Ο αγαπητός φίλος Παύλος Γερένης με τον οποίο μοιράστηκα ένα
φωτεινό ισόγειο, με παλιά τζαμένια πόρτα, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού το
χειμώνα του 1984, σχεδίαζε μεταξύ άλλων,
να βγάλει ένα λογοτεχνικό περιοδικό, και να προχωρήσει και στην έκδοση μιας ποιητικής
ανθολογίας.
Με αυτές τις ιδέες που κυοφορούσε στο όμορφο κεφάλι του
προσεταιρίστηκε διάφορους λογοτέχνες της εποχής, οι οποίοι κολακευμένοι του άνοιξαν
τις πόρτες των σπιτιών τους και τον τιμούσαν με την παρέα τους. Από κοντά έφτασα
να τον πιστέψω κι εγώ, θύμα της ακαταμάχητης γοητείας του. Ο Παύλος προς το
τέλος της άνοιξης του ίδιου έτους, έκλεισε το φροντιστήριο Ιταλικών που είχε
ανοίξει μόλις πριν έξι μήνες στη Σόλωνος, πήρε το μεγάλο του γιο που έμεινε
μαζί μας και πήγε να συναντήσει τη γυναίκα του που με το μικρό τους γιο στην
Ιταλία.
Τον συνάντησα δέκα ακριβώς χρόνια αργότερα, το 1994, στο
φιλόξενο σπίτι του Γιάννη Μαράβα στην Καλαμάτα, εντελώς τυχαία, και βγάλαμε και
κάποιες φωτογραφίες γύρω από το πλουσιοπάροχο τραπέζι του κοινού μας φίλου.
Έκτοτε δεν έτυχε να ξανανταμώσουμε. Μαθαίναμε κατά καιρούς πως ζούσε στην
Αυστρία, και στην Οξφόρδη όπου φοιτούσαν οι δυο του γιοί και επισκεπτόταν και
τη Βερόνα όπου εξακολουθούσε να ζει η Ιταλίδα γυναίκα του. Μου είχε στείλει
ταχυδρομικώς δυο συλλογές τυπωμένες στην Ιταλία, μία με ποιήματα και μία με
διηγήματα. Το σχέδιο να τις μεταφράσω εγώ στα Ελληνικά σε ένα παιγνίδι
αντικατοπτρισμού δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, όπως συμβαίνει συνήθως με τα
σχέδια. Όπως συνέβη και με την ματαιωμένη άσκηση εξουσίας στη λογοτεχνία με τη
μορφή περιοδικού και ανθολογίας.