Ποιός φοβάται τους αχινούς;

™

Διήγημα

«ΤΡΙΑΝΤΑΜΙΑ ΜΑΗ, ΞΗΜΕΡΩΝΕ ΚΥΡΙΑΚΗ. Οι σειρήνες ακούστηκαν στις έντεκα το
βράδυ». Μιλούσε, όμως δεν γύριζε το κεφάλι να κοιτάξει προς το μέρος σου. «Μας
είχαν πει τι να κάνουμε αν ακούγονταν σειρήνες, αλλά τέτοια ώρα—ξημερώματα
Κυριακής—ήταν αδύνατο να κάνεις το παραμικρό. Ούτε να σκεφτείς καλά-καλά. Κι
όμως—θα το πιστέψεις;—δεν φοβόμουν. Κανείς μας δε φοβόταν».

Ο άντρας, με το αχνό μουστάκι και τα γυαλιά πρεσβυωπίας
κρεμασμένα γύρω από το λαιμό του, τράβηξε άλλη μια φορά το μοχλό: μια μπανάνα,
ένα σήμα δολαρίου, ένα ζάρι. Το βλέμμα του σταθερά φιξαρισμένο στη σχισμή, η
οποία αρνούνταν από το πρωί να φτύσει έστω και μια μάρκα για χάρη του.

«Μέναμε σ’ ένα μεγαλούτσικο διαμέρισμα στηManderscheiderplatz—απέναντι το πάρκο—η
μητέρα, ο πατέρας, εγώ και μια θεία—μακρινή ξαδέρφη της μητέρας—που είχε χάσει
τον άντρα της στο ανατολικό μέτωπο κι έμενε πια μόνιμα μαζί μας. Είχαμε κι οι
τέσσερεις κολλήσει στο τζάμι και βλέπαμε τις φωτιές. Παντού φωτιές. Κι οι
βόμβες να σκάνε στον ουρανοί. Σαν φωτεινοί αχινοί. Κι εγώ να προσπαθώ να τις
μετρήσω—από παιδί είχα μια εξάρτηση από τους αριθμούς». Σου δείχνει συνωμοτικά
το σβηστό τσιγάρο που κρατά ανάμεσα μέσο και παράμεσο. Κουνάς το κεφάλι
αρνητικά, όχι εδώ μέσα. Το βάζει πίσω
από το δεξί αυτί και ξανατραβά το μοχλό. Το βλέμμα του, η στάση του σώματός
του, δείχνει μια παραίτηση. Λες και δεν πιστεύει πως μπορεί να κάνει τη σχισμή να κελαηδίσει.

«Ο πατέρας, για παράδειγμα, δεν ήταν ο Αλεξάντερ Σβαρτς
με το γυάλινο μάτι, ήταν ο νούμερο ένα, με ύψος 1.80 και βάρος 91 κιλά». Στα
δυο τραβήγματα του μοχλού που είχαν μεσολαβήσει η μπανάνα είχε δώσει τη θέση
της σε ένα τσαμπί κόκκινα σταφύλια κι ύστερα σε ένα ακόμα σήμα δολαρίου, κι
αυτό ήταν όλο. «Η μητέρα ήταν η νούμερο δύο, ύψος 1.61, βάρος 44 κιλά. Μη ρωτήσεις
τι χρώμα μάτια είχε, με τα χρώματα δεν τα πάω καλά. Εγώ ήμουν ο νούμερο τέσσερα.
Αλλά δεν φοβόμουν. Ούτε όταν άρχισε να γίνεται δύσκολο ν΄ανασάνεις. Η μητέρα
έφερε βρεγμένα πανιά να καλύψουμε μύτη και στόμα, κι ύστερα κατεβήκαμε στο κελάρι
περιμένοντας να πάψουν οι σειρήνες». Στο διπλανό μηχάνημα μια κυρία γύρω στα
πενήντα κερδίζει. Βγάζει μια κραυγή χαράς, που έμοιαζε να την είχε χρόνια
κρυμμένη μέσα της, και η τσίχλα νικοτίνης που μασούσε εκτοξεύεται από το
ανοικτό της στόμα στο πάτωμα. «Μπράβο της», σου λέει και ξανατραβάει το μοχλό:
δυο μπανάνες, μια ομπρέλλα.

«Η Δευτέρα και η Τρίτη που ακολούθησαν ήταν ήσυχες. Δεν
ήταν μόνο που δεν ύπηρξε άλλη επιδρομή, ήταν μια γενική ησυχία. Παντού. Λες κι
ο καθένας μας φοβόταν μη τυχόν και ξυπνήσουμε το τέρας. Εκείνη η ησυχία ήταν ο
φόβος μας. Ήταν ένα βήμα πιο πέρα κι απ’ τον φόβο. Πολλά βήματα πιο πέρα, πάρα
πολλά». Η κυρία μεταφέρει τις μάρκες σε ένα πλαστικό κυπελλάκι προς το δίπλα
δωμάτιο. Ο φωτισμός είναι χαμηλός, στον αέρα πλανάται ο σιγανός βόμβος του
κλιματισμού και η μυρωδιά αποσμητικού χώρου.

«Το βλέμμα μου τραβούσαν πάντως τα πρόσωπα των ανθρώπων
γύρω μου. Τα βράδια που οι φωτιές ακόμα έκαιγαν και, συχνά πυκνά, τα στενά
φωτίζονταν από κάποια έκρηξη, φωτίζονταν και τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων
στους δρόμους. Στο σκοτάδι ήταν όλοι ίδιοι—ένα τσούρμο κακοφωτοτυπημένες, σκοτεινές
σιλουέτες. Με κάθε έκρηξη όμως ο τύπος που μασούσε μια μπουκιά από το χάρτινο
κεσεδάκι με το στόμα ανοικτό, ξεχώριζε από την κοπέλα μπροστά του που είχε τα πόδια
γυμνά και ματωμένα». Στο βάθος τηςSpielhalle, στα
σκοτεινά, σε έναν καναπέ ντυμένο με ψεύτικο μπορντώ δέρμα, ένα αγόρι κι ένα
κορίτσι γύρω στα είκοσι είχαν μπλεχτεί ο ένας στα ρούχα του άλλου δίπλα στην
κονσόλα του πόκερ. Ο άντρας αγνοούσε την ύπαρξή τους, εσύ τους κοιτούσες να
εμφανίζονται και να εξαφανίζονται υπό το φως του ηλεκτρονικού καντράν.

«Είχαμε φτιάξει ομάδες. Σβήναμε φωτιές με την άμμο από τα
ερείπια, ψάχναμε για επιζώντες στα ρημαγμένα κτίρια—ενήλικες, παιδιά, γέροι,
δεν είχε σημασία—χωρίς να μιλάμε. Μόνο ψίθυροι και χειρονομίες. Σε τραβούσε
κάποιος από το χέρι και πήγαινες. Αυτή ήταν η σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των
ζωντανών. Όσο είχε φως περπατούσαμε στο ίδιο ρημαγμένο σκηνικό που το Υπουργείο
Προπαγάνδας μας υποσχόταν πως ήταν το Λονδίνο». Το τηλέφωνο στα χέρια σου
χτυπά, το βάζεις στη σίγαση. Ύστερα αναρωτιέσαι γιατί το έκανες αυτό. «Το πάρκο
τηςManderscheiderplatzανέγγιχτο. Κι αν σκαρφάλωνες σε κάποιο δέντρο μπορούσες
να δεις τον Καθεδρικό να στέκεται ακόμα. Ακόμα πιστεύω πως όσοι έλεγαν πως ο Θεός τον κράτησε όρθιο για να προστατεύσει
το Ράιχ από τους συμμάχους
ήταν άνθρωποι θυμωμένοι με αυτό ακριβώς το
γεγονός. Με το ότι ο Καθεδρικός έμενε ακόμα όρθιος, ενώ τους ίδιους τους είχε
γονατίσει ο Θεός». Το νεαρό ζευγάρι, χωρίς να ξεπλεχτεί, κατευθύνθηκε προς την
έξοδο, την οποία μάρκαραν μια σειρά από φωτεινά βέλη στο χαμηλό ταβάνι.

«Τις επόμενες μέρες είχαμε σκόρπιες επισκέψεις
βομβαρδιστικών—τα κουνούπια. Είχαμε
μάθει πια. Ήταν το ξυπνητήρι μας από τη βουβαμάρα. Οι σειρήνες προειδοποίησης, οι
σειρήνες για τα καταφύγια. Χίλια βομβαρδιστικά, από πενηνταδύο αεροδρόμια της
Αγγλίας, χίλιοι πεντακόσιοι τόνοι βομβών, πεντακόσιοι νεκροί, πέντε χιλιάδες
τραυματίες, είκοσι χιλιάδες κτίρια—σχεδόν τριακόσια εκτάρια γης—καμμένα, εξήντα
χιλιάδες άστεγοι. Η εξάρτησή μου από τους αριθμούς, βλέπεις. Η ανάγκη μου όλα
να είναι μετρήσιμα—και οι χασούρες και τα κέρδη». Κοίταξε γύρω του, πρώτη φορά
που ξεκόλλησε το βλέμμα του από τον κουλοχέρη, και μισοκλείνοντας τα μάτια
άναψε το τσιγάρο. Δεν του ζήτησες να το σβήσει.

«Ένα βράδυ, τίποτα δεν είχε μείνει από την πόλη, στο
σπίτι μας έμεναν πάνω-κάτω είκοσι άνθρωποι, τα ονόματα των οποίων δεν γνώριζα, βγήκα
έξω αφού είχαν όλοι κοιμηθεί. Στο τέλος του δρόμου στεκόταν φωτισμένος πάνω από
ένα βουνό από μπάζα ο δεύτερος όροφος ενός σπιτού. Μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα,
που δεν είχαν πια τζάμια, μια ομάδα ανθρώπων έπαιζαν μουσική. Ένα βιολί κι ένα
τσέλο, ένας ψηλός να καμπουριάζει πάνω από ένα πιάνο, δυο τύποι με φλάουτο. Τους
κοιτούσα χωρίς να επιβραδύνω το βήμα μου. Ήταν λες και το διαμέρισμα σάλπαρε
μες τη νύχτα—για καλό ή για κακό—και η παρέα των μουσικών το ξεπροβόδιζε».
Τράβηξε το μοχλό ξανά: μια μπανάνα, δυο ζάρια. Η κάφτρα του τσιγάρου έπεφτε στα
γυαλιά που κρέμονταν από το λαιμό του. Τον έπιασε δυνατός βήχας, δάκρυσε.
Έκανες να τον χτυπήσεις στην πλάτη, αλλά σε σταμάτησε μ’ ένα νεύμα. Τότε
κατάλαβες πως είχε περάσει σχεδόν 60 χρόνια βαλσαμωμένος. Απόψε έλυνε τους
επιδέσμους να δει τι έχει μείνει από κάτω.

«Τίποτε άλλο δε θυμάμαι από το ‘42 και το ‘43. Οι
υπόλοιποι δεκαοχτώ μήνες είναι λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Ούτε εικόνες, ούτε
μυρωδιές, ούτε ήχοι. Οι μνήμες μου έχουν γεμίσει με τους φωτεινούς αχινούς του
Μάη και του Ιούνη του ’42, δεν υπάρχει χώρος για νέους φόβους. Αλλά ποιός
φοβάται τους αχινούς, ε;», σου είπε γελώντας και βήχοντας μαζί. Και ξανατράβηξε
το μοχλό.

*

 OΆκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) είναι
Επίκουρος Καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Πεζά του έχουν
δημοσιευθεί σε ελληνικά και αγγλόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και σε
ανθολογίες. Βιβλιοκριτικές του δημοσιεύονται στην
Εφημερίδα των Συντακτών. Για τη νουβέλα του, Καρυότυπος (Κίχλη, 2014), τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου
Πεζογράφου του
Αναγνώστη (2015).