Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της, Οι Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ—από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος—, σήμερα στο Barfly μιλάμε με τη συγγραφέα του βιβλίου, Ρένα Λούνα.

Συνέντευξη στον Γιώργο Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη

1. Τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτό το βιβλίο; Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή συναίσθημα που λειτούργησε ως αφετηρία;

Υποθέτω πως δεν υπήρξε μια ξεκάθαρη αφετηρία και πως δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση την οποία υπηρέτησα, αλλά διαφορετικές μεταξύ τους στιγμές που τελικά, ενώθηκαν.

Εάν ακολουθήσω κάποιο κουβάρι μνήμης, σχετικά με την έμπνευση μιας κληρονομιάς που έρχεται να αναστατώσει και να αποδιοργανώσει τη ζωή του πρωταγωνιστή μου, θα οδηγηθώ στα χρόνια του σχολείου, σε ένα μπεζ βιβλίο νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, με τον πίνακα του Πικάσο στο εξώφυλλο, «Στην Ακρογιαλιά». Αυτή η ανθολογία λειτούργησε ως καταλύτης. Εκεί είχα βρει την «Κληρονομιά», ένα εκτενές διήγημα ή μικρή νουβέλα, του Μωπασσάν που μου είχε φανεί πολύ γοητευτικό. Η ιστορία των Λουντμίλων δεν έχει καμία σχέση με όσα εξέτασε ο Μωπασσάν, όπως η κοινωνική αναρρίχηση, η γρήγορη ανέλιξη στις βαθμίδες και η εμμονή με την κερδοφορία, αλλά πρόκειται για την ιστορία ενός χωρισμού και τον ρόλο της μνήμης.

Με είχε συνεπάρει μια κίνηση όπως αυτή: ένα αναπάντεχο κληροδότημα, το οποίο δεν έχει πια καμία σημασία για τον νεκρό, αλλά μπορεί να προκαλέσει σεισμούς στις ζωές όσων ανυποψίαστων ονοματίζονται στη διαθήκη. Μπορεί να είναι μια πράξη καλοσύνης ή και τιμωρίας, ευεργεσίας ή κυνισμού. Ο νεκρός στέκεται στο κέντρο της ιστορίας, σιωπηλός, ενώ βασανίζονται μόνο όσοι θα ασχοληθούν με αυτό το διαδικαστικό ζήτημα, που εάν κανείς πενθεί, μόνο τυπικό δεν είναι. Από τη μια πλευρά έχουμε το μεγαλύτερο ξερίζωμα της ψυχής κι από την άλλη, έναν κύριο που μας δίνει το στυλό και μια φόρμα για να συμπληρώσουμε.

Μου αρέσουν οι ιστορίες τις οποίες ακούμε ή διαβάζουμε όταν πλέον είναι πολύ αργά για να πράξουμε το οτιδήποτε – αυτή ματαίωση είναι για εμένα μια λογοτεχνική περιπέτεια που οδηγεί σε διακλαδώσεις άλλων πιθανών ζωών, όπως η συκιά της Σύλβιας.

2. Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε στη συγγραφή; Ξεκινάτε με μια κεντρική ιδέα ή αφήνετε την ιστορία να εξελιχθεί οργανικά;

Η υπέρμετρη φιλοδοξία μου είναι να υπάρχει μια κεντρική ιδέα που να με συναρπάζει, ένας ξεκάθαρος «σκελετός» και μια γραμμική έρευνα που θα με περιορίζει σε ένα πλαίσιο, αλλά και θα εμπνέομαι εντός του.

Ωστόσο, μέχρι στιγμής καταλαβαίνω πως αυτό δεν είναι παρά ένα ιδανικό και συχνά είναι καλύτερο το να μην το ακολουθώ. Όπως όταν ξεκινάς να μαγειρέψεις κάτι καινούριο, έχεις τη συνταγή, έχεις τα υλικά και ελπίζεις όλα να πάνε σωστά. Ξαφνικά όμως το μπλέντερ κοπανιέται εκτός ελέγχου, το μίγμα σου έχει άλλο χρώμα απ’ ότι θα έπρεπε, οι ντομάτες βγάζουν πόδια και τρέχουν μακριά σου, ενώ στο σαλόνι γίνεται μια εξωφρενική παρέλαση από τα μαχαιροπίρουνα. Αυτό που έφτιαξες; Έχει κολλήσει στο ταβάνι, κρατιέται εκεί ψηλά, ενώ εσύ στέκεσαι από κάτω του με μια πιατέλα, περιμένοντας το να προσγειωθεί, για να δεις πώς μοιάζει τελικά. Ίσως έφτιαχνες κρέπες και βγήκε ομελέτα, ίσως είναι χάλια, ίσως όμως και να είναι νόστιμο με έναν τρόπο που δεν είχες φανταστεί στην αρχή.

Όσο και να προετοιμαστεί κανείς για μια ιστορία, πιστεύω πως πάντοτε θα υπάρχει εντός της το πιο αναπάντεχο υλικό: ο γραφιάς της, ο οποίος μέσα από αυτή παρατηρεί και μελετά το περιβάλλον του και τον εαυτό του, κάτι που μάλλον δεν είχε ιδέα πως έκανε, με τον τρόπο που κατέληξε να το κάνει.

3. Πώς επιλέξατε τους χαρακτήρες σας; Υπάρχουν πτυχές του εαυτού σας σε αυτούς;

Οι αποφάσεις που είχα σχεδιάσει πως θα πάρουν μου είπαν τι χαρακτήρα θα έχουν. Κάποιος που μένει απομονωμένος και δεν σπάει ποτέ την πεισματική σιωπή του, μάλλον είναι ανά στιγμές εγωιστής και περήφανος. Αλλά την προηγούμενη ημέρα, πριν καν ξεκινήσει η αφήγηση, ήταν με έναν φίλο του· μάλιστα ο ίδιος του ζήτησε να τον επισκεφθεί. Άρα ίσως υπήρξε εξωστρεφής ως νέος και μάλλον του λείπει να έχει παρέα και να ανταλλάσσουν ιστορίες, πίνοντας και τρώγοντας.

Κάποια που αναμασάει τα ίδια, ξινά και απαράλλαχτα γεγονότα για τόσα χρόνια, μάλλον ζει στο παρελθόν και αρνείται να αντιμετωπίσει τα καταθλιπτικά της στοιχεία. Κάποια που μετατρέπει τη κηδεία της σε αμήχανη μάζωξη εραστών, μάλλον έχει χιούμορ. Αυτές οι πράξεις αποκάλυψαν τους χαρακτήρες τους, αλλά προκειμένου να μην είναι χάρτινοι χαρακτήρες, απέκτησαν παρελθόν, συγκρούσεις και αμφιθυμίες, που προέκυψαν από όσα ποτέ ήλπιζαν να καταφέρουν, από όσα ήλπιζαν να έχουν. Ο Λουντμίλος ήλπιζε να πεθάνει ήσυχος και ανενόχλητος, ενώ η Λουντμίλα ήλπιζε να γυρίσει ο Λουντμίλος· ήλπιζε για τα λόγια και την παρουσία του. Ήθελα να τους απογοητεύσω και τους δύο.

Ναι, υπάρχουν πτυχές μου παντού διάσπαρτες. Πιο κοντά μου νιώθω τον Ουμπέρ, τον συμβολαιογράφο: πάντα έχω διάθεση για φιλίες εάν ταιριάξω με άλλους. Πάντα έχω όρεξη να πάω κάπου εάν κάποιος φίλος με χρειαστεί και ευχαρίστως θα κουβαλούσα γάτες από σπίτι σε σπίτι προκειμένου να σωθούν. Επίσης: όσο πιο δυσάρεστη είναι μια κατάσταση, τόσα περισσότερα ακατάλληλα αστεία λέω.

4. Στο βιβλίο σας, παρατηρείται και μια φεμινιστική κριτική στον πρωταγωνιστή της ιστορίας. Ποιες είναι οι κύριες φεμινιστικές ιδέες που επιλέξατε να προβάλετε στο βιβλίο και γιατί;

Είμαι φεμινίστρια άρα δεν θα χρειαζόταν να ενορχηστρώσω ένα σχέδιο προκειμένου να γράψω κάτι φεμινιστικό, υποθέτω ό,τι γράφουμε είναι το αβίαστο αποτέλεσμα των συμπερασμάτων και των αφηγήσεών μας. Μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ ή περπατώντας στον δρόμο μπορεί να ξεκινήσει φεμινιστικό διάλογο.

Η πρωταγωνίστριά μου έχει πολλά προνόμια: οικονομικά, ελευθερίας, μόρφωσης. Πολλές επιστολές της γράφτηκαν τη δεκαετία του 1930 κι εκείνη, όπως είδαμε από τη βιβλιοθήκη της, είχε έρθει σε επαφή με γυναικεία λογοτεχνία και φεμινιστική ματιά. Οι σκέψεις της ήταν προϊόν αυτών αλλά και της παρατήρησής της. Για εκείνη έχει αποκαλυφθεί μια πικρή πραγματικότητα την οποία δεν μπορεί να αλλάξει, αλλά επίσης δεν μπορεί και να αναιρέσει το ότι την είδε.

5. Τι ελπίζετε να αποκομίσει το κοινό από την ανάγνωση του έργου σας; Ποιο είναι το κεντρικό μήνυμα που θέλετε να μεταδώσετε;

Τίποτα και κανένα. Διαβάζω για τη χαρά της ανάγνωσης και αυτό έχω συχνά στο μυαλό όταν γράφω.

 

Ο Γιώργος Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας, μεταφραστής, βιβλιοκριτικός και υπεύθυνος της γραμματείας του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας ΙWPR.  Προσφάτως κυκλοφόρησε το πρώτο αφιέρωμά του πάνω στην Μπιτ Ποίηση από το περιοδικό των εκδόσεων Οδός Πανός, τεύχος 200.