(Από την συλλογή: «Αντίστιξη των
άστρων».
1997)

ΕΙΣΟΔΟΣ

Ω!
υπέροχο αβέβαιο,

διαπραγματεύτηκα
μαζί σου

την
καθημερινότητα μου,

κι
έχασα.

Γι’
αυτό και επέζησα,

με
βουερές ,λευκές πραγματικότητες, παντού.

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Είδα
τη μοίρα μου σ’ έναν καπνό.

Στο
θάνατο κάποιου άστρου.

Στη
φωτεινή στιγμή των μετεώρων.

Έτη
φωτός που διάβηκα σ’ ένα σταχτοδοχείο.


ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Και
στην κρεμάστρα τρεις γενιές,

η
μια πάνω στην άλλη να στενάζουν.

Φορεμένες
λαχτάρες, τριμμένες αλήθειες.

Έτσι
τελειώνει, έτσι αρχίζει κάθε εποχή.

Ό,
τι απομένει, δεν είναι παρά,

η
ποίηση του μέλλοντος μας.

ΑΠΟ
ΤΟ ΒΑΘΟΣ

                Πόσες φορές θ’ ανηφορίσω μέσα μου τα βουνά

Ήταν
θυμάμαι Φεβρουάριος,

έπεφτε
χιόνι θορυβώδες, τόσο που

οι
πεθαμένοι γύριζαν πλευρό.

Τα
περασμένα έπαιρναν τη θέση τους

                στα
μελλούμενα.

Ενώ
εσύ,

πότε
μες στα σκοτάδια σου,

πότε
κάτω απ’ τον ήλιο.

Κι
ήταν πάντα χειμώνας των χεριών!

Ο
Ιάσωνας, ο Πρωτεσίλαος

ο
Αλέξανδρος και οι άλλοι-

κοιμούνται
μες στα παραμύθια.

Δικαιωμένοι
τάχα;

Πόσες
φορές θα διαβώ τον Ελλήσποντο,

για
να με πουν παιδί και άντρα και πατέρα;

Ο
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ

Ήταν
τόσο λευκή η ψυχή μου,

τόσο
διάφανη που,

η
νύχτα την κατέλυσε

Πάνω
απ’ τα τείχη έβλεπα να ‘ρχεται η οργή,

το
τελικό της μοίρας μου το βέλος.

Και
οι φωνές και τα αίματα και

των
θεών οι άγνωστες βουλές.

Ολόγυρα
στα τείχη να!

                                 Ο Αχιλλέας!

Και
πίσω του, ωιμέ, το
σκοτωμένο μέλλον.

Τι
να ‘κανα;

Έσφιγγα
στο στήθος το παιδί μου∙ το άρπαξαν.

Έσφιγγα
την καρδιά, τα χείλη∙ μου τα μάτωσαν.

Δεν
ήμουν πια η Ανδρομάχη-

Φόβος
κρυφός και περηφάνια βασιλική, με άλωσαν.

Έμεινα
τόσο μόνη!

Για
τι να πρωτοκλάψω τώρα, η σκλάβα;

Καταραμένη
δούρεια φυλή.

Τώρα
στις στάχτες μέσα, στη σιωπή

ψάχνω
κάτι που να μην το άγγιζε η φωτιά.

Κάποιο
υπόλειμμα ζωής, μια ξεχασμένη λάμψη.

Λίγες
εξάλλου οι μέρες

                           που μ’ απόμειναν

                                                 εδώ,
στη Φθία.   

ΠΥΔΝΑ

Ο
τόπος μοιάζει με πεσμένο ουρανό εδώ.

Άστρα
τα σπίτια.

Σύννεφα
οι λιγοστές ελιές.

Η
θάλασσα  και οι άνθρωποι

                      ωραία πεφταστέρια

Περνούν
οι αιώνες,

οι
στρατιές, τα αυτοκίνητα-

Περσέα!  Κάσσανδρε!

Θνητοί
κι αθάνατοι των ερειπίων

πείτε
μου:

               
Οι λύπες πως περνούν;

ΛΕΥΚΑΔΙΑ

Οι
ανθισμένες μηλιές,

μειδιάματα
θαρρείς του Κάτω Κόσμου.

Μιλημένο
το ακατόρθωτο σήμερα.

Από
δω τάφοι, από κει καταρράκτες .

Ωραίοι
νεκροί πλάι μας,

ορθοί,
να υποδείχνουν τα φτερά.

Το
δρόμο που δεν πήραμε ακόμη.

Πώς
αλλιώς να μιλιόταν ο θάνατος;

Των
Ανθεμίων τα χρώματα και οι φωνές.

Και
ο Ερμής πριν δικάσει το Αύριο,

μέσα
στους οπωρώνες.

«Σεράντα
μήλα κόκκινα πούλιμ’

                       Σ’ έναν μαντήλ’ δεμένα…».


ΣΤΑΣΗ
ΣΤΟ ΡΙΟ

Τα
περασμένα∙ “περασμένα” , λες.

Αλλά
είναι και η θάλασσα, πώς να την αποτρέψεις!

Είναι
το Αντίρριο, οι αντικρινή σιωπές,

                                                  πριν από τα Βουνά.

Είχαν
όλα ένα χρώμα μεταμέλειας το πρωί.

Έκοβαν
τον Ιούλιο σε τρίγωνα και κύκλους.

Κάτι
παλιά ναυλωμένα φορτηγά,

                                  έπαιρναν την
ψυχή σου και

-διασχίζοντας
Κορινθιακό και δισταγμούς-

την
ξεφορτώνανε σε άγνωστα λιμάνια.

Είχες
χτικιάσει πια εκεί.

Ανάμεσα
σε δυο στεριές και πέντε θάλασσες -έλεγες:

“Καλύτερα
το απρόοπτο, μια νέα εκδοχή…”

Τα
περασμένα,  δεν περνούν ποτέ,

γίνονται
άπειρα, πολύχρωμα πετράδια.

Μ’
αυτά πετροβολούνε τα παιδιά

                                το λιόγερμα

που
φτάνει θριαμβικά.

Τι
μέρα Κύριε κι αυτή, εδώ στο Ρίο!

ΩΔΗ
ΣΕ ΕΝΑ ΨΥΓΕΙΟ

Α!
ιδιωτική πολική νύχτα,

δίχως
όνειρα και δίχως ουρανό.

Νύχτα
αμμωνίας και φρέον

Νύχτα
λευκή.

Πλάστηκες
μόνο και μόνο

για
να υπενθυμίζεις τον θάνατο.

Το
νικημένο δήθεν χρόνο.

Τι
λόγια να βρω για να σε τραγουδήσω!

Ω
κατακόρυφο ομιχλώδες τοπίο,

τον
εύρωστο άνεμο και τ’ ανθισμένο κλαδί,

την
ευλογία της κλώσας εσύ,

ποτέ
δε θα γνωρίσεις.

Στέκεις
εκεί στη γωνιά σου,

                                ακρωτηριασμένο
θηρίο,

στόμα
δίχως δόντια που αδιά-

                                κοπα
καταβροχθίζει ηλεκτρόνια.

Συντηρητή
εσύ της αγωνίας μας.

Κάθε
φορά που ανοίγω την πόρτα σου

βλέπω
τη ματαιότητά μου.

Ω,
μνήμη του μηδενός!

Μνήμα
του ζώου που σφάχτηκε στα σκοτεινά.

Κουτί
των οραμάτων μιας κότας,

πλάι
στα παγωμένα αυγά της.

Δεν
είσαι παρά,

συνονθύλευμα
μετάλλου και μυαλού.

Συμπιεσμένο
ως τη σιωπή τραγούδι είσαι.

Οδυνηρή
λευκότητα του μαύρου!

ΓΡΑΜΜΑ
ΣΤΟΝ VINCENT VAN GOGH

1

Οι
λεπτές αποχρώσεις του απείρου.

Ο
ήλιος,

             
τα πινέλα,

                             το περίστροφο.

Μ’
ακολουθούν σαν μια πολύχρωμη σκιά,

τριάντα
τόσα χρόνια.

Από
τη Νάουσα στην Άρλ,

 από το Αιγάλεω στην Ωβέρ,

από
την εφηβεία στην πατρότητα και

 από κει στ’ αστέρια.

Στ’
αστέρια που ζωγράφισες εσύ

μες
στα σκοτάδια σου,

                     ω, εξαίσιε δάσκαλε της
ερημίας!

Μ’
ακολουθούνε βήμα-βήμα,

το
Βορινάζ, τα κοράκια,

οι
απελπισμένες σου επιστολές,

κι
εκείνο το Κίτρινο Σπίτι στην άκρη της νύχτας σου!

Στου
ξυραφιού την κόψη.

Πώς
να χωρέσουν όλα μες στο μπλε!

Πώς,
τόσες και τόσες σκέψεις για την ομορφιά;

Συγκεχυμένα
σχήματα.

Πυρπολημένες
σημασίες.

Έβαλες
το καπέλο σου μια Κυριακή

και
πήρες το δρόμο, τον πιο σύντομο

                             αυτόν που
παίρνουνε οι Φήμες.


2

Αφού
όλα τα γεφύρια είχαν γκρεμιστεί,

αφού
το χρέος σου απέναντι στα όνειρα,

το
είχες επιτελέσει, τι απέμενε;

Ο
κερδισμένος θάνατος.

Ο
θάνατος του χρόνου.

Ως
ύστατο φως, από την κάνη άφησες

                                        να
πεταχτεί η ψυχή σου.

Έτσι
απαλλάχθηκες  -μια για πάντα-

απ’
τους πονοκεφάλους, τα
κρωξίματα.

τους
άγονους έρωτες.

                                Θα ‘ρθουν τα χρώματα;

Θα
φτάσει εγκαίρως ο Τεό;

Θα.
Θα. Θα.

«Θάνατος
σε όλες τις εκκρεμότητες του βίου»,
είπες.

Με
έναν πυροβολισμό.

Ω,
άγιο ρήγμα του μυαλού!

Οι
μέρες που ακολούθησαν έκτοτε,

είναι
έτσι όπως τις χρωμάτισες εσύ Βικέντιε.

Έτσι
όπως δεν μπόρεσε να τις χρωματίσει …ο Θεός.

Είναι
οι μέρες που έρχονται άξαφνα,

                            απ’ της ψυχής τα
ηλιοτρόπια βάθη.

ALBERT
CAMUS


Επαναστατημένος Σύντροφο μας)

Κάθε
εποχή έχει τα δέντρα της,

τα
δικά της τσεκούρια.

Κάθε
χειμώνας κλείνεται σε μιαν άνοιξη.

Στ’
ανεπίδοτα γράμματα, ναι.

                                 Και η φυγή
μας;

Φαίνεται
πως είναι ο άλλος ερχομός.

Ο
τελικός.

Όμως
η δική σου αιφνίδια φυγή, ακόμα
με πληγώνει.

«Albert!
Albert! »

Τα
μεσημέρια του Οράν, του
Παρισιού οι νύχτες,

και
οι δικές μας Καρυάτιδες ώρες,

σε
καλούν.  Δεν θα ’ρθεις;

Οι
δρόμοι που άνοιξες εσύ,

                        οι δρόμοι αυτοί σε
πήραν.

Φίδια
του πεπρωμένου.

Παγερά
ποτάμια, που εκβάλλουν στο σπίτι μου.

Κάθε
πορεία προς τα εμπρός, έχει τον θάνατό της, λέω.

«Έχει
το αντίδοτο του θανάτου», φωνάζεις εσύ!

Ποια
εποχή αλήθεια ξημερώνει;

Σε
όλους τους τροχαίους θανάτους∙ είσαι παρών.

Στις
σημαίες που ξεδιπλώνονται πάλι. Είσαι παρών.

Στις
γεμάτες ποίηση αμφιβολίες μας, Albert

θα
είσαι πάντοτε παρών.

Μοναδική,
ακραία παρουσία μες στο μέλλον.

Πέντε
ασκήσεις αναπνοής

(με
τον τρόπο του χαϊκού)

1

Όλος
ο κόσμος,

δεκαεφτά
συλλαβές.

Τραγούδα-
Μπορείς;

   
2

                                   Στέκω
μπροστά σου.

                                     Τρεμάμενος
γίγαντας.

                             Μαργαρίτα μου.

3

Πλάι
στην πένα,

οι
πέντε μαλωμένοι.

Τα
δάχτυλα μου.

    
4

                                  Πέφτουν σαν
λόγια,

                                       στην
πράσινη Έδεσσα,

                            οι καταρράκτες.

5

Αχ!
χορταράκι,

το
μπόι σου κάποτε,

θα
με περάσει.

—-

Εργοβιογραφικό σημείωμα

Ο Χρήστος Τουμανίδης, γεννήθηκε το Μάιο του Ι952, στη Λιθαριά της Πέλλας. Μετά το διάστημα 1962-1965 που έζησε στη Νάουσα Ημαθίας, εγκαταστάθηκε στην Αθηνά (1965), όπου ζει και εργάζεται. Ασκεί το  άχαρο επάγγελμα του Δικαστικού Επιμελητή. Στο μαγικό χώρο της ποίησης μπήκε, δειλά-δειλά, από τα δεκαπέντε του χρόνια. Σταθμός στη ζωή και την περαιτέρω πορεία του στην ποίηση, υπήρξε η γνωριμία του με τον  Γιάννη Ρίτσο (1974), κοντά στον οποίο μαθήτευσε στα μυστικά της ποιητικής δημιουργίας.

Στα γράμματα εμφανίζεται το 1978, με την συλλογή του Αστάθμητα.

Ανήκει στη λεγόμενη «Γενιά του ‘70».

  

Έχει εκδώσει τα παρακάτω έργα:

1.    Αστάθμητα, 1978

2.    Απόπειρες, 1981

3.    Η ώρα του λιμανιού, 1987

4.    Αντίστιξη των άστρων, 1997

5.     Κεριά θυέλλης, 2005

6.    Η γέφυρα των στίχων,2009, δίγλωσσο (μαζί με τον αλβανό ποιητή Miianov Kallupi)

7.    Σαν κομπολόι Λιθαριάς (μικρό ανθολόγιο), 2010.

8.    Ελεγείες της Ανατολής, 2013

                             

                                ***

9       Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, Δελφοί, 199

10   Λύρα του Πόντου, Ανθολογία (ποιητές ποντιακής καταγωγής), 2003

                                 ***

11  Ποιητικά τετράδια, επιλογή στα Ρωσικά,                                                                   1998 ( μετάφραση: Ευγενία Κριτσέφσκαγια)

12  Stundernas Mytologi, Provoles, 1999, (επιλογή μετάφραση στα σουηδικά. Μετάφραση: Κώστας Κουκούλης)

13   Αntologjia e Haikut grek (Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, στα αλβανικά),  Egnatia, 2005, Elbasan

14   Στα αλβανικά επίσης, μεταφράστηκε και εκδόθηκε η συλλογή του Κεριά θυέλλης, Dunie Qirijsh, Meaur, 2006, Tirane

15  Hije qe ecin (Η σκιά που προχωράει- Επιλογή από την ποίηση μου, στα Αλβανικά),Egnatia,Τίρανα, 2009

                                                      ****

Για την ποίηση του, μεταξύ άλλων, έχουν γράψει οι:

Τάσος Λειβαδίτης, Νίκος Σπάνιας, Γιώργος Μαρκόπουλος, Φώντας Κονδύλης, Αγγελική Κώττη, Αργυρώ Μαντόγλου, Γιάννης Μπασκόζος,  Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Μilianov Callupi, Beatrice Ballici.