Γρατζουνιά μαζί και χάδι το νέο ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή «Αρκαδία χαίρε», δεκαπέντε σχεδόν χρόνια μετά το μνημειώδες «Αγέλαστος πέτρα». Ένας δρομέας μεγάλων αποστάσεων τρέχει μόνος μες στη νύχτα τη διαδρομή που ‘χε διανύσει πρώτος χιλιάδες χρόνια πριν ο Φειδιππίδης. Η γη της Τεγέας και η χιονισμένη κορυφή του Μαινάλου. Βροχή πάνω σε λείψανα αρχαίων κιόνων. Μέσα απ’ το βραχώδες τοπίο ξεπροβάλει ξεχασμένο το μνημείο για τη μάχη της Μαντινείας. Κίτρινα και μωβ αγριολούλουδα προσφορά στον Θηβαίο στρατηγό και μια γριά που επιμένει μες στον χαλασμό να λιχνίζει το σιτάρι της χρονιάς. Οι ανασκαφικές εργασίες ομάδας βορειοευρωπαίων αρχαιολόγων και φοιτητών στο ρωμαϊκό Παλλάντιο και μια μετανάστρια απ’ τη Βουλγαρία βουρκώνει τη στιγμή που εκμυστηρεύεται την αγάπη της για την Αρκαδία. Της θυμίζει, λέει, την δική της πατρίδα.
Περιπλάνηση στο χώμα μιας γης όπου άλλοτε φύτρωναν αμυγδαλιές, βυσσινιές, μηλιές και τώρα στέκει χέρσο, ακαλλιέργητο μπροστά στο από δεκαετίες σενάριο ερημοποίησης της ελληνικής υπαίθρου. «Δεν αρκεί να τραβήξεις κάποιες εικόνες∙ πρέπει αυτό στη συνέχεια να μεταγραφεί για να γίνει μνήμη μέσα από τον κινηματογράφο», θα πει σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης. Η ήρεμη φωνή του αφηγείται μια ιστορία για το λαμπρό παρελθόν, το θλιβερό παρόν και το αβέβαιο μέλλον ενός τόπο, μιας χώρας, η οποία αν και αποδεκατισμένη, χαρίζει ακόμα απλόχερα την ομορφιά της. Κείμενα ποιητικά, τα περισσότερα παρμένα απ’ τα ημερολόγια έξι χρόνων γυρισμάτων. Κι η αναπνοή συντονίζεται απ’ τα ηχοχρώματα του Κωνσταντίνου Βήτα.
«Η Αρκαδία παραπέμπει σε έναν κόσμο πριν από το προπατορικό αμάρτημα, όταν ο έρωτας ήταν άδολος», ακούγεται κάποια στιγμή στην ταινία κι εγώ μόνος σε μια γωνιά της αίθουσας να κλαίω σιωπηλά για μια Ελλάδα που ‘χει από καιρό χαθεί.