Ένα ποίημα για τους γονείς μας
Γονείς
καλοί γονείς
αριστεροί
μετριοπαθείς
ονειρευτήκατε παιδιά την επανάσταση
ούτε επιδεικτικά ούτε και στα κρυμμένα
γονείς
καλοί γονείς
δεν συνδικαλιστήκατε
αλλά ούτε και προστρέξατε σαν τόσους άλλους στο ΠΑ.ΣΟ.Κ
να βολευτείτε
να βολέψετε
να φάτε
αφήσατε πίσω σας τον Ρήγα και την Πανελλαδική
Μαοϊκούς και Χότζα
πέσατε με τα μούτρα στη δουλειά
κάνατε κάποιοι διδακτορικά
ρευστοποιήσατε άρον-άρον την απογοήτευση
επενδύσατε τα πάντα στα παιδιά σας
είδατε ν’ ανεβαίνουν οι μετοχές τους στο χρηματιστήριο
μια φούσκα
τα χάσατε όλα
στα εξήντα πέντε σας
γονείς
καλοί γονείς
φασίστες τώρα.
Ένα ποίημα για μένα τον ίδιο
Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
ένα τυφλό παράθυρο
μι’ ανύπαρκτη διάσταση.
Η ρωγμή στο ετοιμόρροπο τείχος.
Είμαι εκείνη η πόλη που κρύβω μέσα μου
γκρίζα και σκοτεινή
που κατοικώ από παιδί
[τα σύννεφα μαζεύονται
και πυκνώνουν
φυσάει βοριάς και βρέχει
έρημες λεωφόροι
οι δρόμοι νεκροί
τα βήματά μου αντηχούν στα σοκάκια
σιωπή]
είμαι μια πόλη δίχως κατοίκους
νεκρή.
Είμαι το πρόσημο μιας χειρονομίας
χωρίς αντίκρισμα
ένας ανελκυστήρας εκτός λειτουργίας
σε κάποια ουρανομήκη οικοδομή.
Είμαι μια περιστρεφόμενη πόρτα που περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό της
εγκλωβίζοντας όποιον τολμά και εισέρχεται
σε μια ατέρμονη λούπα.
Είμαι ένα τυφλό παράθυρο που κοιτάζει τον εαυτό του
τραυματίζοντας θανάσιμα με το γυλιό της όρασης
μια συνείδηση τούβλα.
Είμαι μια πόλη δίχως κατοίκους που κατοικεί τον εαυτό της
πηδώντας τον άνεμο που τη διέρχεται
ζητώντας ταυτότητα
[τους δρόμους σαρώνοντας
μικρό παιδί περπατώντας
στον ουρανό σκοτεινιάζοντας
τα σύννεφα κι
άλλο
δίνη
τα χέρια στο στόμα χωνί
καμία φωνή
και μεγαλώνει
συνέχεια
μεγαλώνει το παιδί
δεν αλλάζει
η πόλη
περιπλανιέται
τα χρόνια περνούν
ο χρόνος όχι]
Είμαι η κυλιόμενη σκάλα στα έρημα Mall που καταπίνει τον εαυτό της
και τον ξερνά απ’ την άλλη μουγκρίζοντας
είμαι ο χρόνος που δεν έχω
η συνείδηση του μέλλοντος που στερούμαι
είμαι ο χρόνος μέσα στον χρόνο
η φωνή πίσω από τη φωνή μου.
Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
περνάς από μέσα κι εξαφανίζεσαι χωρίς κανένα ίχνος
περιφέρεσαι σε κάποια ανύπαρκτη διάσταση
και χάνεσαι – είμαι
το μάταιο θυρόφυλλο στο βάθος κάποιου κήπου
ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΑΠΑΙΣΙΑ ΑΧΡΗΣΤΕΜΕΝΗ ΠΟΡΤΑ
σφηνωμένη σ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο
που δεν οδηγεί πουθενά
περνάς από μέσα κι εξαφανίζεσαι χωρίς κανένα ίχνος
όπως εξαφανίζεται η ρωγμή στο τείχος
διανοίγοντας ανίδωτους δρόμους στη ραχοκοκαλιά της πέτρας.
Είμαι μια πόρτα που δεν οδηγεί πουθενά
μια πόρτα για τα χαμένα παιδιά.
Ένα ποίημα για την κόρη μου
Κόρη μου εσύ μονάκριβη πως θα με συγχωρήσεις;
Για όλο το κακό που σου ‘κανα
τις μάταιες εμμονές μου
τα όνειρα μου που ξαστόχησαν, όλες τις άστοχες βουλές μου;
Εδώ που πια η πρόθεση κωλόχαρτο, άγος η επιβίωση
κι η φαντασία σκουπίδι;
Όταν η ουτοπία που μόχθησα για σένα μόνος μου να στήσω
συνθλίβεται και σβήνει καθώς μέσα στην νύχτα σβήνοντας
άλλων παιδιών ξεφωνητά από το φρικαλέο Λούνα Παρκ
που οι δυο μας ξένοι από μακριά παράταιροι κοιτάμε;
Πώς να σε πείσω για το δίκιο μου όταν μου λες πεινάω;
Όταν κρυώνεις μες στο σπίτι μας και σου φορώ κουρέλια;
Κι αν αρρωστήσεις, Θεέ μου, ω μη γένοιτο
σε τι γιατρό, με τι λεφτά θα τρέξω;
Που να προσδράμω, κόρη μου, και που να καταφύγω;
Που να σε οδηγήσω; Σε ποιο λιμάνι ασφαλές, σε ποια γωνιά του κόσμου;
Το μικροσκοπικό χεράκι σου στο χέρι μου
τα μάτια σου στα μάτια μου
μη μ’ εμπιστεύεσαι καρδιά μου θέλω να σου πω
μα πώς να το εκστομίσω;