Θεέ,
Θεέ, Ταξιδεύουμε χτυπώντας το κατάρτι με τα κύματα, ίσως Θεέ γιατί είναι
σπαθί που με τη λεπίδα του πετσοκόβει τον ουρανό, ίσως γιατί συγκρατεί τον
ουρανό με χέρια τόσο μεγάλα σαν τον Κρόνο, ίσως πάλι γιατί η φέτα που κόβει από
τον ήλιο είναι τόσο πλατιά, όσο το απλωμένο στον ήλιο αμπέλι, εκείνο που
ταξιδεύει στα ερμάρια και στα ντιβάνια με τον άνεμο των βαποριών.
Θεέ, ξέρεις τι θα έκανα με δαύτους; Θα τους έκλεινα όλους στην πρωταρχική
τους συνθήκη, στο σπέρμα που τους γένναγε και έτσι, χωρίς πια κοινωνιολογικό
προσδιορισμό, ηγέτες, ηγεμόνες, ηγεμονίσκοι, βασιλόπουλα, και βασιλιάδες θα
τους έδινα στις αφράτες μήτρες των γυναικών της Συρίας να γεννηθούν πρόσφυγες,
να θαλασσοπνίγονται από τους πολέμους τους.
Θεέ, τόση δύναμη δεν έχω, αυτοί όμως έχουν, και ορίζουν την ζωή μας από το
πρώτο ραντεβού των γονιών μας Θεέ. Και Ξέρεις κάτι Θεέ, Εκείνοι, Αυτοί, θέλουν
να μας χτίσουν φυλακή που μέσα θα υπάρχει, αλλά όχι έξω, εκεί που θα είμαστε
μόνος και μόνη και θα φοβόμαστε τα μάτια του διπλανού, της διπλανής μήπως τάχα
και φέρουν οβίδες. Θεέ, μην ανησυχείς όμως, εγώ την βρήκα ένιωσα τις οβίδες
όταν την κοίταξα, και ξέρεις; Ξέρεις τις θα κάνουμε; θα γαμιόμαστε σαν τα ζώα,
βέβαιοι για τα χύσια μας που καυτά και αφρισμένα θα τρέχουν έξω, θα φουσκώνουν
το μαξιλάρι, θα απλώνονται σε ποταμούς τόσο λεπτούς αναβλύζοντες από βρύση.
Εμείς οι δύο μαζί, μέσα από το σύνορο που μας ετοιμάσανε, μέσα εγώ σε αυτή, και
αυτή σε εμένα, όπως όταν θα μας έπλαθες, κάπου, κάποτε, ο δεν ξέρω ποιος και η
δεν ξέρω ποια. Θα ζούσαμε, μετρώντας τα άστρα σε πολλαπλάσια τόσο μεγάλα Θεέ,
θα τα στοιχίζαμε σε σειρές λέξεις, κι εκείνα Θεέ θα έσερναν φωτιά, για να
αφήσουμε πίσω τον παλιό κόσμο, να γυρίζει σαν τόπι. Θα κρύβαμε στο στόμα μας
κρίνα, και θα τσαλακώναμε το σκοτάδι. Και ξέρεις Θεέ, τότε θα αφήναμε τα παιδιά
που θα γεννούσαμε να φτιάξουν Μάηδες, Δεκέμβρηδες, Νοέμβρηδες. Θα κάναμε
σεισάχθεια στον ήλιο και θα διαβάζαμε στην πλημμυρίδα του φωτός, τα άνθη που
λυγίζουν τη μέση τους. Και ακόμα κι αν μας κλείνανε μόνους, θα γαμιόμασταν και
μέσα από σχισμή στα κάγκελα. Κι ύστερα, ο δρόμος θα ξεφόρτωνε οχήματα, ο
ουρανός θα ξεφόρτωνε άστρα, ο λόφος θα ξεφόρτωνε βουνά, το χρέος θα ξεφόρτωνε
ανθρώπους και η γη θα ξεφόρτωνε την κίνηση της. Τότε Θεέ, μονάχα τότε, ίσως
ήμασταν ελεύθεροι.
Εκτός κι αν Θεέ, εκτός κι αν, δεν τα καταφέρναμε, αν αυτή κι εγώ σπάζαμε
σαν ρόδι, τότε θα μου έμενε μόνο να γίνω Νέρων, θα αποσιωπούσα τα πραγματικά γεγονότα, θα έκλωθα φλόγα μεταξύ
θανάτων και θα με χαροποιούσε ο χάρος. Θα ανέβαινα Θεέ, στο υψηλότερο σημείο
της πόλης μόνο και μόνο για να τη δω να λάμπει, τις φωτισμένες όψεις της και τη
δίψα της φλόγας Κομπάνι, Δαμασκός, Παρίσι, Μυτιλήνη. Θα ήμουν φονιάς, θα ήμουν
δήμιος, θα ήμουν απειλή, θα ήμουν τρόμος, για τα παιδιά τους, για τις ζωούλες
τους, για τα χύσια τους, για όλα. Θα είχα και δικαιολογία Θεέ, θα με έλεγαν
τρελό, οι Δυτικοί οι έξυπνοι, Θεέ.
Θεέ, ξέρω ο Θεός δεν υπάρχει, ούτε και το Τείχος