Ο Αλέξης Δαμιανός (21 Ιανουαρίου 1921 – 4 Μαΐου 2006) ήταν Έλληνας σκηνοθέτης του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου.Γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1921 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ιδρυτής του «Πειραματικού Θεάτρου» και του Θεάτρου “Πορεία”, όπου σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα. Είχε σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μεγάλου μήκους που είναι σημαντικότατες για τον ελληνικό κινηματογράφο (η Ευδοκία θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη ελληνική ταινία που έχει γυριστεί ποτέ).Απεβίωσε στις 4 Μαΐου 2006.


Ο Αλέξης Δαμιανός σε απόσπασμα από εκπομπή αφιέρωμα του Λάκη Παπαστάθη.


Αλέξης Δαμιανός: Η πολιτική απαίσιο εφεύρημα 

Πάθος δεν έχω για τίποτε. Πάθος έχω μόνο για την πίστη μου ότι ο Παράδεισος δεν έχει χαθεί. Υπάρχει αλλά δεν τον βλέπουμε. Είναι η κατάρα του Οιδίποδα, το «νους ορά και νους ακούει», που είπε αργότερα ο Ιησούς, η διαρκής δυνατότητα του ανθρώπινου όντος  να αποκαλύπτει τη μεγαλοσύνη της ζωής. Η τεχνολογία είναι ένα εργαλείο όπως το πιστόλι το μπαρούτι. Το είχαν οι Κινέζοι, οι τόσο συκοφαντημένοι σαν «κίτρινος κίνδυνος». Αλλά είναι η δυτική νοοτροπία υπεύθυνη για την κακή του χρήση. Το μπαρούτι ο Νόμπελ το έκανε θάνατο. Κι έμεινε το βραβείο του να αντιπροσωπεύει ένα πολιτισμό θανάτου. Ο άνθρωπος συμπεριφέρεται με την τεχνολογία σαν ένα κρετίνικο παιδί που κραυγάζει και χρησιμοποιεί τα εργαλεία του μέσα σε μια έννοια παιχνιδιού και εκμετάλλευσης. Χωρίς συνείδηση του τι είναι αυτό που θα μπορούσε να του προσφέρουν. Δεν θεωρώ τίποτε λάθος. Κάθε τι είναι ένα δυναμικό που θα μπορούσε να είναι συν ή πλην. Έχω το αυτοκίνητο και για να πάω στην Αθήνα θέλω δύο ώρες, όταν κάποτε με τα πόδια έκανα μια…(…) Προσπαθώ να μιμηθώ τη ζωή με την εξυπνάδα και το μυαλό, έχω χάσει όλες τις δυνατότητες της ελευθερίας μου. Κάποτε με το ένστικτο μου, με τη συλλογική μνήμη του κυττάρου, ήξερα τι θα φάω. Τώρα πρέπει να το μάθω κι αυτό. Θα στο πω με ένα παράδειγμα.Είχα κάποτε μια φοράδα κι εκεί που την έδενα για βοσκή είχε φυτρώσει χασίς. Εγώ κοίταζα κι έλεγα τι να είναι αυτό, καναπίτσα θα είναι, λυγαριά. Πήγαινα λοιπόν τη φοράδα κάθε φορά και τη έβαζα να το φάει, αλλά αυτή ούτε να το μυρίσει. Αναπηδούσε, έκανε ανορθώσεις, έδειχνε την αηδία της με κάθε τρόπο.Εγώ κατάλαβα πολύ αργότερα από αυτήν ότι ήταν χασίς… Εμείς χρειαζόμαστε μια επίπονη ιστορική κι εμπειρική παιδεία για να αποκτήσουμε τη γνώση αυτή.

Και ξέρεις, εγώ θεωρώ μια από τη σημαντικότερες παιδείες το στρατό. Ο στρατός δεν είναι μια εφεύρεση της πολιτικής. Όλες οι πρωτόγονες φυλές, έχουν κάποιο είδος στρατιωτικής παιδείας για τους εφήβους. Όχι για να κάνουν πόλεμο, μα για γνωρίσουν τη ζωή. Κάποιες φυλές στη Νότια Αφρική βάφουν τους εφήβους με ανεξίτηλη λευκή μπογιά και τους διώχνουν για δύο χρόνια στη ζούγκλα. Πρέπει να νικήσουν, να νικηθούν και να κάνουν τον κύκλο, να γυρίσουν στη φυλή χωρίς τη μπογιά, γιατί η μπογιά είναι όνειδος. Κι όταν έρχεται η γέμιση του φεγγαριού που όλοι περιμένουν, γυρίζουν από τη δοκιμασία και τους περιμένουν οι κοπελίτσες, έτοιμες να γίνουν μητέρες πια, και γίνεται το νυφοπάζαρο… Έχω γράψει το Ερυσίχθονα, που ήταν ο πρώτος Οιδίποδας της μυθολογίας μας, γι’ αυτό. Που γυρίζει θριαμβευτής από το δοκιμασία του Καιάδα. Όπως κι οι Ινδιάνοι, που πρέπει να γυρίσουν έχοντας πάρει τα νύχια του αετού. Πώς θα τα πάρουν, πώς θα ανεβούν εκεί ψηλά πως θα παλέψουν με τον αετό, τι πρέπει να μηχανευτούν… Αυτό όμως είναι μια παιδεία. Όπου πραγματικά θα καταλάβεις, την αλληλεγγύη των ανθρώπων, θα γευτείς την άμιλλα σαν τον ύστατο νέκταρ της ζωής, θα αγαπήσεις το συναγωνιστή σου και τον καλύτερο σου που παλεύετε τον ίδιο αγώνα. Κι έτσι κάθε φορά προχωρά το όριο των επιτεύξεων σου κι αυτό σου δίνει χαρά. Γιατί για τους ανθρώπους που αμιλλώνται και δεν ανταγωνίζονται η ζωή είναι γιορτάσι Δεν είμαι ηθοποιός. Είμαι ένας άνθρωπος που προσπαθώ να αναπλάσω τη ζωή μέσα από τις δραστηριότητες που μου έχουν δοθεί ως στοιχεία. Όπως τα πέτρινα δόρατα που βρίσκουμε στα πανάρχαια σπήλαια ή τα ντολμέν που αποκαλύπτουν την πανάρχαια γνώση. Έγινα ηθοποιός από βιοπορισμό και από ασικλίκι. Έπαιξα στη τηλεόραση από πείσμα, όταν κάποιοι με προκάλεσαν ότι κάνω ποιοτικό θέατρο, επειδή δεν μπορώ να κάνω κάτι ζωντανό και εμπορικό. Και θύμωσα τόσο που πήγα στον «Παράξενο Ταξιδιώτη» κι όταν έφυγα από τη τηλεόραση είχα το καλύτερο κασέ, αλλά ντρεπόμουν γιατί το θεωρώ αίσχος αυτό που έκανα.[Το να είσαι σκηνοθέτης] Είναι κάτι σαν αναγκαιότητα. Το να βγω και να κηρύττω το λόγο του Ιησού  μπορώ να το κάνω εμπόρευμα; Βέβαια το σελιλόιντ  είναι εμπόρευμα και οι εταιρείες σε εκμεταλλεύονται όπως οι νταβατζήδες τις πουτάνες. Έχω να σου πω μια κοινωνική  πρόταση. Αυτοί σου λένε τις θέλεις; Κατέβαινε. Αυτόν τον ρόλο τον ανέχεσαι και είναι μια δέσμευση. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.Όταν πρωτοβγήκε [η «Ευδοκία»] συνάντησε τη σιωπή και την εχθρότητα. Το διάβασα λοιπόν και γέλασα [ότι σήμερα έχει αναγνωριστεί ως μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες]. Ήμουν ταλαιπωρημένος και λασπωμένος από όργωμα. Εγώ δεν μπορώ να κάνω ένα έργο για να πάρω ένα βραβείο. Κι όταν κάνω το μοντάζ είμαι καταστρεπτικά δωρικός. Πετάω αριστουργήματα, γοητευτικά πράγματα, για να μείνει το έργο να μιλήσει μόνο του. Και δεν με ενδιαφέρουν οι διανοούμενοι. Με ενδιαφέρουν οι απλοί συνάνθρωποι μου. Η Ευδοκία ήταν δύο χρόνια στο συρτάρι της εταιρείας και όταν βγήκε έκανε σε μια εβδομάδα 95.000 εισιτήρια. Γιατί τότε ήθελα πια να την καταστρέψω. Γιατί το «Μέχρι το πλοίο» μου αρέσει πιο πολύ. Είναι ατελέστερο και το αγαπώ γιατί ήταν η πρώτη μου μάχη.(…) Εγώ ήμουν και είμαι πάντα σε σιγηλή διείσδυση. Προσπαθώ να συναρτήσω το ανατρεπτικό περιεχόμενο της ζωής και των πράξεων του ανθρώπου. Δεν με ενδιαφέρουν οι ρυθμοί. Έχω μια πρόταση για τους συνανθρώπους μου και χρειάζεται μια συνεχής τριβή και απόπειρα ισορροπιών και μια προετοιμασία για να βρεις την κατεύθυνση πραγμάτωσης. Μου έδωσαν κάποτε πολλά λεφτά για να ανεβάσω τους Πέρσες και να γυρίσω τους Μαυρόλυκους. Αρνήθηκα γιατί δεν είμαι έτοιμος. Ανταγωνιστικότητα; Οι Έλληνες ένα μόνο πράγμα μπορούμε να κάνουμε ανταγωνιστικό, πνευματικές πράξεις, κι όχι να μιμηθούμε τη γιγαντιαία  κινηματογραφική βιομηχανία που αναζητεί διακαώς το μέγα τίποτε, μέσα από φουρφουλένια και εντυπωσιακά πράγματα που δεν λένε ποτέ πράγματα με το όνομα τους. Οι Έλληνες πρέπει να κάνουν τραγωδίες. Έχουμε ένα ναό έτοιμο. Έχουμε μια ευθύνη. Έχουμε κάτι που κανένας άλλος λαός δεν έχει αγγίξει.(…) [Ο «Ηνίοχος»] είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής διαδρομής από το Αλβανικό Έπος έως τις μέρες μας, το πως διαγράφει αυτή την ιστορική καμπύλη ένας σεμνός άνθρωπος. Ηνίοχος είναι το ψευδώνυμο που έχει όταν μπαίνουν οι Γερμανοί και που προέρχεται από την αποκαλυπτική σχέση που έχει με το ομώνυμο άγαλμα.

(αποσπάσματα από συνέντευξη του Αλέξη Δαμιανού 

στον δημοσιογράφο Γιάννη Κιμπουρόπουλου. 

Δημοσιεύθηκε στο Auto Week, 

ένθετο περιοδικό του Επενδυτή)

*

Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Ο Λ. Παπαδόπουλος αρνήθηκε να βάλει στίχους και ο λοχίας ήταν ερασιτέχνης ηθοποιός,που τον διάλεξε ο σκηνοθέτης σε καυγά στην Ν.Ερυθραία…

Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας Δύο μερόνυχτα χρειάστηκαν για να γυριστεί η σκηνή της ταινίας “Ευδοκία” του Αλέξη Δαμιανού, με το περίφημο ζεϊμπέκικο. Σε ένα ταβερνάκι της Κάτω Κηφισιάς, ένας νεαρός λοχίας (Γιώργος Κουτουζής), χορεύει για τα μάτια της Ευδοκίας ζεϊμπέκικο. Ο ηθοποιός χορεύει το τραγούδι «η άτακτη» του Μάρκου Βαμβακάρη, επειδή ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός δεν είχε βρει ακόμα ποιος θα συνέθετε τη μουσική για την ταινία του. Ο ηθοποιός Χρήστος Ζορμπάς, που έπαιζε στην ταινία το νταβατζή της Ευδοκίας, του μίλησε για έναν νέο ταλαντούχο συνθέτη που θα το έκανε ευχαρίστως χωρίς να ενδιαφέρεται για παχυλή αμοιβή. Αρχές του καλοκαιριού του 1971, ο Δαμιανός και ο Λοΐζος δίνουν τα χέρια και ο συνθέτης ξεκινά να γράφει τη μουσική για την ταινία. Ο Μάνος Λοίζος Ο Μάνος Λοΐζος Ο Μάνος, αρχικά έπαιξε τη μελωδία του θρυλικού ζεϊμπέκικου με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη και τον τζουρά του. Τελικά στην ηχογράφηση πείθει το Θανάση Πολυκανδριώτη να παίξει και αυτός με ένα παλιό τζουρά και όχι με το μπουζούκι. Έτσι ο ήχος ήταν πιο οξύς και αυθεντικός. Κάποια στιγμή, ο Λοΐζος ζήτησε από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να βάλει στίχους στο ζεϊμπέκικο. Ο Παπαδόπουλος απέδειξε πόσο μεγάλος στιχουργός ήταν, όταν αρνήθηκε να γράψει λόγια μαγεμένος από τη μελωδία. Οι στίχοι θα χαλούσαν το υπέροχο τραγούδι, είπε. Ο Μάνος πείστηκε και το ζεϊμπέκικο έφθασε στο κοινό μόνο με τις νότες που παρέσυραν στο ρυθμό τους τους πάντες. Ο “λοχίας” Γιώργος Κουτουζής Ο «λοχίας» Γιώργος Κουτουζής Ο κινηματογραφικός λοχίας που χορεύει το ζεϊμπέκικο Πρωταγωνιστής της ταινίας του Αλέξη Δαμιανού “Ευδοκία”, ήταν ένας λοχίας. Ο σκηνοθέτης έψαχνε το ιδανικό πρόσωπο. Ήθελε έναν όμορφο νεαρό που να μην έχει σχέση με την υποκριτική και τον βρήκε στο πρόσωπο του Γιώργου Κουτουζή, ενός νεαρού οικοδόμου από την Καβάλα, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. 

Ο Δαμιανός τον συνάντησε τυχαία στην Νέα Ερυθραία έξω από ένα καφενείο, να προσπαθεί να αμυνθεί σε έναν καβγά. Ήταν καμιά τριανταριά μαζεμένοι εναντίον του κι εκείνος για να προστατευθεί είχε σηκώσει ένα μηχανάκι στον αέρα, απειλώντας να το πετάξει επάνω τους. Μόλις είδε τη σκηνή από το αυτοκίνητό του ο Δαμιανός είπε, «αυτός κάνει για τον λοχία». Στην αρχή ο νεαρός Γιώργος παρεξήγησε τις προθέσεις του σκηνοθέτη, αλλά πείστηκε να το κάνει μόλις διάβασε το σενάριο. Ο ερασιτέχνης ηθοποιός χόρεψε μοναδικά το τραγούδι, κέρδισε την αναγνώριση κοινού και κριτικών και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την υποκριτική. Η φτώχεια, όπως έχει πει ο ίδιος δεν του άφησε πολλά περιθώρια για σπουδές και για θέατρο. Εργάστηκε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, ως λεβητοποιός και πλέον είναι συνταξιούχος. Από το 1976 είναι παντρεμένος με τη ζωγράφο Σοφία Κουτούζη.

mixanitouxronou.gr 

Aλέξης Δαμιανός: O ποιητής της εικόνας 

Από το 1945, τη βραδιά της πρεμιέρας του πρώτου του θεατρικού έργου, «Το Καλοκαίρι θα θερίσουμε», όταν βρέθηκε σε μια φτωχική παράγκα στις πρώην Στέρνες, του είχε καρφωθεί η ιδέα. Hπιαν φτηνό κρασί με ψωμί – μεγάλη ανέχεια, ακριβώς μετά τον πόλεμο – συντροφιά με ένα ζευγάρι, εκείνη κορίτσι του Λούνα Παρκ, κι όταν ξημέρωσε, είδε σε μια μάντρα επάνω, ξερολιθιά, ούτε στάλα νερό, ένα ραδίκι που είχε ανθίσει μόνο με τον ήλιο! Εκείνη η εικόνα, ενός αγριοράδικου, που επιζούσε χωρίς τίποτα, η Ελλάδα δηλαδή, μαζί με ένα άλλο συμβάν, είκοσι χρόνια αργότερα σε μια παραλία του Σχοινιά -μια λαϊκή κοκότα με τον φίλο της, νταβατζόφατσα, καβάλα σε μηχανάκι να προκαλούν μια παρέα Αμερικανών πεζοναυτών- έγιναν τα ερεθίσματα για την «Ευδοκία», την πιο θρυλική ταινία του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία που στοίχειωσε με την «αισθητική της μπαναλιτέ» τις συγκλονιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών της και την αξεπέραστη μουσική της μια ολόκληρη γενιά. Που για τον δημιουργό της, ηθοποιό, συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό, υπήρξε το ανυπέρβλητό του αριστούργημα.

Γεννημένος στην Αθήνα, στα Πατήσια, τον Ιανουάριο του 1921, με πατέρα γυμνασιάρχη και ψάλτη στην εκκλησία, ο Δαμιανός φοίτησε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, παράλληλα με τη Φιλοσοφική, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη, στον οποίο και όφειλε τη βαθιά και ουσιαστική θεατρική του παιδεία.

Ως νέος ηθοποιός συμμετείχε σε παραστάσεις του Εθνικού, μέχρι να μεταπηδήσει το 1945 στους «Ηνωμένους Καλλιτέχνες», θίασο πρωτοπορίας, κολεκτίβα ηθοποιών ενταγμένων στην Αριστερά. Υπό την καθοδήγηση σκηνοθετών όπως ο Γιώργος Σεβαστίκογλου και ο Γιαννούλης Σαραντίδης, έπαιξε ρόλους ρεπερτορίου, κάνοντας παράλληλα και τις πρώτες συγγραφικές του απόπειρες. Ολοι μιλούσαν για ένα παθιασμένο παιδί του θεάτρου, σπινθηροβόλο, ευαίσθητο, ένας σοβαρός νέος με αγωνίες για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη κοινωνική δικαιοσύνη.

Συμμετείχε στο ιστορικό ανέβασμα του «Ματωμένου Γάμου» του Λόρκα, το 1948 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνικά κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος αποδείχτηκε ο πιο οξυδερκής συμβουλάτοράς του στο χτίσιμο του ρόλου του ως φεγγάρι και παρέμεινε σημαντικός του φίλος έκτοτε. Κάτι που δεν συνέβη με τον Κουν, με τον οποίο ήρθε σε ιδεολογικού, κυρίως, τύπου ρήξη και τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για τη νόθευση του ελληνικού θεατρικού έργου και την «παραπλάνηση» του κοινού από την άκριτη επιλογή εισαγόμενων έργων.

Tον ίδιο-χρόνο ίδρυσε το «Πειραματικό Θέατρο», για να ανεβάσει τα δικά του «Τ’ αγρίμια» και «Το σπιτικό μας», έργα στα οποία η κριτική της εποχής, διέκρινε μια πένα και μια ψυχοσύνθεση -που έμελε να απογειωθεί. Γύρω στα 1956 αποτραβιέται από το θέατρο και ασχολείται για μια τετραετία με αργαλειούς! Με εξαίρεση ένα ραδιοφωνικό «ανέβασμα» του έργου του «Τ’ άλογα», δεν ήταν παρά το 1961, έτος ίδρυσης του «Θεάτρου Πορεία», που η μέχρι τότε διαδρομή και εμπειρία του μορφοποιήθηκαν σε πλήρη καλλιτεχνική αρτιότητα και καθολική αποδοχή. Με «Το ανοιχτό κλουβί», ακόμα ένα έργο γραμμένο από τον ίδιο, κέρδισε τον χώρο της κωμωδίας, ενώ με το «Γεύση από μέλι» της Σίλα Ντελάνι και ?τις «Μικρές αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν, του αναγνωρίστηκε η σκηνοθετική ωριμότητα. Προσωπικοί θρίαμβοι που ?δυστυχώς δεν σήμαιναν και ανάλογες εισπρακτικές επιτυχίες. Ετσι, αναγκάστηκε να ανεβάσει ένα έργο που ελάχιστα εκτιμούσε, καθώς το θεωρούσε κλεμμένο – αντιγραφή ενός ξένου, «Τα κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού.> άρη σ’ αυτό ξελάσπωσε οικονομικά, παίζοντάς το τρεις συνεχόμενες σεζόν. Ηταν όμως τέτοια η απαρέσκεια του γι’ αυτό, που όταν του πρότειναν να το μεταφέρει στον κινηματογράφο, αρνήθηκε. Μα πώς να έκανε μια τέτοια παραχώρηση ένας καλλιτέχνης με το ήθος και το ανάστημα του Δαμιανού; Θα ήταν εντελώς αντίθετο στις αρχές του -την αναζήτηση της αλήθειας και της ελευθερίας, τη μάχη για απεγκλωβισμό από τις δοξασίες που προκαλεί η φτώχεια και η έλλειψη παιδείας, οι ιστορικές και κοινωνικές συνισταμένες-, για τις οποίες μαχόταν λυσσαλέα στη ζωή και στο θέατρο. Μια μάχη που ήξερε ότι ήταν άνιση σε όλα τα επίπεδα.

Καθώς με το «Πορεία» δεν πήγαινε άλλο και κινδύνευε να πάει φυλακή από τα χρέη, το 1964 το έκλεισε. Είχε ήδη στραφεί σε εμπορικούς θιάσους για να επιβιώσει, σκηνοθετώντας και παίζοντας στο εμβληματικό «Οργισμένα νιάτα» του Τζον Οσμπορν με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και στο «Ενα μπλουζ για τον Τσάρλυ» του Τζέιμς Μπόλντουιν με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Μάνο Κατράκη.

Το μικρόβιο του κινηματογράφου το άρπαξε συμμετέχοντας στο «Τζίμης ο Τίγρης», την πρώτη μικρού μήκους ταινία του Παντελή Βούλγαρη, στο «Σύντομο διάλειμμα» του Ντίνου Κατσουρίδη και στον θαυμάσιο «Φόβο», την τελευταία ταινία του Κώστα Μανουσάκη. Σκέφτηκε ότι αυτό που ήθελε να πει, θα το έλεγε στο σελιλόιντ. Γι’ αυτό και γυρίζει το 1966 το «Μέχρι το πλοίο», ταινία βασισμένη στο «Δαχτυλίδι» του Σπήλιου Πασαγιάννη, τη «Νανότα» του Γρηγόρη Ξενόπουλου και ένα δημοτικό τραγούδι. Πρόκειται για την κατάβαση ενός άντρα από το βουνό στον κάμπο κι από εκεί στο λιμάνι προκειμένου να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία. Ενα φιλμ σκληρής ποίησης -καταγραφή αρχέτυπων συμπεριφορών, ένας ύμνος σε πανάρχαιες δομές, μια ελεγεία?με φόντο την ελληνική φύση και πρόσωπα ανθρώπων της υπαίθρου και του μόχθου. Η ταινία κέρδισε παμψηφεί το πρώτο βραβείο ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ και εξασφάλισε διανομή στο Παρίσι. Οι Γάλλοι κριτικοί παραληρούσαν για το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι από την Ελλάδα, αναγκάζοντας τους Ελληνες κριτικούς να εναρμονιστούν με τις απόψεις τους.

Ενα χρόνο μετά έρχεται η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Αλέξης Δαμιανός με τη σύζυγό του Αρτεμη και τα τρία παιδιά τους μετακομίζουν για έναν χρόνο στην Αγγλία. Το σενάριο με τίτλο εργασίας «Η πόρνη και ο στρατιώτης» μπαίνει στην τελική ευθεία. Παραγωγοί ο ίδιος με τη γυναίκα του, ωστόσο αποφάσισαν να βρουν έναν Αγγλο συμπαραγωγό ώστε να προστατεύσουν την ταινία από κάθε λογής επιπλοκές στην Ελλάδα. Ενα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, αυθόρμητο, καθόλου χυδαίο, ερωτικό μέσα από την αθωότητα που εξέπεμπε, η Μαρία Βασιλείου, κυπριακής καταγωγής, από τις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου, επιλέχθηκε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ο λοχίας βρέθηκε σε ένα γιαπί στον Πειραιά. Ενα αγόρι 21 χρόνων, ο Γιώργος Κουτούζης, ωραίος, ψηλός, αψεγάδιαστης αντρικής συμπεριφοράς, έσφυζε από νιάτα και δύναμη, όπως οι Ελληνες μιας άλλης εποχής. Η «Ευδοκία», όπως ήταν ο τελικός τίτλος της ταινίας, το όνομα της ηρωίδας αλλά και το όνομα της μάνας του Δαμιανού, γυρίστηκε στα αγγλικά. Στην ελληνική εκδοχή, η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά ντουμπλάρισε τον κεντρικό ρόλο, με βραχνή φωνή -κράμα χυδαιότητας και πίκρας-, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ερμηνεία της Βασιλείου. Η μουσική του Μάνου Λοΐζου, βασισμένη σε βυζαντινά μοτίβα που έψαλε ο ίδιος ο Δαμιανός για να τον καθοδηγήσει, καθαγιάζει την ταινία. Μερικές εικόνες που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη: το αυθαίρετο σπίτι στα Ανω Λιόσια λουσμένο στο φως (εκπληκτική η φωτογραφία του Χρήστου Μάγκου), με το μπανάλ εσωτερικό του, η ιεροτελεστική επίδειξη ασκήσεων με τη γυμνή διμοιρία κάτω από το λιοπύρι, το τραμπάλισμα με τη σχοινένια κούνια στην Πάρνηθα και το σπαραχτικό γέλιο της Ευδοκίας.

Αυτή η θεϊκή ταινία, λιτή αλλά με την αρχιτεκτονική σύγχρονης τραγωδίας, στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης του 1971 χαντακώθηκε, με εξαίρεση το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου, ενώ πέρασε από άπειρες επιτροπές λογοκρισίας, μέχρι να της δοθεί άδεια προβολής. Παρ’ όλα αυτά, το στοίχημα είχε κερδηθεί, για να δικαιωθεί πλήρως το 1985, όταν η Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου, την ανακήρυξε σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών!

Ο Δαμιανός έκανε είκοσι χρόνια να επιστρέψει στον κινηματογράφο. Στα χρόνια που ακολούθησαν την «Ευδοκία», επέλεξε να αποτραβηχτεί στο χωριό Βασιλικά στη Βόρεια Εύβοια, όπου επιδόθηκε σε βιολογικές καλλιέργειες και το 1979 ανέβασε το «Ανοιχτό κλουβί» με τσοπάνους και αγρότες, παράσταση που είχε να λέει πως ήταν από τις πιο μαγικές στιγμές της καριέρας του! Τόσο αγαπούσε τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, δηλαδή τον απλό άνθρωπο. Μέχρι που μια καταστροφική φωτιά του στέρησε την αγροικία του και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα.

Αυτό για το οποίο αγωνιούσε πια ήταν να αφηγηθεί την τραγωδία τής σύγχρονης Ελλάδας. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια γυρισμάτων και την ολική οικονομική καταστροφή του, καθώς το επίσημο κράτος ήταν απόν και σ’ αυτό το εγχείρημα του σπουδαίου καλλιτέχνη και Ελληνα. Ο «Ηνίοχος» ολοκληρώθηκε το 1995, χάρη στη συνδρομή εκατοντάδων επαγγελματιών και ερασιτεχνών, «ένα κίνημα» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Μια ταινία αφάνταστου λυρισμού, ανυπέρβλητης αισθητικής, ένας αφηγηματικός λαβύρινθος που θα περάσουν χρόνια μέχρι να εκτιμηθεί.

Το τελευταίο του σενάριο δε θα γυριστεί ποτέ. Είναι η ιστορία του Ερυσίχθονα, ενός μυθικού ήρωα που μέσα από την αλαζονεία και τη βουλιμία του φτάνει να φάει τις ίδιες του τις σάρκες, όπως ακριβώς ο σύγχρονος άνθρωπος. Θα ήταν μια ακόμη τεράστια συμβολή του Δαμιανού αν δεν τον είχαν προλάβει οι περιπέτειες της υγείας του και ο πρόωρος θάνατος της κόρης του.

Εφυγε στις 4 Μαίου 2006, σε ηλικία 85 χρονών. Στην κηδεία του, όλοι εκείνοι που όσο ζούσε αδυνατούσαν να τον συνδράμουν, ήταν εκεί!

Ο πολιτισμός των τάξεων:

“Εγώ ήμουν αριστούχος στο Εθνικό, και δίπλα μου προχωράγανε άνθρωποι που όταν τους ρώταγες «ποιος έγραψε την Αντιγόνη», σου απαντούσαν «ο Κρέων!». Κι αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά, χαράζανε μετά και πορεία στον πολιτισμό μας. Πάντως, όταν η ιθύνουσα τάξη, που σας έλεγα, κυριάρχησε πια πέρα ως πέρα, η τάξη η λαϊκή την ακολούθησε, την πρόδωσε κι αυτή την ουσία της. Πρόδωσε τον ιδρώτα που έχυνε και χύνει, την αγνότητα και την ευπρέπειά της. Αυτοί που θα ‘πρεπε να συνεχίσουν να είναι οι δημιουργοί μιας αγάπης αυτόματης. Σαν ν’ αποθέσανε κάτω τη γυμνή τους την ψυχή, χωρίς πια να γυρίσουν πίσω, χωρίς να ξανακοιτάξουν προς τις ρίζες τους. Κι έγινε ό,τι έγινε, πάθαμε ό,τι πάθαμε, κι έχει φτάσει πια ο πολιτισμός μας εκεί που ‘χει φτάσει. Μας κοροϊδεύανε οι άλλοι, κι εμείς πήραμε την κοροϊδία τους για κουλτούρα, για πολιτισμό. Να: αυτό έγινε!» Aπόσπασμα από συνέντευξή του στον Σ. Κακίση (Νέα 7/4/2001)

Πηγή: Έθνος

*

Η αληθινή ιστορία της κινηματογραφικής «Ευδοκίας»


Το 1967, ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός έγραψε το σενάριο της ταινίας «Ευδοκία». Ευδοκία έλεγαν τη μητέρα του, αλλά ο αρχικός τίτλος ήταν: «Η πόρνη και ο στρατιώτης». Πολλές γνωστές σταρ της εποχής πέρασαν από οντισιόν για να πάρουν το ρόλο της Ευδοκίας. Καμιά δεν ήταν κατάλληλη στα μάτια του Αλέξη Δαμιανού. Πώς ανακάλυψε ο Δαμιανός την «Ευδοκία» και το ντουμπλάρισμα της από την τραγουδίστρια Ελένη Ροδά …

Ο σκηνοθέτης σταμάτησε την προετοιμασία της ταινίας μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη πρωταγωνίστρια. Και την βρήκε στο πρόσωπο της Μαρίας Βασιλείου, την οποία γνώρισε στο Λονδίνο, μέσω ενός διαφημιστικού γραφείου. Ανάμεσα σε φωτογραφίες διάφορων όμορφων κοριτσιών που πόζαραν ερωτικά στο φακό, ξεχώρισε μία. Μαζί με τη γυναίκα του Άρτεμη, μόλις είδαν τη φωτογραφία της κατάλαβαν ότι αυτή είναι η «Ευδοκία».

Η Μαρία Βασιλείου ήταν Κύπρια που είχε γεννηθεί στο Λονδίνο στις 16 Σεπτεμβρίου του 1950. Η οικογένεια της ήταν πολύτεκνη, φτωχή και με πολλά προβλήματα. Έτσι, η μητέρα της δέχτηκε αμέσως την πρόταση του ζεύγους Δαμιανού να πάρουν τη 17χρονη κόρη τους στην Αθήνα. Η Μαρία Βασιλείου και η αδελφή της Ελένη εγκαταστάθηκαν στην Εκάλη, στο σπίτι του σκηνοθέτη. Για ένα χρόνο, όσο κράτησαν οι πρόβες και τα γυρίσματα, έμενε στο σπίτι του σκηνοθέτη που φιλοξενούσε και τον συμπρωταγωνιστή της. Έτσι ο Δαμιανός καθοδηγούσε καθημερινά τους δύο ερασιτέχνες ηθοποιούς, καθώς έκανε την καθοριστική επιλογή να μη δουλέψει με επαγγελματίες. Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Η φωνή της ήταν ακόμη ανώριμη και μετά από πρόταση του Μάνου Λοΐζου, την ντούμπλαρε η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά…

Ο Αλέξης Δαμιανός με τη γυναίκα του και συμπαραγωγό Άρτεμη

Τι απέγινε η κινηματογραφική Ευδοκία; Μετά την επιτυχία της ταινίας, η Μαρία Βασιλείου προσπάθησε να συνεχίσει την πορεία της στο κινηματογράφο. Έκανε δύο ταινίες με τον Όμηρο Εσυτρατιάδη, αλλά έπαιξε και στο «Θίασο» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Ένας σφοδρός έρωτας έκανε τη Μαρία να τα εγκαταλέιψει όλα και να επιστρέψει στο Λονδίνο….

Το 1973, σε ένα γνωστό αθηναϊκό κλαμπ, γνώρισε τον μουσικό Σωτήρη Κοματσιούλη που εμφανιζόταν με την αδελφή της Ελένη, η οποία τραγουδούσε. Ερωτεύθηκαν και τον ακολούθησε στις περιοδείες του με το συγκρότημα «Κάστορες». Ωστόσο ήταν χούντα και ο Κοματσιούλης δέχθηκε συστάσεις για τη μουσική και τη γενικότερη στάση του. Οι δύο νέοι φοβήθηκαν. Το ζευγάρι έφυγε για το Λονδίνο και παντρεύτηκαν στο δημαρχείο της πόλης. Στην Αγγλία έμειναν στο πατρικό σπίτι της Βασιλείου μαζί με όλη την πολύτεκνη οικογένεια, κάτι που για την εποχή δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο στα νιόπαντρα ζευγάρια.

Ο παιδικός της φίλος Robert Wyatt, βοήθησε τον άντρα της να μπει στα μουσικά κυκλώματα της Μεγάλης Βρετανίας και μάλιστα βρέθηκε ακόμη και στη Τζαμάικα να ηχογραφεί με τα ανίψια του Bob Marley, τους Third World. Ο γάμος κράτησε δύο χρόνια και μετά από πολλούς καβγάδες χώρισαν.

Στην Ελλάδα, ο καλλιτεχνικός κόσμος δεν είχε ξεχάσει την όμορφη πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, που είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο αξιοσέβαστο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι πέθανε σε τροχαίο το 1977, αλλά γρήγορα τα ανόητα κουτσομπολιά διαψεύστηκαν. Ωστόσο, η Βασιλείου δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν. Μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, έφυγε τον Ιούλιο του 1989. Το κοριτσάκι που είχε αποκτήσει, το μεγάλωσε η αδερφή της Ελένη.

Η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1971. Στις 28 Μαρτίου του 1971 στις Κάννες, πήρε το βραβείο των Cineclubs της Γαλλίας. Η Μαρία Βασιλείου κέρδισε το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η υπόθεση αφορά μία πόρνη και έναν λοχία στη Θράκη που προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτα, αντιμετωπίζοντας τα ταμπού της κοινωνίας και τις προσωπικές τους αγκυλώσεις. Μετά την προβολή, ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες. Καταδικάστηκε, επειδή θεωρήθηκε ότι έθιξε τις αξίες του ελληνικού στρατού. Ο Αλέξης Δαμιανός έκανε την επόμενη ταινία του μετά από είκοσι χρόνια. Παρακολουθήστε την σκηνή της ταινίας με το περίφημο ζεϊμπέκικο του Μάνου Λοϊζου.

mixanitouxronou.gr