Η ζωή των Ελλήνων στο εξωτερικό, Μέρος Τρίτο
Στο τρίτο μέρος του αφιερώματος μας για τη ζωή των Ελλήνων στο εξωτερικό επιλέξαμε ποιήματα των: Νικόλα Κουτσοδόντη, Γιώργου Αναγνώστου, Μαριάννας Κατζαρά (Marianne Catzaras), Μπίλη Μητσικάκου, Αργύρη Λάκκα, Μάριου Παππά.
Νικόλας Κουτσοδόντης
Νύχτα στην πλατεία Γαρδένιας
Φτερουγίζει το λευκό γύρω στην πλατεία
Πουκάμισα στο Λινκντίν. Τα χαζεύουμε
φυσάει πολύ στο βρομόνερο σαν να πλατσουρίζουν άπειρα
άκαπνα παιδιά
μείγματα μυρωδάτης ζύμης σε αλουμινένιες φόρμες
κι ίσως φύγεις στο εξωτερικό
Φτερουγίζει το λευκό γύρω στην πλατεία
Συμπλήρωσε το
ως βιογραφικό, μια πόλη από ρούχα εργασίας
που τρέμει
της χώρας το λίμνασμα, τα χείλη των αφεντικών
σαν γλυσίνες
Φαρδιά κορμιά φιλόδοξα
κι ο εμετός μου είναι το ασήμι απ’ τα ακριβά
γυαλιά οράσεώς τους
Ίσως φύγεις στο εξωτερικό
όπως σταμάτησε μες στα ντουλάπια το παιδί
να βαρά τις κατσαρόλες με τα ζεστά πλοκάμια του
και τα καπνόχορτα που ξεριζώθηκαν απ’ το χωράφι
για μεροκάματο πέντε ευρώ
Φτερουγίζει γύρω στην πλατεία
το απελπισμένο
λευκό
αύριο
*Από τη συλλογή “Ίσως φύγεις στο εξωτερικό”, Εκδόσεις Θράκα, 2024
Ο Νικόλας Κουτσοδόντης είναι ποιητής και μεταφραστής με καταγωγή από την Άνδρο. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Χαλκομανία (Εντύποις 2017, Θράκα 2024), Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι (Θράκα 2021, β’ έκδοση 2023), Ίσως φύγεις στο εξωτερικό (Θράκα, 2024). Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Κροάτη ποιητή Μάρκο Πόγκατσαρ, Ο συλλέκτης των Κυριακών (Θράκα, 2024), καθώς και της Βρετανής ποιήτριας Helen Ivory, Η κατασκευή της μάγισσας (Θράκα 2025), ενώ υπήρξε υπεύθυνος έκδοσης της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικής Κουήρ Ποίησης (Θράκα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας, 2023). Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών, ενώ τo 2024 εκλέχθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
***
Γιώργος Αναγνώστου
Ουτοπία
«-Εδώ στην ξένη χώρα… τι θα φάω, τι θα
πιω, τι θα στείλω στο χωριό–»
Γιώργος Σκούρτης
Ελληνοαµερικανικό Σχολείο «Διγλωσσία» Νέα Υόρκη, Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής 06/02/2015
Κλάδος Δεύτερος, Τρίτη Βαθµίδα–Απολυτήριες Εξετάσεις Αντικείµενο Σπουδών: Διασπορική Ποίηση
Χρόνος Εξέτασης:Δύο ώρες Θέµα Πρώτο:
Θεωρείστε το παρακάτω κείµενο του αναγνωρισµένου Ελληνοαµερικανού συγγραφέα Σωκράτη Αντωνιάδη (1930–2007) από την συλλογή «Της Εργατιάς» (2000):
Χρονικό Με / Χωρίς Φιγούρες
01/31/88 balance $0.81
η ισορροπία υδραργύρου παλεύει το υπό το µηδέν
02/28/89 balance $77.23
ο µήνας που µαζεύει, βλέπετε
03/31/90 balance $1.21
Μάρτης γδάρτης, ακάλυπτος µετανάστης
04/30/91 balance $56.23
τόκοι εκείνης της πίτσας που αντισταθήκαµε
05/31/92 balance $6.25
χαρτζιλίκι στην κυρά Νίτσα που έφευγε
06/30/93 balance $132.79
επιταγή οικονοµίας
07/31/94 balance $111.23
ούτε και φέτος έχει Ελλάδα
08/31/95 balance $37.27
δώρο για τα γενέθλιά της
09/30/96 balance $11.00
µια απελπισία στρογγυλεύει το ισοζύγιο
10/31/97 balance $221.28
delivering phone catalogues, διπλό µεροκάµατο
11/30/98 balance $27.18
«απρόβλεπτες έξοδοι»
12/31/99 balance $25.67
κάτι ψιλά για µπαρµπούτι µε το Ελληνοαµερικανικό όνειρο
Ερωτήσεις:
- Θα µπορούσε το είδος της γραφής αυτής να ονοµαστεί ποίηση? Πώς θα το κατατάσσατε και µε τι κριτήρια;
- Αναφερθείτε στο βιβλίο «Εργατική Τάξη και Μετανάστευση» του Ηλία (Louis) Σπαντιδάκη (Tikas), και εξηγήστε γιατί ο οµιλητής στο Χρονικό Με / Χωρίς Φιγούρες δεν στρέφεται προς την πολιτικοποίηση ως µέσο επίλυσης των οικονοµικών του προβληµάτων.
- Θεωρείστε το ποίηµα του Κωνσταντίνου Καβάφη Μονοτονία (1908), µέρος της διδακτέας ύλης, και ανακαλέστε τον στίχο «Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να µη µοιάζει». Ποιες συγγένειες και ποιες αποκλίσεις εντοπίζετε µεταξύ του ποιήµατος αυτού και του Χρονικό Με/Χωρίς Φιγούρες;
Καλή Επιτυχία!
- πρώτη δημοσίευση Διασπορικές Διαδρομές (Απόπειρα 2012)
=====
Η διασπορά ως μετανάστης στην Ελλάδα
[μέρες γκόλντεν ντον]
Η μαύρικη ελληνική διασπορά
αυτή η παντρεμένη έξω από την ομογένεια
Η σκούρα ελληνική διασπορά
αυτή που βλέπουν έξω σαν κατώτερη σκούρα
Η καφέ ελληνική διασπορά
αυτή που βιώνει τον αποκλεισμό του μεικτού
Η πορτοκαλί ελληνική διασπορά
αυτή που δεν επαναπαύεται στην λευκότητά της
Η έγχρωμη ελληνική διασπορά
αυτή που θα μαχαιρωθεί τα μεσάνυχτα σε σταθμούς μετρό «ελλάς»
Η rainbow ελληνική διασπορά
αυτή που θα προπηλακιστεί στην Ομόνοια
Η ελληνική διασπορά με τις μνήμες του Αμερικάνικου του Αυστραλέζικου του Ευρωπαϊκού αυτοχθονισμού
Αυτή η διασπορά αυτές τις μέρες δεν είναι σίγουρο καν
αν η οργή πνίγει την φωνή της
ή αν η σιγή αναβάλλει επ’ αόριστον οποιαδήποτε υποψία καλοκαιρινής«επιστροφής»…
• πρώτη δημοσίευση Γλώσσες Χ Επαφής, Επιστολές εξ Αμερικής (Ενδυμίων 2016)
Ο Γιώργος Αναγνώστου διδάσκει στο πολιτειακό πανεπιστήμιο του Οχάιομε ερευνητική δραστηριότητα στους χώρους εθνότητας και διασποράς (https://classics.osu.edu/people/anagnostou.1).Στον ποιητικό χώρο έχει δημοσιεύσει δύο συλλογές, Διασπορικές Διαδρομές (Απόπειρα 2012, http://apopeirates.blogspot.com/2012/04/blog-post_20.html) και Γλώσσες Χ Επαφής, Επιστολές εξ Αμερικής (Ενδυμίων 2016,
http://endymionpublic.blogspot.com/2016/07/blog-post.html). Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά (Θράκα, Bibliotheque, (δε)κατα, ToKoskino, Λεύγα, Στάχτες, TransnationalLiterature, κ.α.). Διατηρεί την ιστοσελίδα Διασπορική Σκοπιά (https://diasporic-skopia.blogspot.com/).
***
Mαριάννα Κατζαρά (Marianne Catzaras)
Έκλεισα τα σπίτια μου
Έκλεισα τα σπίτια μου
Ένα ένα αυτό το πρωί
Και φεύγω
Τα σπίτια αυτά του χθες
Και αυτά του σήμερα
Αυτό της πρώτης πατρίδας
όπου μεγαλώνει ανέλπιδα
Μια πέτρινη ελιά
Το σπίτι των παιδικών χρόνων
όπου κοιμήθηκε για πάντα
Το λιγνό κορίτσι
με γυμνό το στήθος
Και το σπίτι των δρόμων
όπου ο γερο-Οιδίποδας
καθισμένος σ’ έναν βράχο
χωρίς φτερά
γελάει εκκωφαντικά
Έκλεισα το σπίτι του καλοκαιριού
με τα παράθυρα χωρίς κουρτίνες
όπου μαζεύονται οι καύσωνες
τους φτωχούς λουτήρες
και τις έρημες καρέκλες
Το σπίτι του χειμώνα
που ο ωκεανός του πήρε τα κλειδιά
την στέγη και τις μαραμένες ανθοδέσμες
Και το σπίτι με τις γιορτινές παραμονές
Επίσης το έκλεισα
Αλλά ποιος θα μιλήσει για αυτό
Το σπίτι των ναυτικών
με τις τσέπες γεμάτες πέτρες
Το σπίτι των μισοτραγουδισμένων τραγουδιών
Το σπίτι των μακρινών ήλιων
Και το σπίτι στο κοιμητήρι
θρασύτερο και από ποτέ
Είναι γι αυτό το σπίτι
που θέλω να μιλήσω
εκεί που η εξορία προσκαλείται
Έκλεισα τα σπίτια του χτες
κι αυτά του σήμερα
δεν στέριωσαν
Τα σπίτια της μοναξιάς
όπου τα μανιασμένα λόγια
άδειασαν από τα κύματά της
την θάλασσα του Αιγαίου
Έκλεισα τα σπίτια μου
το σπίτι των φίλων μου
που γλίστρησαν τα ονόματά τους
στην σιωπή
το σπίτι του ποιητή
μικρή πεταλούδα που την φλερτάρει ο θάνατος
αηδόνι μα και ταυτόχρονα κοράκι
Το σπίτι της φίλης μου
που δίχως μαλλιά χορεύει
στην άκρη της γέφυρας
μια λαθραία νύχτα
Και το σπίτι των σελίδων το έκλεισα
και φεύγω το πρωί
μες στο μυστήριο του χρόνου
χρόνος σε επίπεδα δίχως συνοχή
χρόνος με κλίμακες δίχως ρολόγια
χρόνος σε αγκαλιές μ’ αδύναμα χέρια
(Από το βιβλίο, Να μην ξεχάσω, μτφ. Χρυσή Γιάντσιου, εκδ. Νίκας, 2024)
=======

2 /Εγκαταλείπω την Τύνιδα
Εγκαταλείπω την Τύνιδα
αυτό το πρωί
Παίρνω μαζί μου
Την σιωπή της επίθεσης
τον θυμό
την σκόνη
τους ευτραφείς του χτες
τους οδηγούς των ταξί
και την αρρώστια της μάνας μου
Εγκαταλείπω την φονική πόλη
πορτοκαλί μαντίλι
Αφήνω πίσω μου
την τραγωδό
με το νευρόσπαστο κεφάλι
να δίνει συνέντευξη
στο Νότο της χώρας
Αφήνω την πόλη
οικοδομές με κεραμίδια
που δεν τελείωσαν ποτέ
ένα νταμάρι ανοιχτό στον ουρανό
Ο πατέρας η μάνα
και τα δέκα αδέρφια
δεν ξέρουν
ή
κάνουν πως δεν ξέρουν
καθώς το τσάι ζεσταίνεται ξανά
για το καλωσόρισμα του κόσμου
Στην Λαμπεντούζα
χίλια κομμάτια το κεφάλι
πάνω στον βράχο
Ο παιχνιδοπώλης
λίγο αγαθός
τραυλίζει
Κι ο άλλος όχι πολύ ψηλός
με τις τσέπες
γεμάτες ταυτότητες
περιπολεί
Παίζουν με σπίρτα
ένα δύο τρία
πετούν
πιάνουν
σκορπίζουν
Τα ονόματα
Τα επώνυμα
Τα εξόριστα αδέρφια
Τις μέρες της γέννησης
Τις πόλεις
Τα τρυπημένα μέτωπα
Τα κλεμμένα πλακάκια
Απ’ το παρατημένο μουσείο
Αφήνω
πίσω μου
το σώμα των σειρήνων
τις βάρκες
στην αποβάθρα
Εγκαταλείπω
την πόλη για πάντα
Θυμάμαι
Τα χυμώδη μάτια
του όμορφου δανδή
που σπέρνει παιδιά
απ’ όπου κι αν περνάει
Μέσα στο Transsibérien
είπε
πως ζωγραφίζει αστέρια
στο στήθος των επιβατών
Ήξερες ότι το ουράνιο τόξο
περικύκλωσε τα άγρια ζώα
Ήξερες ότι η λάμψη
έκοψε τον λαιμό του νεαρού αξιωματικού
Ήξερες ότι ο Νότος
φτιάχνει μπάλες
για να διασκεδάσει
Τράβηγμα σκανδάλης
τρεις νεκροί
και μερικά οδόσημα χιλιόμετρα σπασμένα
Αφήνω την πολή
Τον κομμένο στα δύο ουρανό
Κλειδώνω στο κελάρι
Το κάλεσμα της προσευχής
Αφήνω την πόλη.
Τ’ ανασηκωμένο φόρεμα στο πεζοδρόμιο
Στο Bab El Assel
Στην Πύλη του μελιού
πριν καν μεστώσει η εφηβεία
Πηγαίνουν κι έρχονται
Στα πυρετώδη της πρωτεύουσας σοκάκια
Κλείνω τα αυτιά μου
Να μην ακούω την φωνή του περατάρη
και κυρίως μην την αναγνωρίσω
Η σάρκα της μνήμης
αποβάθρα σε πεζοδρόμιο
Τούτη τη νύχτα
φέρνει
στην μητρική τη γλώσσα
τις δυσωδίες που παλινδρομούν
ενάντια στο ρεύμα
όλων των οδών
Εγκαταλείπω την πρωτεύουσα
Σβήνω το όνομά της
Απ’ όλα τα μητρώα της γης
Λέω από μέσα μου
Δεν θέλω να σε βλέπω να πεθαίνεις
Και τρέχω
τρέχω
στην προβλήτα που φεύγει
(Από το βιβλίο, Να μην ξεχάσω, μτφ. Χρυσή Γιάντσιου, εκδ. Νίκας, 2024)
H Mαριάννα Κατζαρά γεννήθηκε στην Τυνησία από Έλληνες γονείς και είναι ποιήτρια και φωτογράφος. Ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο αναζητώντας ένα λιμάνι, αυτό της χαμένης χώρας. Αναζητά μέρη και ανθρώπους και κάνει στάσεις με την εικόνα. Αφού σπούδασε φιλολογία στη Σορβόννη, αφοσιώθηκε στη φωτογραφία. Το ξεκίνημά της σημαδεύεται από πορτρέτα μειονοτήτων, μαύρων από το νησί Τζέρμπα και τσιγγάνων από την Ελλάδα. Το μάτι της στραμμένο στη διαφορετικότητα και την περιπλάνηση. Με τη γραφή και το βλέμμα της μεταμορφώνει την πραγματικότητα μεταξύ γλωσσών και χωρών αναζητώντας τα χαμένα ίχνη. Εκθέτει στην Τυνησία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα. `Ηταν Διευθύντρια μπιενάλε τέχνης της Μεσογείου στην Τύνιδα,στην Ελλάδα. Εκδίδει Τετράδια Καλλιτεχνών, ποιητικές ιστορίες κ.λπ. Κείμενά της έχουν εκδοθεί σε διεθνή περιοδικά και ανθολογίες. Η Μεσόγειος, ο δρόμος, η εξορία και η αναχώρηση παραμένουν οι βασικές ανησυχίες του έργου της. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, ιταλικά, αραβικά και αγγλικά. διευθύνει εργαστήρια γραφής σε σχολεία και νοσοκομεία , se theatra… Ζει στην Τύνιδa. Έχει τιμηθεί με τον τίτλο chevalier des Arts et des Lettres de la république française.

***
Μπίλη Μητσικάκος
Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι
Τα παιδιά που ‘φύγαν μακριά ξαναγυρίζουν
στα σπίτια τους συγκεκριμένες εποχές –
Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι,
κάποιες φορές στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Μόλις τρίξουν τα ροδάκια απ’ τις βαλίτσες τους
παθαίνουν τον ανάτριχο τα λούτρινα
μες στο δωμάτιο και το καλοριφέρ ιδρώνει.
Αφού τρομάξουν τους δικούς τους,
έτσι χλωμά, αδύνατα και αλλαγμένα που ‘ναι,
ξεκινάν και βγαίνουνε μέσα στην πόλη βόλτες.
Περνάνε, λένε, μέσα από τοίχους εύκολα,
μήνες και μήνες έχοντας κάνει χωρίς ήλιο.
Όσοι τ’ αναγνωρίζουν, ουρλιάζουν κι ύστερα
εφ’ όρου ζωής διηγούνται την επίσκεψη
από τα μυαλά αυτά που, είπε η τηλεόραση,
κάποτε τα ρούφηξε σιφώνι νεροχύτι.
Όσοι κάποτε λίγο τα ερωτεύτηκαν
τους λένε μοναχά να ξαναφύγουν μακριά –
είναι καλύτερα, πάντα, εκεί στο μακριά,
ειδικά αν τούτο βρίσκεται όσο γίνεται
ακόμη πιο μακριά από κοντά τους.
Τα παιδιά αυτά που ‘φύγαν μακριά,
πριν μας αφήσουν κάθονται και καπνίζουν
έξω από τα αεροδρόμια μ’ ένα φρέντο
και μασουλώντας μια σφολιάτα.
Όταν σιγά σιγά εξαφανίζονται,
απ΄τα πατώματα οι ειδικοί μαζεύουν
τα ψίχουλα και μία μία τις γόπες
για να υπολογίσουν πόσες ώρες πτήσης
είναι μέχρι εκείνη την άλλη μεριά.
Ο Μπίλη Μητσικάκος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Νεοελληνική και Συγκριτική Φιλολογία στο ΑΠΘ και τη Σορβόννη. Ολοκλήρωσε το διδακτορικού του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης με θέμα την κουήρ επιβίωση, την πρόσληψη των κειμένων και τονν Κ. Π. Καβάφη.
***
Αργύρης Λάκκας
- Το δόγμα Τρούμαν καλά κρατεί
Οι δρόμοι κλείνουνε
Οι ελευθερίες αίρονται (κακώς κακώς)
και επιβάλλεται, με συνοπτικές διαδικασίες, νόμος στρατιωτικός.
/
Ο θείος πεθαίνει στα ξένα.
Ο θείος ο Αμερικάνος, ο μετανάστης, ο Έλληνας —
αναλόγως ποιον ρωτάς.
Ο θείος πεθαίνει στα ξένα.
Αφήνει πίσω του παιδιά, ελληνοαμερικανάκια.
Την Αθανασία και τον Γιάννη.
Τα παιδιά αυτά δεν γνωρίζουν καλά ελληνικά,
και τώρα με εκείνα και με τα άλλα,
μάλλον προορίζονται να αποκοπούν οριστικά από τούτη τη γενιά.
1.2
Πέθανε κιόλας, και η μάνα του βρίσκεται στα μαύρα σκοτάδια·
δεν γνωρίζει τίποτα, κανείς δεν παίρνει το κρίμα.
Φοβούνται, φοβούνται ότι δεν θα αντέξει η καρδιά της.
Συλλογική μνήμη, διαγενεαλογικό τραύμα.
Θα θυμηθεί πώς ένιωθε η γιαγιά της,
όταν έχανε παιδιά στην εξορία.
Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά,
άτιμη γυναίκα, μάλλον παραδομένη σε άντρες κακούς,
κακούς και φθονερούς.
Ξέρω, ξέρω, οι άντρες η αιτία όλων των κακών·
τρώνε, και ψεύδονται, και τρώνε.
Την υποτίμησαν, πάντως.
Μια που της το είπανε, μια που το ξέχασε·
από το ένα αυτί μπήκε, από το άλλο βγήκε.
Τα λόγια είναι σαν τα πουλιά — πετιούνται και χάνονται.
Χωρίς πτώμα, δεν πιστεύει τίποτα.
Υποτίμησαν τη δίψα του ανθρώπου να φτάσει στη Μέκκα,
την πείνα του μυαλού να φιλήσει τον Χριστό.
1.3
Η μνήμη είναι θησαυρός, εξελικτικό πλεονέκτημα·
δεν επιβίωσες τυχαία — αυτή και οι κομπίνες της σε φέραν ως εδώ.
’Φχαριστώ να λες, ’φχαριστώ τον Θεό, τη μνήμη και τις κομπίνες αυτών.
Είναι και φυλακή, σκύλα κακιά, που δεν αφήνει τίποτε να πέσει κάτω·
μύγα δε σηκώνει στο σπαθί της.
Οπλίζομαι, οπλίζομαι, φουντώνω και οργίζομαι.
Η λήθη είναι κατάρα, είναι θανάσιμο αμάρτημα·
ατέλεια της φύσης, είναι η παρακμή του εγκεφάλου σου
και η αδυναμία της ψυχής σου.
Είναι το σώσιμο, είναι η λύτρωση.
Ιδού τα δώρα και τα όπλα του ανθρώπου: η φωτιά και τα σταφύλια —
περσινά ξινά σταφύλια· έλα να κάτσουμε παρέα.
2.
Εγώ δεν σπούδασα.
Χαζοφέρναμε όμως και γω και η αδερφή μου, που να πηγαίναμε;
Η άλλη μας αδερφή όμως…
Αυτή ήταν πολύ έξυπνη﮲ τα έπαιρνε τα γράμματα.
Ο πατέρας μας τη σκότωσε που δεν την έστειλε να σπουδάσει
Και όχι, τίποτα άλλο, έτοιμα τα είχε τα βιβλία από τον Θέμη,
Αυτός έγινε δάσκαλος και όλοι τον παραδεχόντουσαν.
Τη Θανάσω μας όμως τη σκότωσε.
Ήταν πολύ έξυπνη…, έπρεπε να έχει σπουδάσει.
2.1
Και θα την έστελνε,
Αλλά είχε ακουστεί τότε για ένα περιστατικό,
δηλαδή, για δυο αδέρφια που έμεναν μαζί,
Και έμεινε έγκυος η κοπέλια…
Όταν το άκουσε αυτό ο πατέρας μας της είπε «δε σε στέλνω πουθενά»
Και έπεφτε η Θανάσω στα ποδιά του και του έλεγε:
«σε παρακαλώ πατερά, δε με εμπιστεύεσαι; »
Και ξέρεις, τι της έλεγε;
«σε κορίτσι δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη»
…
Κρίμα η Θανάσω μας.
3. εξελληνισμός
Το αγόρι μου μυρίζει τσιγάρο και ρακιά
Ο Σλάβος μου ο μπερδεμένος, άλλοτε Σέρβος, άλλοτε Μακεδόνας, άλλοτε Βούλγαρος —
ο ίδιος αρνείται τα πάντα και τα αφήνει όλα πίσω.
Το «από πού έρχομαι» θα το απαντήσει το τεστ DNA,
κι όσο για το «ποιος είμαι», το ξέρω εγώ,
δυο φίλοι κι η μουσική.
Μεγαλωμένος στα Βαλκάνια των γειτονικών προκλήσεων και του εθνικισμού,
έμαθε κιόλας να διαβάζει τα ελληνικά· θέλησε πολύ να μάθει
όχι τη γλώσσα της οικουμένης, μα τη γλώσσα τη δική μου, τη γλώσσα του αγαπημένου,
και γίνεται όλο και καλύτερο:
Έψαξε, βρήκε και μου αφιέρωσε ένα ποίημα αρχαίου ποιητή·
το αντέγραψε ο ίδιος, στα ελληνικά.
Ήθελε να μου δώκει κάτι στη μητρική μου,
κάτι που να φωνάζει «Αργυρής».
Ήθελε να ξέρω πως σέβεται εμένα και την καταγωγή μου·
ότι, παρόλο που ο ίδιος λέει και πιστεύει, πιστεύει και λέει,
ότι κανείς δεν ξέρει τι γίνηκε στην αρχαιότητα, ότι η ιστορία είναι αβέβαιη,
ήθελε να ξέρω ότι σέβεται εμένα, την καταγωγή μου και την ιστορία μου —
όχι, μάλλον, ότι σέβεται τους ευγενείς μου πόθους και τις εργασίες μου.
Τι καλά, τι ωραία — η αναστύλωση είναι έργο εύκολο·
η καλή πίστη και ο εκσυγχρονισμός πάνε χέρι χέρι.
Περίφημα πάει το έργο της εξομάλυνσης των σχέσεων των δυο χωρών.
Δεν χρειάζονταν Πρέσπα· χρειάζονταν Θεσσαλονίκη και βαλκανική καρδιά.
Ονομάζομαι Αργύρης Λάκκας, γεννηθείς το 2003 (30.12.2003) και κατάγομαι από την Ηλεία, με ρίζες επίσης από την Ικαρία. Είμαι απόφοιτος του Τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ωστόσο οι δραστηριότητές μου δεν περιορίζονται στην επιστήμη μου. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, έχω συμμετάσχει σε καλλιτεχνικά εργαστήρια και εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας, ενώ κείμενά μου έχουν δημοσιευθεί τόσο σε έντυπα όσο και σε ηλεκτρονικά μέσα.
Η τέχνη, για μένα, αποτελεί τον τρόπο που συμπληρώνει το σύνθετο μωσαϊκό της έκφρασης· όταν ο λόγος αδυνατεί, εκείνη αναλαμβάνει να μιλήσει — παραστατικά και άμεσα.
***
Μάριος Παππάς
Το τρένο των 05:55 για Ειδoμένη, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, Βιέννη, Μόναχο και ενδιάμεσους σταθμούς
‘‘Το τρένο των 05:55 για Ειδoμένη, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, Βιέννη, Μόναχο και ενδιάμεσους σταθμούς αναχωρεί σε πέντε λεπτά’’ φώναξαν τα μεγάφωνα
και έκανα να ανεβώ.
Σήκωσα το πρώτο πόδι
πάνω στο τρένο, ήδη στο επόμενο κόσμο
και πίσω ο παλιός.
Δεν θα με έλεγα πατριώτη απαραίτητα
(να πάει στο διάολο είχα σκεφτεί θυμάμαι, μαύρη πέτρα)
αλλά το δεύτερο
δεν σηκώνεται τόσο εύκολα όσο νόμιζα
σαν
να κρατά μια ρίζα
στον ομφαλό
και να θυμάται κάποιο πλάτανο
και ένα χωριό που βλάστησε τριγύρω του
και ένα σωρό άλλα πράγματα
φιλιάστο μάγουλο και παιδικά δωμάτια
και χιόνια το χειμώνα
και τζιτζίκια το καλοκαίρι
και πεδιάδες να απλώνονται κάτω απ’ το πρώτο κρυφό τσιγάρο
Θαρρείς αυτά είναι που πονάνε
όταν δηλαδή
θυμάσαι τι αφήνεις
Και σαν πως δεν το παθαίνουνε και όλοι οι άνθρωποι;
(So much for the famous νόστος, that most Greek of the afflictions)
Η μάνα μου μού ‘δωσε
το σταυρουδάκι της
που βαραίνει το στήθος μου
και το κλάμα της που αρμυρίζει το χώμα
Ο πατέρας μου έχει πεθάνει.
Η Μάρω έχει ήδη βρει τον επόμενο και πηδιόταν πίσω από τις σιταποθήκες του κυρ Ανέστη.
Ο Γιάννης
god bless him
ήρθε μαζί μου μέχρι την Θεσσαλονίκη να περάσουμε τις δυο μέρες πριν φύγω και μετά θα γυρνούσε στο χωριό
(μαζί βυζάξαμε εξάλλου
κι ας είναι το αίμα μας αλλιώτικο)
Και ήπιαμε τις μπύρες μας
και πήγαμε στα μπορντέλα μας
και γυρίσαμε την πόλη, άδεια, τα ξημερώματα
ώμο με ώμο
κι ο κόσμος όλος μες στο βλέμμα μας
Το τελευταίο βράδυ ξαπλώσαμε στο δωμάτιο που νοικιάσαμε
Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε κουρνιάσει πάνω μου
Ανάσαινε και ένιωθα την καρδιά του να χτυπάει πάνω μου
σκληροί κι οι δυο
I ain’t no queer
αλλά
είναι γλυκιά η αγκαλιά
και το ταξίδι είναι μακρύ
Όταν ξύπνησε τραβήχτηκε
λίγο απότομα
‘‘Θα έρθεις να με δεις, έτσι;’’
τον ρώτησα.
‘‘Εννοείται’’ είπε
γυρισμένος πλάτη
(αλλά τον είδα
σκούπισε τα μάτια του, κι άλλο χώμα αρμυρό)
Αυτά σκέφτηκα λοιπόν με το ένα πόδι μετέωρο
και έπειτα ανέβηκα
και το τρένο των 05:55 για Ειδομένη, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, Βιέννη, Μόναχο και ενδιάμεσους σταθμούς έφυγε.
Ο Μάριος Παππάς γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 2000. Σπούδασε φιλολογία στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο
‘‘Πλειάδες’’ εκδόθηκε το 2020. Ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη.














