ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τῆς Πόπης Πιερίου
Τρόπαια
«ἠδὲ παρ’ Ἠελίοιο Πύλαςκαὶ δῆμον ὀνείρων ἤσαν…»
Ὀδύσσεια Ὢ 12
Ι
Δὲν εἶχαν τὰ μάτια μου φῶς
δὲν εἶχαν τὰ χέρια μου
δάκτυλα
κ’ οἱ νύχτες χωρὶς ἀστέρια
Περασμένα μεσάνυχτα
οἱ μελῳδίες τῆς νύχτας
χωρὶς στόματα
χωρὶς τὰ φτερουγίσματα
τῶν πουλιῶν
Θὰ κοιμηθοῦμε ἀπόψε
μὲ ἄδειους οὐρανοὺς
δίχως βροχὴ
δίχως ἀστέρια
ΙΙ
Καπνὸς θρώσκων
στῶν μεθυσμένων γλάρων
τὰ στόματα
Τρόπαια πυρακτωμένα
διψασμένα φυλλώματα
τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς μου
ποτίζει τὶς ρίζες
τῶν δέντρων
Στοὺς βάλτους
στὰ λασπόνερα
σβήνουν ἤρεμα
οἱ θρῦλοι τῶν νεκρῶν
*
Γῆ ὀργισμένη
Τὰ ἡλιοσπιτα σημαδεύουν
τὶς πληγές σου
μὲ οὐράνια τόξα
σ’ ἀτέλειωτους ἐμπαιγμοὺς
χωρὶς σχήματα
κι ὁράματα ἀκολασίας
στὸ φῶς
Κι ὡς σίφουνας σ’ ὀργισμένη γῆ
ξεριζώνεις τὴν καρδιά σου
μὲ σύνεργα ἀκονισμένα
στὰ πριονίσματα
τ’ ἀνέμου
Γίνε μάγος
ν’ ἀναστήσεις τοὺς νεκροὺς
στὰ πρῶτα βήματά τους νὰ μυηθεῖς
κάτω ἀπὸ τὰ πέλματά σου
Τὴ φωνή σου
τὴν τραγούδησαν οἱ θάλασσες
Τὴ μορφή σου
τὴν πυρώσανε οἱ ἥλιοι
Τὰ χέρια σου
ἐνέδωσαν σὲ γῆ ἀλλόφρονα
γιὰ νὰ σὲ ξαναπλάσει.
*
Νόστος
Τὰ δάκρυα ποὺ στεγνώνουν
στὰ μάτια σου
ἄναψαν
πυρκαγιὲς
Τ’ ἀστέρια
κ’ οἱ ἄπειροι ἥλιοι
μαγνητίζουν
ἡφαίστεια
Ναύλωσε καράβι
μὲ πυξίδα καὶ σκοπὸ
τὸν ἥλιο ξένε
Προσπέρασε τὶς Συρακοῦσες
κι ὅταν
φτάσεις σὲ λιμάνι ἀπάνεμο
δέσε ἄγκυρα
ν’ ἀναπαύσεις τὸ κορμί σου
Τὶς νύχτες στὸ ξέφωτο
ἡ ἀναπνοή σου θὰ
ὀσφραίνεται
μοσχομπίζελα καὶ κρίνους
Εἶναι
ἕνα παιδὶ
ποῦ γεννιέται
μίαν Ἀνάσταση
Εἶναι ἕνα στοιχειωμένο σπίτι
ποῦ καίγεται στὸ φῶς