Η μαμά μου είναι μια εξαίρετη κυρία. Αν δεν ήταν η μαμά
μου θα ήταν η καλύτερή μου φίλη. Θα της έλεγα τα μυστικά μου, θα μου πρότεινε
λύσεις κι εγώ θα τις εφάρμοζα. Πάντως όσο κι αν παριστάνω ότι επειδή είναι η
μαμά  μου δεν την ακούω, τα ‘όχι’ της με
εντυπωσιάζουν. Για παράδειγμα, η μαμά μου επιμένει ότι όποιος βγαίνει μαζί μου,
πρέπει απαραιτήτως να πληρώνει.

«Αν δεν πληρώσει θα σε πει φτηνή και τότε την έβαψες».
Και καπάκι το ακριβώς αντίθετο: «Αν δεν περνάς καλά πληρώνεις και φεύγεις».

Όμως εγώ μαμά μου, θέλω να είμαι μαζί του, πληρώνει δεν
πληρώνει. Βαριέμαι να κάθομαι σπίτι ν’ ακούω πόσο ευγενικός ήταν ο μπαμπάς μου
που σε έριξε με κουρκουμπίνια. (Για τις μπουνιές δε μιλάμε πια).

 Αχ, μαμά, πώς να
σου εξηγήσω ότι τώρα οι άντρες είναι ευγενικοί μόνο και μόνο γιατί σε
ξαναπαίρνουν τηλέφωνο; Γοητευτικοί όταν σου κρατούν το χέρι στο σινεμά και
εξαίσιοι όταν σε γυρίζουν σπίτι, αν και δε με πειράζει να με βάλουν και σε
ταξί, μόνο να μην του πουν πού πάω του ταξιτζή, γιατί τότε σκυλιάζω – δεν είμαι
κι ανάπηρη.

Πάντως η μαμά μου επιμένει ότι πρέπει να μάθω τα ιστορικά
‘όχι’. Όχι στον έρωτα απ’ το πρώτο ραντεβού (ε, και να ‘ξερες τις αρπαχτές
μου)  όχι η γυναίκα δεν κάνει δώρα
(ντουλάπες γεμίζω), όχι αποκαλύψεις (τα ξερνάω όλα), όχι μεγάλη άνεση. « Όσο
πιο πολλά ‘όχι’ λες, τόσο πιο πολύ σε υπολογίζουν», λέει η μαμά μου.

 Η λογική της
σφίγγας, η γυναίκα μυστήριο. Άρα εγώ, όσα έχω να πω, θα τα πω ή σ’ εκείνην, ή
στις φίλες μου, ή σε κάποιον άλλον. Ναι, αλλά σ’ αυτόν που ερωτεύτηκα τι να πω;

Ωστόσο μερικές φορές υποψιάζομαι ότι έχει δίκιο. Γιατί
μόλις κάνω τη μουτρωμένη, ή την αφηρημένη, εκείνος σκύβει πάνω μου όλο
τρυφεράδα και φροντίδα. Για να μην πω τι κάνει μόλις αρρωστήσω ή βάλω τα
κλάματα. Λιώμα γίνεται, χαλί να τον πατήσω. Αλλά εγώ δεν μπορώ ούτε ν’
αρρωσταίνω, ούτε να κλαίω κάθε τρεις και λίγο. Εγώ θέλω να γελάω, να φωνάζω, να
χορεύω, να βρίζω και η μαμά μου επιμένει ότι όλα αυτά δεν αντιστοιχούν στην
αντρική άποψη περί θηλυκότητας.

«Μαμά εσύ είσαι τέλεια, δηλαδή;»

«Όχι, γιατί εγώ παντρεύτηκα μικρή, δε σπούδασα, δε
χάρηκα, έσκυψα το κεφάλι…»

Αχ, μανούλα, μήπως αν μάθω να λέω τα δικά σου ‘όχι’ αντί
για τα δικά μου, κινδυνεύω να ζήσω και τη ζωή σου; Αυτό θες μανούλα; Αλλά κάτι
τέτοια δεν κάνει να τα λες στη μαμά σου. Ούτε βέβαια ότι με τίποτα δεν θες να
γίνεις σαν κι αυτήν.

Κι αν δε γίνεται να τον δω απόψε, θα του τηλεφωνήσω να
μιλήσουμε για ώρα. Στο κάτω-κάτω της γραφής, σύμφωνα με τη λογική της μαμάς
μου, εφόσον δε με βλέπει, γίνομαι λίγο σφίγγα και τον μπερδεύω. Όμως δεν ξέρω
αν θέλω να τον μπερδέψω. Άντε, μπερδεύτηκα κι εγώ τώρα. Θα πάρω τη μαμά μου να
με ξεμπερδέψει.