ποιήματα σε ηλεκτρονικά περιοδικά και κείμενά του έχουν παρουσιαστεί στο περιοδικό Κυμοθόη. Έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εικαστικές εκθέσεις και, ως ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας ΔΙΠΟΛΑ, έχει επιμεληθεί εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 2011 εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη, την Αλίκη.
Προσωπική ιστοσελίδα: https://dkaratzasjim.editorx.io/portofolio
***
Γιώργος Τσιαπλές
Πηνελόπη
Τιμή και δόξα είπαν∙
αιώνιο τεκμήριο συζυγικής πίστης.
μα πίσω από τα λόγια
μέτρησαν τη μοναξιά σου
ίση με τα βαριά χτυπήματα του αργαλειού σου.
Κι έτσι, για να σε θυμούνται οι επερχόμενοι,
σε εξύψωσαν απ’ τα έπη
σε άγαλμα
μπροστά από το food market της γειτονιάς.
====
Η Μαρία εν άστει
Να ’μαι πάλι πίσω
στην πολύβουη φυλακή,
χωρίς φωτοστέφανο –
το σώμα μου περίγραμμα σε σοβά,
στα βλέμματα των περαστικών που συναντώ
λιμνάζει η έρημος.
Επέστρεψα.
Ήρθα να κρυφτώ από Εκείνον
που ξεθώριασε στα μάτια μου
σαν πολυκαιρισμένο ψηφιδωτό.
Την ημέρα κρύβομαι.
Φοβάμαι μηπως με αναγνωρίσει
κάποιος απ’ τους παλιούς μου εραστές,
όπως εκείνος που το στέρνο του
μύριζε θερισμένο χωράφι
σε εκείνο το πλοίο από την Αλεξάνδρεια.
Τώρα πλέον ευαγγελίζομαι τη μοναξιά.
Ο Λόγος του δεν μου αρκεί.
Τρέφομαι με τις ιστορίες των ανθρώπων.

Ο Γιώργος Τσιαπλές γεννήθηκε το 1975 στη Λάρισα. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σήμερα εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Κεφαλλονιά.
***
Σοφιαλένα Ψαρρά
Η καμάρα
Όταν έφυγαν από το χωριό ήτανε ίσαμε είκοσι χρονών, νιόπαντροι. Δεν είχαν τίποτα εκεί. Ένα σπίτι ψηλά στον λόφο, ρημάδι από τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου και τη φτώχεια. Προίκα της μάνας. Ώσπου να πεθάνει ευχόταν να προκόψουν, να το φτιάξουν και να ζήσουν εκεί όπου αναστήθηκαν γενιές και γενιές. Η στέγη έμπαζε νερά και ήταν πια ετοιμόρροπη. Μονάχα η κεντρική καμάρα έστεκε περήφανη στα μέσα της σάλας προσμένοντας με ελπίδα ζωοδότρα.
Πήγανε λοιπόν στην πόλη. Σκληρή δουλειά. Τις νύχτες συχνά μελετούσαν το σπίτι στον λόφο. Άραγε τα σαρακοφαγωμενα δοκάρια να στεριώνουν ακόμα τη στέγη; Το κατώι που έμπαζε νερά να ‘χει αντέξει τόσους χειμώνες σφαλιστό;
Μνήμες κι ελπίδα. Ο νόστος.
Τα χρόνια περνούσαν. Μεγάλωναν. Χάθηκαν κι εκείνοι. Μαζί τους χάθηκε και το όνειρο του γυρισμού. Συμβόλαια. Επικαρπία. Ψιλή κυριότητα. Δεν τα ‘χανε φροντίσει σωστά τα κληρονομικά οι γονείς – αγράμματοι άνθρωποι θα πεις και ακατάληπτος ο λόγος των δικηγόρων.
Μα τα παιδιά δεν τα ‘νοιαζε και τόσο. Δεν το ξεραν το σπίτι. Δεν το ‘χανε ζήσει. Όταν το ‘δαν απόρησαν. «Τόσα χρόνια κόπιαζαν και σύναζαν λεφτά γι’ αυτό το ρημαδιό;» «Και να πεις πως ο τόπος είναι όμορφος; Βοσκοτοπος κι άνυδρος.»
Ένας χωριανός όμως που ήτανε μέσα στα πράγματα τους είπε πως κάποιοι ξένοι αγοράζουν εκτάσεις πάνω στον λόφο. Θα χτίσουνε, λέει, βίλες για να πηγαίνουν οι πλούσιοι να ησυχάζουν. Σίγουρη επένδυση και όσοι πουλήσουνε θα πάρουν γρήγορα ρευστό.
Δίστασαν για μια στιγμή. Σαν να τους φάνηκε πως άκουσαν τους γονείς να σιγοψιθυρίζουν για την πέτρινη καμάρα και για τις βεγγέρες στη σάλα. Μα πού θα ξαναβρισκανε τέτοια προσφορά; Μα να χρυσοπληρώνουνε γι’ αυτόν τον κρανίου τόπο;
Πουλήσαν. Ένα δυάρι στην πόλη για τον καθένα, δεν ήτανε και λίγο. Σβήστηκαν οι ψίθυροι και τα γέλια από τις βεγγέρες. Μονάχα η καμάρα στέκει ακόμα, προσμένοντας να αφουγκραστεί φωνές γνώριμες.
Μα ο εργολάβος είπε πως η καμάρα δεν θα πήγαινε στο minimal design του σπιτιού.
Τουλάχιστον, κανείς πια δεν θα προσμένει.
Σοφιαλένα Ψαρρά: (1990) Σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και συνέχισε τις σπουδές της με μεταπτυχιακό στα Αρχαία Ελληνικά. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως φιλόλογος σε ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας. Σύντομο πεζό της έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Χάρτης».














