Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος

Μια «διπολική» προσέγγιση στο «Ίκλι αβρίκ» της Μαριάνθης Νταφούλη

Έχετε ανέβει ποτέ σε μηχανή μεγάλου κυβισμού; Έχετε νιώσει την αίσθηση ελευθερίας που χαρίζει; Συγχωρέστε με σας μιλάω σα διπολικός πάσχων άνθρωπος. Από τον ένα πόλο σας βλέπω με την ανοιχτωσιά μιας ευρύχωρης θηλιάς που μου χαρίζει η ιεροσύνη και απ’ την άλλη με την ευρυχωρία περιορισμένης ευθύνης που μου χαρίζει η ποίηση της οποίας σκύλος ειμί. Αυτοί οι δύο πόλοι ορίζουν κομμάτι του σύμπαντος που με περιβάλλει «με αγάπη και προδερμ».

Ας μιλήσουμε όμως σοβαρά για το βιβλίο της Μαριάνθης « Ίκλι αβρίκ»

Συναντήθηκα με την Μαριάνθη , αφού είχα διαβάσει το βιβλίο της μονορούφι– κι ενώ εκείνη καίγονταν- ένα ζεστό λαρισαϊκό μεσημέρι σε ένα καφέ πάνω από ένα φούρνο που ξεφούρνιζε μεσημεριάτικα ψωμί. Πίστευα ότι δεν είχαμε τίποτα ιδιαίτερο να πούμε αλλά το μυθιστόρημα που πριν είχα διαβάσει εκπυρσοκρότησε μέσα μου και με καθήλωσε -για τρεις ώρες και βάλε- και έτσι αναγκάστηκα ιερέας εγώ να εξομολογούμαι στη Μαριάνθη τον ενθουσιασμό μου για το πόνημά της.

Την περίοδο του εγκλεισμού βολτάριζαν με μηχανές στο δωμάτιό μου ο Ζωρζ Μπερνανός και για κόντρα ήρθε ο Αββάς Ζουλιέν. Ο ένας συγγραφέας σπουδαίος κι ο ο άλλος φιλάνθρωπος και ηγούμενος που το κοινό τους στοιχείο- εκ πρώτης όψεως- ήταν η αγάπη για της μηχανές. Το αναφέρω γιατί στο βιβλίο της Μαριάνθης υπάρχει η καθηλωτική περιγραφή μιας βόλτας με μηχανή των πρωταγωνιστών. Η γραφή της ακολουθεί την ταχύτητα της μηχανής καταγράφοντας ταυτόχρονα μικρά στιγμιότυπα- λεπτομέρειες.

Αυτό απαιτεί ιδιαιτέρες συγγραφικές ικανότητες. Προσπάθησα μάταια να το κατατάξω το μυθιστόρημα σε κατηγορία. Είδα ότι το περιεχόμενό του είναι πολιτικό, αστυνομικό, καταγγελτικό για τον ρατσισμό, ύμνος για την φιλία, για τον αληθινό έρωτα, για την αγάπη της ίδιας της ζωής. Μέσα του οι χαρακτήρες του είναι κατσίβελοι, τουρκόσποροι, παλιοκουμούνια, γύφτοι, παστρικές, χουντικοί θρησκόληπτοι, πολιτικοί κρατούμενοι ξυπόλυτα παιδιά και εραστές. Αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπινων χαρακτήρων περιγράφει την τωρινή και λίγο πιο πίσω χρονικά ιστορία του πολύπαθου αυτού τόπου. Αυτό που υφαίνει με εξαιρετική τεχνική είναι οι παράλληλες ιστορίες από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα. Ο κόσμος του περιθωρίου περιγράφεται με τη ντοστογιεφσκική προοπτική που στην αφήγηση διατηρεί την ελπίδα και την αγνότητά του. Η γραφή της παρουσιάζει έντονα λεπταίσθητες αποχρώσεις ποιητικές κι άλλοτε πιο πεζές όπως το απαιτεί ο ρυθμός της αφήγησης που δεν είναι σταθερός αλλά μεταβάλλεται σαν ανθρώπινο χτυποκάρδι, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Εντυπωσιακή σκηνή που η σήψη και ο θάνατος ως στοχασμός του ήρωα ακολουθεί την πτώση ενός νεραντζιού που σκάει με ορμή στο δρόμο και διαλύεται.

Μέσα στο σύμπαν της Μαριάνθης υπάρχουν αναφορές στην χριστιανική πίστη και τη ζωή της εκκλησίας. Αυτό που για μένα είναι σπουδαίο συγγραφικά είναι η ώριμη κριτική για την ξεπεσμένη και συμβιβασμένη εκκλησιαστική πραγματικότητα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Το παιδικό βλέμμα είναι αυτό που εντοπίζει μέλισσες, σφήκες, μπάμπουρες, σερσέγκια, αλογόμυγες, μύγες και ελικοπτεράκια μαύρα, καφέ και πρασινολαμέ, δηλ. σαφή και ξεκάθαρα πράγματα.

Μέσα στο αφήγημα της Μαριάνθης γίνεται σαφές ότι όταν δύο άνθρωποι ερωτεύονται γίνονται ο Αδάμ και η Εύα πίνουν μπίρες και ανακαλύπτουν στα γυμνά σώματά τους ότι ως πρωτόπλαστοι δεν έχουν αφαλό. Το ερωτικό σώμα δεν είναι πρόστυχο στην ευαισθησία και η αγνή ματιά της συγγραφέως .

Μια λέξη που με χτύπησε κυριολεκτικά είναι η λέξη «βολή». Το βόλεμα που είναι στασιμότητα και μυρίζει θάνατο. Από αυτό τρέχουν να σωθούν οι πρωταγωνιστές. Από τις έτοιμες λύσεις που προσφέρονται για ευρεία κατανάλωση, από κάθε λογής ερμηνείες, από τις υπαρξιακές βεβαιότητες ακόμα κι απόδραση από τον ίδιο τον ανολοκλήρωτο εαυτό. Για να αποδράσει κανείς χρειάζεται « να τρυπήσει το πρώτο τσιμέντο» μας λέει η συγγραφέας μέσω της γριάς Ευδοκίας περιγράφοντας μια απόδραση από τη φυλακή. Το τσιμέντο της καρδιάς χρειάζεται να τρωθεί μας λένε και οι πατέρες της εκκλησίας για να αλλάξει ο άνθρωπος και να μη γευτεί θάνατο.

Ο τίτλος ίκλι αβρίκ -βγες έξω- για μένα τον διπολικό που λέγαμε στην αρχή είναι το πατερικό «φεύγε και σώζου» μην βολεύεσαι σε καμία βεβαιότητα. Οι καυσοκαλυβίτες άγιοι καίγανε το προσωρινό καλύβι τους γι αυτό τον λόγο. Οι πρωταγωνιστές της Μαριάνθης δεν βολεύονται αλλά ψάχνουν την αλήθεια έστω κι αν τρέφονται απ’ τα πικροράδικα του Νίτσε.

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας!