Ο εξηντάρης χοντρός και
φαλακρός ποιητής εκεί που έτρωγε στη Λέσχη της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Συγγραφέων,
ένα απριλιάτικο μεσημεράκι προς απόγευμα με μια σπάνια λιακάδα στο Βελιγράδι,
αισθάνθηκε να τον διαπερνάν τα βέλη του έρωτα. Η ψηλή, δίμετρη ξανθιά ποιήτρια
που έγινε μέλος της Ένωσης στα είκοσι δύο μόλις της χρόνια, πέρασε σαν οπτασία
από μπροστά του, ξαναγύρισε και κάθισε μαζί του στο τραπέζι, μια και δεν
υπήρχαν άλλες κενές θέσεις να απολαύσει το μεσημεριανό της. Ο ηλικιωμένος
ποιητής έβγαλε από την τσέπη του το μεταξωτό λευκό μαντήλι με τα αρχικά του
ονοματός του κεντημένα με χρυσή κλωστή, να σφουγγίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό
του, και με όλο το θάρρος τής πρότεινε να βγουν την ίδια μέρα, να περάσει από
το σπίτι του να της δείξει τη βιβλιοθήκη του κλπ, αλλά η νεαρά ποιήτρια
αρνήθηκε κατηγορηματικά την πρόσκλησή του.
Ο ηλικιωμένος και
χιλιοβραβευμένος στη χώρα του ποιητής, εξομολογήθηκε την απελπισία του σε
συνάδελφό του πετυχημένο πενηντάρη μυθιστορηματογράφο, ο οποίος κατανόησε τη
γεροντική του κάψα και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει ανιδιοτελώς. Πράγματι, την
επόμενη μέρα η νεαρά ποιήτρια ήταν πολύ ευγενική με τον ποιητή μας: αποδέχθηκε
την πρόσκλησή του, πέρασε κι από το σπίτι του όπου δεν θαύμασε μόνο τη
βιβλιοθήκη του πολυβραβευμένου ποιητή μας, αλλά και τα υπόλοιπα δωμάτια με μια
ταχεία επίσκεψη (λόγω της πρόωρης εκσπερμάτισης του γέροντα), και στην
κρεβατοκάμαρα. Κατενθουσιασμένος την επόμενη στην Ένωση Γιουγκοσλάβων
Συγγραφέων στο Βελιγράδι, ευχαρίστησε τον πεζογράφο για τη διαμεσολάβισή του
στη νεαρά ζητώντας του από περιέργεια να του πει πως την έπεισε να υποκύψει στα
θέλγητρά του. «Της είπα πολύ απλά και εμπιστευτικά πως θα κερδίσεις το Βραβείο
Νόμπελ, φέτος τον Οκτώβριο».