Ευσταθία Ματζαρίδου

ΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ 

Με το ξύπνημα, του έλεγε, να πας στην παστρικιά σου. Ήμαρτον, γυναίκα, γυναίκα, ήμαρτον, της απαντούσε. Ώσπου μια μέρα πήρε το κατσαβίδι και, μπροστά στα παιδιά, το κάρφωσε στην καρδιά της. Έφαγε είκοσι χρόνια φυλακή. Όταν βγήκε, άνοιξε ένα περίπτερο. Πουλούσε τσιγάρα και καραμέλες. Άνθρωπος δεν πατούσε. Κάπνιζε τα τσιγάρα ο ίδιος και κερνούσε τις καραμέλες στα παιδιά. Περνούσαν παιδιά απ’ το δρόμο, άνοιγε το παραθυράκι και έλεγε “παιδιά καραμέλες, καραμέλες βουτύρου και καραμέλες ζαχαρωτές”. Έτρεχαν αυτά και, πριν τα πάρει κανένα μάτι, άρπαζαν βιαστικά τις καραμέλες και τραβούσαν για το περίπτερο του αναπήρου πολέμου, να κάνουν τα ψώνια που τους είχαν παραγγείλει οι μανάδες τους.