Ραψωδία ψ
Μόνη
κοιμάσαι, μαθαίνεις κοπτική, ραπτική, να τελειώσεις το σάβανο του Λαέρτη∙
μαθαίνεις να αναπνέεις, μαθαίνεις να γράφεις στρογγυλά α με τον κονδυλοφόρο,
στερεώνεις φουρκέτες στα πυκνά μαλλιά σου, διαβάζεις αντισυμβατικούς
συγγραφείς, τι Φλωμπέρ, τι Κατερίνα Γώγου, τηλεσκοπείς τους γύρω σου, στα
αεροδρόμια κάνουν πως φεύγουν, εσύ στην πύλη Α, αφίξεις εκτός Σέγκεν, σε ένα
δίφρο κάθεσαι βαριά, όλο αχ και βαχ, περιμένεις, έχεις αμελήσει τα 40 μιλιγκράμ
της ψυχοτρόπου∙ διακορεύεσαι, γυμνάζεσαι, περνάς τα μαθήματά σου, περνάς το
χρόνο σου, μπροστά από τη λέξη «εκλογίκευση» περνάς και αφουγκράζεσαι.
Τη
νύχτα αρχίζει πάλι τα δικά της η γερόντισσα: «Κι αν γυρίσει θα έχει σίγουρα
γεράσει, δε θα ‘ναι κοτσονάτος. Δύσκολο να τον αναγνωρίσεις».
Το
καλοσκέφτεσαι εσύ, αλλά δεν την αφήνεις να σε επηρεάσει: «Καλή μου Ευρύκλεια, ο
άνθρωπος αυτός είναι σπάνιας ομορφιάς. Σε σωριάζει ολομεμιάς. Σε κοιτάζει μία
έτσι με τα μάτια του και σου λύνεται ο αφαλός. Όποτε κι αν έρθει, θα το δεις,
θα πάθω».
Ράβε
ξήλωνε εσύ το νεκροσέντονο με το λουλουδικό και τα αλόγατα, μόνη κοιμάσαι,
μόνη, δεν είσαι τόσο πιστή στην απελπισία σου, κάτι καλοκαίρια τα πρόσθεσες
στις οφειλές, σκέφτεσαι και περπατάς για δύο, με τα τέσσερα πόδια σου τους
φωτοσβέστες μνηστήρες κλωτσάς στα αχαμνά, περιμένεις, εργατοώρες αναμονής, τον
Οδυσσέα, περιμένεις τον Όντι σου.
Τα διαμερίσματα
Στην απουσία του έρωτα τα
διαμερίσματα της πόλης συντηρούν ακόμα τη μνήμη σου, στέκουν άθικτα, μένουν πίσω
να συγκρατούν λέξεις πίσω από τις πόρτες τους, λέξεις παραχωμένες ανάμεσα σε ανέγγιχτα
έπιπλα, ντουλάπια, γωνίες από καιρό λησμονημένες, στα σκασίματα του παρκέ, δεν
έχουν νόημα πια – ό,τι ξεχνιέται χάνει το βάρος του – πηγαίνουν, έρχονται, νέοι
ένοικοι μεταφέρουν, νέες ιστορίες, έναν εαυτό μεταφέρουν, μαζί με τα συμβόλαια μια
έμφοβη ύπαρξη διαρκώς, τις μεταφορικές με τα σελοφάν, και ποιος δεν κοιτάζει
πίσω; ρούχα που κάποτε έπεσαν εδώ, ίσως ξέμεινε χνούδι, ίνα, ινίδιο να θυμίζει,
με σπασμένες χορδές τι σκοπό να παίξω, ήθελα να τραγουδώ, να σου τραγουδώ, ίσως
βρεις αποτυπώματα, στους τοίχους δαχτυλιές, ίσως περισσεύματα συναισθημάτων, μια
νότα αρωματικού καφέ που έπινες, στον τοίχο μετρούσατε το ύψος σας, ίσως έστω
κάτι, ψάχνεις φαντάσματα κάτω απ’ τη σκόνη, ακούς τις ανάσες κοντά στο αυτί;
τις ακούς; άκουσέ τες, είναι εδώ, στο δωμάτιο αυτό το βορινό, ακόμα, α και το
βογκητό, ναι, φυσικά, δεν το ξεχνώ, αγκομαχητά υψίστης συμβολικής αξίας, τρελές
συνουσίες, εδώ είχε μια βιβλιοθήκη σφύζουσα, εκεί μια μυρωδιά ορισμένη, εδώ
κορνίζα εγκλωβισμένης παιδικότητας, πήγαινε στην οδό Βαλτετσίου «κι αυτοξεχάσου
εύχαρις», όπως λέει η θεία Κίτσα, σημάδι από αγάπη πρώτη, εδώ απομεινάρι μη
αποζημιωμένο θα υπάρχει πάντοτε, αυτοξεχάσου, λοιπόν, αυτολυπήσου,
αυτοχτυπήσου, πολλές φορές επιστρέφεις εδώ και γελάς με τις επιλογές σου, εδώ
στον δεύτερο και τελευταίο όροφο, αχ πόσο γελάς, χαχα, αυτογελάσου, μετά
οικτίρεις, μετά σέρνεσαι αλλού, εσύ ρημάδι σέρνεσαι, αυτοσύρσου, μετά οδός
Λομβάρδου 150, οδός μη επιστρέφοντος έρωτος, οδός απελπισμένης κίνησης, οδός
μετανοίας, ω θαυμαστή μου επικονίαση, ω στρεβλά μου συμπεράσματα, κι αξίζει, θα
έλεγε κανείς, μια αναφορά στην οδό Σεμιτέλου, όψη καταπλήσσοντος κάλλους, μωρό
μου, εσένα δεν ξεχνώ, στο σπίτι όπου ο ίδιος ο Γκοντάρ, ο Ζαν-Λυκ σου λέω,
γύρισε την Περιφρόνηση, εδώ το νουβέλ βαγκ, μία πλήρης ενάστρωση, εσύ Καμίλ μου
μία ενίσχυση που λάμνεις τσακισμένη προς ένα χτες, πού είναι το Κάπρι, τους
ρωτάς, πού; εδώ ο υπαρξισμός, στους τίτλους τέλους τελείωσε και το ειδύλλιο, Capri
c’est fini, σε φινί, καλή μου, όλα τελειώνουν, αυτοτελειώσου, φεύγουμε τώρα, και
δεν ξαναβρεθήκατε, ασυγκέραστοι πάλι, άλλοι θα έρθουν να ενοικιάσουν, η
ευκαιρία εχάθη, αυτοχάσου, αυτοξεχάσου, αυτοτελειώσου πάλι, όλα τελειώνουν, τα
πάντα ήταν τελειωμένα πριν καν αρχίσουν.
Χαρακώματα
Δεν γνώριζαν, δεν το πίστευαν
το παιδί τους δεν θα το ‘κανε ποτέ,
πραότατοι κι ευγενείς,
στην αλλοδαπή γαλουχήσεις με
δίσκους και βιβλία,
ένα δωμάτιο βιβλία, αρχέτυπα, μπλε
ολόγιομο, έτρεμε
από πάνω ως κάτω,
δεν το έμαθαν ποτέ,
πάντοτε στην προχθεσινή αμυχή
που έβλεπε στην ωλένη
φόντο ειλικρινά λευκό και οστεώδες,
φρουμάζοντας άλλοτε
λουφάζοντας
ευχαριστιόταν στ΄αλήθεια,
το άλικο εστεμμένος,
με την εμβροντησία τους.