1.

(Για πολλές φωνές)

 

Αρχίζουν τώρα να μιλάν όλοι μαζί

και ξεχωρίζουν μέσ’ απ’ τις πολλές φωνές

τα παρακάτω:

 

«Κάθε ζωή είν’ ιερή,

κάθε ζωή,

αφού την καθαγίασε

με τη στραβή τη ράβδο της

η Τύχη.

 

Ύστερα η ράβδος κουλουριάστηκε

κι έγινε φίδι.

 

Αλλά ένα φίδι αθώο.

 

Ίσως μάλιστα και να ’γινε

μιαν άκακη δεντρογαλιά,

που λίμνασε κι αυτή πάνω στο δέντρο της

και τζάμπα σας τρομάζει.

 

2.

Φέρουμε μέσα μας τη διαβρωτική ροή των υδάτων.

Εδώ δεν παίζουμε,

ούτε μετράμε τις λύπες μας σταγόνα τη σταγόνα.

 

Κρυβόμαστε επιμελώς χωρίς καν γδούπο ή θρόισμα.

 

Ήπια ειρωνικοί,

μελετάμε τις αλλαγές στο δέρμα του νερού.

 

Για μοναξιά πλέον ούτε λόγος

κι ο Θάνατος ήδη γνωστός

χάρη σε τόσες απεικονίσεις.

 

Φέρουμε μέσα μας την απλή ομορφιά της συμπάθειας.

 

Φέρουμε πάνω μας την επιδεξιότητα

των αυλακώσεων του χρόνου.

 

3.

Κάποτε

ακόμα κι η δικιά μας η ψυχή

ήτανε κουρασμένη.

 

Οι μέρες μας μοιρασμένες σε τόσες δεκάδες έγνοιες.

 

Όμως τώρα,

αγγελόπτερος από πάνω μας ο Θάνατος

και νερένια μέσα μας η Ζωή.

 

Καληνύχτα παίζουν τα βαριά μας έγχορδα.

 

Κι αν τότε αγκαλιάζαμε τους φόβους

τώρα τους ξορκίζουμε.

 

Καληνύχτα».