«Η κάθε λέξη φέρει στον πυρήνα της / μια ενδεχόμενη έκρηξη.»
Γράφει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
(Για το βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα, Ακραία λεκτικά φαινόμενα, εκδόσεις Νησίδες, 2025, σ. 38)
Η τέταρτη ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα με τίτλο Ακραία λεκτικά φαινόμενα (εκδόσεις Νησίδες, 2025) είναι ένα συνθετικό έργο αποτελούμενο από 132 δίστιχα ή ολιγόστιχα αυτοτελή αποσπάσματα με θέμα τον λόγο, τη γραφή, την ποίηση, τις λέξεις, μια ποιητική πραγματεία των λέξεων, τρόπον τινά. Παρά τη δυσκολία του εγχειρήματος να μιλήσει κανείς με λέξεις για τις λέξεις, το αποτέλεσμα ανταμείβει πλουσιοπάροχα τον αναγνώστη.
Ο ποιητής με λόγο πυκνό, άλλοτε διαυγή και άλλοτε αφαιρετικό, με λυρισμό και διακειμενικές συνομιλίες, μέσα από μεταφορές και αλληγορίες, μιλά για τις λέξεις, την υφή, τη μαγεία, τη γέννηση και τον θάνατό τους, ενώ στην ουσία καταθέτει τις ιδέες και τον υπαρξιακό στοχασμό του για τα ανθρώπινα, για τη ζωή και τον θάνατο, για την ποίηση και την ποιητική. Μιλά για το ποίημα παρομοιάζοντάς το με έναν χώρο αναμονής των λέξεων, ενώ στην ουσία αναφέρεται στη δική μας αναμονή μέχρι την αναχώρηση:
«Αυτό το ποίημα είναι σαν
έναν ατελείωτο χώρο αναμονής
έρχονται λέξεις και αποχωρούν
ανθίζουν λέξεις και μαραίνονται
κανένας όμως δεν μπορεί να πει
ποια πόρτα θα ανοίξει ξαφνικά
πότε θα έρθει η σειρά μας.» (σελ. 7).
Στοχάζεται κι απορεί για την ανθρώπινη λεκτική ικανότητα και τη δημιουργία των λέξεων, διαπιστώνοντας πως το μεγαλύτερο μυστήριο των λέξεων βρίσκεται στη γέννησή τους παρά στον θάνατό τους:
«Κι όμως το μεγαλύτερο μυστήριο
δεν είναι ο θάνατος των λέξεων
αλλά η γέννησή τους
η διαρκής τους γέννηση
κάθε φορά που τις καλεί η σιωπή.» (σελ. 8).
Τον απασχολεί η πολυσημία των λέξεων, οι ανούσιες και άδειες λέξεις που δεν λένε τίποτε, αλλά και οι λέξεις της ποιητικής, με τις οποίες πασχίζει κανείς ν’ αναπληρώσει τα κενά και τα ελλείμματα της βιωμένης πραγματικότητας, την οποία βιώνει ακόμα πιο δύσκολη όταν επανέρχεται μετά την καταφυγή του στις λέξεις και τη γραφή:
«Είναι ωραίο να ζητάς στις λέξεις
αυτό που δεν σου έδωσε η ζωή.
Αλλά μετά, όταν επιστρέφεις,
γίνονται όλα δυο φορές πιο δύσκολα.» (σελ. 9).
Διαπιστώνει πως οι λέξεις δεν αρκούν να ερμηνεύσουν τη ζωή, το βάθος και το πλάτος της, το νόημα και η ουσία της, πράγματα ανερμήνευτα άλλωστε, καθώς το υπαρξιακό αίνιγμα παραμένει αίνιγμα.
«κάποτε πίστευα πως ένα λεξικό
μπορεί να ερμηνεύσει τη ζωή.» (σελ. 9).
Κάποιες φορές ο αποφθεγματικός λόγος γίνεται προφητικός:
«Όταν στερέψουν οι πηγές
η λέξη «νερό» δεν θα ’χει πλέον σημασία.» (σελ. 13).
Άλλοτε πάλι αναζητά παρηγορία στη διαιώνιση των λέξεων:
«Κι όταν εσύ χαθείς
οι λέξεις σου θα ταξιδεύουν στο διηνεκές
και μάταια θα σε αναζητούν
όπως ο σκύλος σου που σ’ έχασε μια μέρα.» (σελ. 12).
Μέσα από το ακόλουθο δίστιχο αποδίδεται απλά και όμως πυκνά και περίτεχνα η ομορφιά, η δύναμη και η μαγεία των λέξεων:
«Η κάθε λέξη φέρει στον πυρήνα της
μια ενδεχόμενη έκρηξη.» (σελ. 19).
Ο Μπόρχες μίλησε για την επαναμάγευση των λέξεων μέσω της ποίησης: «[…] αυτή η ιδέα των λέξεων που ξεκίνησαν ως μαγικές και επαναμαγεύονται από την ποίηση, είναι, πιστεύω, αληθινή».[1]
Ο Διονύσης Στεργιούλας αναζητά την επαναμάγευση των λέξεων:
«Οι λέξεις έχασαν τη σημασία τους
πρέπει να τις βαφτίσουμε ξανά
να θυμηθούμε πως γεννήθηκαν
να ξανακάνουμε μαζί τους
το μακρινό ταξίδι τους στον χρόνο.» (σελ. 19).
Συνομιλώντας με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη διερωτάται:
«Και πράγματι οι προσευχές
είναι όλες ποιήματα.
Και μερικές πολύ καλά ποιήματα.
Είναι όμως προσευχή το κάθε ποίημα;» (σελ. 22).
Διαβάζοντας ποίηση εκφράζει την ενορατική αίσθηση σχετικά με το αλληλένδετο και το ταυτόσημο που ενέχουν οι λέξεις με την ποίηση και τη ζωή: «Πίστευα ότι διάβαζα ένα ποίημα / αλλά μπροστά μου είχα τη ζωή» (σελ. 26). Αυτό αποτελεί και το βαθύτερο θέμα της ποιητικής σύνθεσής του άλλωστε, η οποία αφορά στην πραγμάτευση, τον στοχασμό, το εγκώμιο αλλά και το πένθος του ποιητικού υποκειμένου για τις λέξεις, την ποίηση και τη ζωή, ενόψει της παρακείμενης αναχώρησής του, όπως και κάθε θνητού. Στο ακόλουθο απόσπασμα, λίγο πριν το τέλος της σύνθεσης, η υπαρξιακή αγωνία αποδίδεται υπαινικτικά:
«Τόσο ταξίδια τόσες θάλασσες
τόσα άγνωστα ακρογιάλια
και τώρα πάλι εδώ
προσμένοντας την αναχώρηση.» (σελ. 34).
Ωστόσο ο ποιητής ολοκληρώνει την ποιητική σύνθεσή του με μια ενορατική αίσθηση φωτεινότητας του λιμανιού στο πέρας του ταξιδιού, παραπέμποντας έτσι στο ωραίο ταξίδι της Ιθάκης, παραθέτοντας παράλληλα την προσδοκία της έλευσης επερχόμενων μελλοντικών πλοίων – διαδρομών, ποιημάτων και δημιουργικών εμπειριών:
«Ο παρακείμενός μου δρόμος
που ήταν πάντα σκοτεινός
έγινε φωτεινό λιμάνι
και περιμένει πλοία του μέλλοντος.» (σελ. 34).
Ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας με την ολιγοσέλιδη ποιητική σύνθεσή του Ακραία λεκτικά φαινόμενα καταθέτει καλή ποίηση με βαθυστόχαστο υπαρξιακό στοχασμό, στην οποία, παράλληλα με τη χαρά της ανάγνωσης, κεντρίζει τον αναστοχασμό του αναγνώστη.
[1] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η τέχνη του στίχου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, μετάφραση: Μαρία Τόμπρου, Ηράκλειο 2006, σελ. 118.
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη ζει στις Σέρρες. Είναι Κλινική Ψυχολόγος, (MSc), ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια. Εργάστηκε σε μονάδες Εκπαίδευσης, Αποκατάστασης και Ψυχικής Υγείας στη Σουηδία και στην Ελλάδα. Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές, η τελευταία «με λένε Εύα» ( Μανδραγόρας, 2023), μια συλλογή διηγημάτων και μια νουβέλα. Ανθολόγησε και μετέφρασε τέσσερα βιβλία σουηδικής ποίησης. Ποιήματα και διηγήματά της μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε πέντε γλώσσες. Κυκλοφόρησε η ανθολογία ποιημάτων της στα ισπανικά: «Los hijos de Eva», μετάφραση José Antonio Moreno Jurado, Padilla Libros Editores, Sevilla 2024. Το 2023 της απονεμήθηκε τιμητική διάκριση στο 1o Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Σερρών του Συνδέσμου Φιλολόγων και το 2024 από την Λέσχη Λάιονς Σερρών Στρυμονιάς.