Ένα
κριτικό σημείωμα για το βιβλίο του
Αντώνη Γιανακού
‘Τέσσερις Βολικοί
Θάνατοι’, Εκδόσεις Κέδρος.
Της
Εύης Κουτρουμπάκη
Η
διδασκαλία της Ιστορίας αποτελεί μια
πάγια εκπαιδευτική διερώτηση.
Συνήθως
διδάσκεται γραμμικά, θεματικά , μέσα
από παραθέματα, από παράλληλα κείμενα
ή από πηγές. Διαβάζοντας κάποιος το
βιβλίο του Αντώνη Γιανακού ‘Τέσσερις
βολικοί θάνατοι’ συνειδητοποιεί πως
ένας εξαιρετικός τρόπος διδασκαλίας
της Ιστορίας είναι μέσα από τα λογοτεχνικά
κείμενα τα οποία βοηθούν τις αραχνιασμένες
χαλκομανίες της Ιστορίας να αποκτήσουν
φωνή και να επιτρέψουν στον αναγνώστη
να ξαναδεί τα ιστορικά γεγονότα μέσα
από το δικό του πρίσμα και τις δικές του
αναγνωστικές και ιστορικές συνιστώσες.
Ένα
τέτοιο βιβλίο είναι και οι ‘Τέσσερις
βολικοί θάνατοι’ του Αντώνη Γιανακού
.
Ένα
μυθιστόρημα που το ιστορικό του πλαίσιο
είναι το ταραγμένο έτος 1936, έτος των
Ολυμπιακών Αγώνων, περίοδο κατά την
οποία ξεσπά ο ισπανικός εμφύλιος,
γίνονται οι δίκες της Μόσχας και επικρατεί
ο Στάλιν. Η αρχή μιας από τις μελανότερες
σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας ξεκινά
, καθώς ο Χίτλερ εμφανίζεται στην
πολιτική σκηνή και κερδίζει ραγδαία
έδαφος.
Το
ιστορικό επίδικο τούτου του βιβλίου
είναι το πώς κάποια γεγονότα ή συγκυρίες,
μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για την
εγκαθίδρυση ενός δικτατορικού καθεστώτος
στην προκειμένη δε περίπτωση της
δικτατορίας του Μεταξά.
Οι
ηγέτες της συντηρητικής
παράταξης πεθαίνουν από αιφνίδιο θάνατο
ο ένας μετά τον άλλο
Κονδύλης, Τσαλδάρης,
και Δεμερτζής και διευκολύνουν
αφάνταστα και εξαιρετικά ύποπτα, τον
Μεταξά και το παλάτι για την εγκαθίδρυση
της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.
Το
μυθιστόρημα του Αντώνη Γιανακού
διαιρείται σε δώδεκα κεφάλαια, όσοι και
οι μήνες του έτους. Μέσα σε αυτό το
χρονικό διάστημα ο συγγραφέας αφηγείται
την ιστορία του εναλλάξ, ως πρωτοπρόσωπος
και ως τριτοπρόσωπος αφηγητής , εύρημα
που προσδίδει ροή και ενάργεια στην
πολιτική τοιχογραφία που στήνει αλλά
και στην ανθρωπογεωγραφία της εποχής.
Κεντρική
αφηγήτρια η γιαγιά πια, Μαρία Βουνοπούλου,
απευθύνεται στον εγγονό της, αφηγούμενη
τη γνωριμία με τον άντρα της, το σημαδεμένο
έτος 1936 «…λες και δεν υπήρχα προηγουμένως,
λες και γεννήθηκα εκείνη τη χρονιά…».
Όλη η αφήγηση, οι κρίσεις κτλ είναι της
γιαγιάς, πλέον, Μαρίας, ενώ παρεμβάλλονται
σελίδες από το τότε ημερολόγιό της ως
νεαρά.
Βασικός
ήρωας:ο Αντώνης Τζανετής, 24ετών, από την
Ποταμιά Θάσου που μόλις αποφοίτησε από
την Ιατρική και προσελήφθη στην
Ιατροδικαστική Υπηρεσία στην Αθήνα,
ενώ ήθελε να γίνει χειρουργός ( αλλά
μόνο θέση στην ιατροδικαστική υπήρχε
κι έπρεπε να βιοποριστεί).
Με
αφόρμηση την προσωπική ιστορία του
Αντώνη Τζανετή και της Μαρίας Βουνοπούλου,
στήνεται αριστουργηματικά το πολιτικό
χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός
του οποίου εξελίσσεται η προσωπική
ιστορία ζωής των δυο ηρώων.
Η
έκρυθμη πολιτική κατάσταση της εποχής
με τρόπο σχεδόν ημερολογιακό διαχέεται
εντός του μυθιστορήματος και καταδεικνύει
εναργέστατα την πολιτική πόλωση και το
ρόλο των ανακτόρων για τη φρενήρη
πορεία του Μεταξά προς την εξουσία.
Στα
Ανάκτορα για παράδειγμα, ο βασιλιάς
Γεώργιος Β’ σε σύσκεψη με το Γερμανό
πρέσβη και το Γερμανό στρατιωτικό
ακόλουθο , καλεί σε συνάντηση και τον
Ιωάννη Μεταξά, πρόεδρο των Ελευθεροφρόνων
(ενώ πήρε μόλις 7 έδρες στις εκλογές).
Επίδικο ο φόβος της επικράτησης των
Μπολσεβίκων. Ο Μεταξάς αναφέρει
χαρακτηριστικά στο Γερμανό «αποτύχαμε
πλήρως, ευρισκόμεθα προ αδιεξόδου έρμαια
εις τα ορέξεις του Βενιζέλου και των
μπολσεβίκων». Ο Γερμανός απάντησε πως
«ο Φίρερ θα κάνει τα πάντα να παραμείνει
η Ελλάς ένα κράτος φιλικά προσκείμενο,
οτιδήποτε χρειαστεί και με οποιοδήποτε
μέσον. Σκοπός του Φίρερ είναι να συντρίψει
το μπολσεβικισμό με κάθε μέσον». Ο
Μεταξάς προτείνει στο βασιλιά κυβέρνηση
εξωκομματική χωρίς Κοινοβούλιο, ήγουν
δικτατορία πολιτική (όχι στρατιωτική).
Με
το βιβλίο αυτό, έρχονται στην επιφάνεια
άγνωστες πτυχές της ταραγμένης τότε
και έκρυθμης πολιτικής κατάστασης.
Περνούν
από μπροστά μας κεφαλαιώδεις στιγμές
της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας όπως
για παράδειγμα το σύμφωνο Σοφούλη –
Σκλάβαινα, η απεργία της Πρωτομαγιάς,
τα καπνεργατικά της Θεσσαλονίκης της
8ης
Μαΐου του 36 κ.α.
Όλες
αυτές οι ιστορικές παράμετροι είναι
αρμονικότατα ενταγμένες μέσα στην πλοκή
του μυθιστορήματος και της εξέλιξης
της πλοκής της προσωπικής ιστορίας των
ηρώων.
Η
ανάπτυξη των χαρακτήρων σε ένα μυθιστόρημα
αποτελεί μια από τις Στο βιβλίο αυτό
διαβάζοντας το, παρατηρούμε τη σταδιακή
μετεξέλιξη και την πολιτική ωρίμανση
της Μαρίας Βουνοπούλου καθώς επίσης
και ποιες παράμετροι τυχαίες κάποιες
φορές , ακραίες και άδικες άλλες συντελούν
στην μετεξέλιξη αυτή. Αυτή η σταδιακή
διαμόρφωση της Μαρίας Βουνοπούλου,
υφαίνεται από το συγγραφέα με τρόπο
αριστοτεχνικό.
Η
εξέλιξη του χαρακτήρα αυτής της ηρωίδας
του βιβλίου, αποτελεί μια από τις
επιτυχέστερες αναπτύξεις ηρώων στη
πρόσφατη παραγωγή της νεοελληνικής
λογοτεχνίας.
Η
ηρωίδα παρουσιάζεται στην αρχή σαν ένα
ανέμελο δεκαοκτάχρονο κορίτσι που
διαβάζει την ‘Κυρία με τας καμελίας’,
ένα κορίτσι που σκέφτεται τον έρωτα και
το γάμο για να καταλήξει σταδιακά μια
συνειδητοποιημένη και πολιτικοποιημένη
γυναίκα, σύντροφος και συνοδοιπόρος
ενός ενεργού κομμουνιστή , έχοντας πια
διαμορφώσει και η ίδια στοιχειοθετημένη
πολιτική άποψη.
Ο
Γιανακός με εξαιρετικό τρόπο παρεμβαίνει
στη διαμόρφωση της γυναικείας του
περσόνας πλαισιώνοντας την με όλα εκείνα
τα πολιτικά και ιστορικά χαρακτηριστικά
της εποχής που συντελούν στη σταδιακή
της διαμόρφωση.
Χαρακτηριστικά
αναφέρει πως όταν στην στην Αθήνα, η
κυβέρνηση απαγορεύει την πώληση φρέσκου
ψωμιού (μόνο μπαγιάτικο) τούτο το γεγονός
είναι κάτι που θυμώνει και πεισμώνει
τη Μαρία κάνοντας την να μονολογεί («θα
μπορούσες να πεις ότι έγινα αυτό που
έγινα γιατί κάποιος από τους ηλίθιους
υφυπουργούς έβγαλε την απαγόρευση της
πώλησης του φρέσκου ψωμιού»).
Μπορεί
εύκολα κανείς να αντιληφθεί από το
απόσπασμα αυτό, πως μπορεί να συντελεσθεί
η κατά Θουκυδίδη ‘εναντία των πραγμάτων
μεταβολή’ και πως μπορεί αυτή να
πυροδοτηθεί από γεγονότα που ίσως δεν
είναι αναγνωρίσιμα δια γυμνού οφθαλμού.
Στο
βιβλίο αυτό ο Αντώνης Γιανακός στήνει
αριστοτεχνικά ,παράλληλα σύμπαντα, τα
οποία σχολιάζει ενδελεχώς.
Σύμπαν
πρώτο:
Η
θέση της γυναίκας, η καταπίεση που
υφίσταται σε ότι αφορά το γάμο , την
οικογενειακή αποκατάσταση και την θέση
της απέναντι στη διαμορφωμένη ηθική.
Γεγονός
αξιοσημείωτο μέσα σ’ αυτόν το στενό
ηθικό κανόνα που αφορά τη θέση της
γυναίκας την εποχή αυτή για παράδειγμα,
αποτελεί το ότι οι γυναίκες στην Ευρώπη
αρχίζουν και φορούν παντελόνια.
Σύμπαν
δεύτερο:
και
βαθειά αντικατοπτριζόμενο και στη
σημερινή πολιτική πραγματικότητα: Η
δύναμη της εικόνας . Ο Χίτλερ είχε από
νωρίς κατανοήσει την ακατάλυτη δύναμη
της γι αυτό και προσέλαβε στην υπηρεσία
του μια από τις μεγαλύτερες
κινηματογραφίστριες εκείνης της εποχής,
τη Leni Riefenstahl,
για να κινηματογραφεί τις συγκεντρώσεις
του και να προβάλλονται αυτές με στόχο
απώτερο την καθυπόταξη των μαζών.
Χαρακτηριστικά
ο Γιανακός στο βιβλίο του, συγκαταλέγει
σε μια επιτροπή Γερμανών που επισκέπτεται
τον πρώην Ολυμπιονίκη Γεωργιάδη και
ήρωα του βιβλίου και τη
Leni Riefenstahl
. Η επιτροπή αυτή με την έγκριση του
Βασιλιά, του ζητά να συνδράμει στη
διοργάνωση τελετής ολυμπιακών αγώνων
στην Ολυμπία και να τρέξει πρώτος σε
σκυταλοδρομία φλόγας 3000χλμ με 3000 αθλητές,
από την αρχαία Ολυμπία σε Βερολίνο. «Το
αρχαίο κάλλος θα συνδεθεί με το σύγχρονο
Γερμανικό κάλλος». Η ηρωίδα, η Μαρία
,αμύητη ακόμη τονίζει χαρακτηριστικά
στο Γεωργιάδη και θείο της : «Θα είναι
πολύ ωραίο, συμβολικό!». Η αφήγηση
κλείνει με την εξής φράση.: «Κανείς δεν
είχε καταλάβει τότε τίποτα. Τη δύναμη
της εικόνας. Τη δύναμη των συμβόλων».
«ούτε ψυχανεμιζόμασταν αυτά που θ’
ακολουθούσαν. Και δε λέω τον πόλεμο….
Όπως έγινε και όπως κατέληξε, αλλά έναν
άλλο πόλεμο. Εννοώ τη δύναμη της εικόνας.
Την προπαγάνδα. Τη χειραγώγηση του
κόσμου».
Σύμπαν
τρίτο:
Η
καθυπόταξη της επιστήμης και της έρευνας
και η συγκάλυψη της αλήθειας στα φασιστικά
και δικτατορικά καθεστώτα και ποιος
είναι ο ρόλος και το χρέος του επιστήμονα
σε ανάλογες περιπτώσεις.
Οι
νεκροτομές των αιφνίδια θανόντων
πολιτικών γίνονται τυπικά χωρίς να
υπάρχει πρόθεση διαλεύκανσης των
πραγματικών αιτίων του θανάτου τους
για να μην εξαφθούν πολιτικά πάθη και
γιατί θα έθεταν οι εμπλεκόμενοι
επιστήμονες σε κίνδυνο τη θέση τους και
γιατί όχι και την ίδια τη ζωή τους.
Παράλληλα
ο συγγραφέας θέτει προβληματισμούς που
αφορούν τα πειράματα ευγονικής του
Χίτλερ περιγράφοντας δια του λογοτεχνικού
εμμέσου τον επερχόμενο ζόφο και την
περίκλειστη κοινωνία στα δικτατορικά
καθεστώτα.
Πως
μπορεί για παράδειγμα να καεί μεταξύ
όλων των μιαρών αναγνωσμάτων και ο
Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου όταν η
δικτατορία επιβάλλει την καύση ανάλογων
αναγνωσμάτων στις στήλες του Ολυμπίου
Διός.
Τούτα
τα παραπληρωματικά θέματα καθώς και τα
ψυχογραφήματα που διατρέχουν το βιβλίο,
λειτουργούν σαν βαλβίδες αποσυμπίεσης
από τον κορμό της αφήγησης και επιτρέπουν
στη γραφή να αναπνέει.
Κι
όλα αυτά με μια γλώσσα ρέουσα , σε ένα
ρόλο απόλυτα προσαρμοσμένο στις εκάστοτε
ανάγκες είτε των διαλογικών είτε των
αφηγηματικών μερών.
Οι
τέσσερις βολικοί θάνατοι, το βιβλίο
αυτό του Αντώνη Γιαννακού, δίνει την
αίσθηση πως όλο αυτό το περιβάλλον είναι
το ίδιο μια κοινωνική και πολιτική μήτρα
εντός της οποίας ο χρόνος συστέλλεται
και διαστέλλεται και η ιστορία της
Μαρίας και του Αντώνη που βαδίζει
παράλληλα με την Ιστορία την ίδια,
ανοίγει παράθυρα και λειτουργεί σαν
βαλβίδα εκτόνωσης στην ανάγνωση.
Σ’
αυτά τα φουσκωμένα απόνερα της ιστορίας,
σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα του ανεπανόρθωτου,
ο Γιανακός έστησε ένα εξαιρετικό ιστορικό
μυθιστόρημα και μας έκανε κοινωνούς
μιας ταραγμένης και εξαιρετικά σημαντικής
ιστορικής περιόδου που έκρινε σε βαθμό
μεγάλο τα επερχόμενα δεινά της χώρας
, περιγράφοντας εναργέστατα τη μυστική
δράση, τον αγώνα, τις διώξεις, το φόβο
και το φρόνημα των κομμουνιστών,
εναλλάσσοντας με ακρίβεια δοσομετρητή
το φως του έρωτα με τα σκοτάδια των
πολιτικών γεγονότων της ταραγμένης
εκείνης περιόδου.