Παράνομοι
εραστές για εφτά χρόνια. Ερχόταν σπίτι της δύο φορές την εβδομάδα. Οι υπόλοιπες
μέρες έσπρωχναν η μία την άλλη με δουλειά και για τους δυο τους.
Η
μοναδική φορά που έμειναν τρεις μέρες μαζί, ήταν τότε που έφυγε η γυναίκα του για
το εξωτερικό. Τρεις παράξενες μέρες που κατά βάθος δεν ήξεραν τι να κάνουν ο
ένας με τον άλλον. Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν. Αλλά να.
Κυριακή
του πρότεινε μια βόλτα στο παζάρι. Δέχτηκε ανακουφισμένος. Περπατούσαν σιωπηλοί
ώσπου έπεσαν πάνω σε δύο καρεκλάκια ροκοκό. Την άκουσε κατάπληκτος να παζαρεύει
και να μην του επιτρέπει να της τα κάνει δώρο. Στην επιστροφή τη ρώτησε πώς θα
τα επισκευάσει. Του απάντησε ότι πιάνουν τα χέρια της. Μπήκαν στο σπίτι και την
παρακολουθούσε να ετοιμάζει τα εργαλεία ενώ ταυτόχρονα μαγείρευε. Έπιασε την
εφημερίδα του για να κρύψει εκείνη την αλλόκοτη χαρά που ένιωθε και δεν
μπορούσε να τη βάλει σε λόγια. Έφαγαν, εκείνος άραξε στον καναπέ κι εκείνη
έπιασε δουλειά. Τα έξυσε με γυαλόχαρτο, πέρασε καινούργια ταπετσαρία στα καθίσματα,
λουστράρισε το ξύλο. Όλα με ταχύτητα και σιγουριά επαγγελματία. Την παρατηρούσε
αμίλητος κι ευτυχισμένος. Την άκουγε να σφυρίζει όσο δούλευε και σκέφτηκε ότι
έχει συμπεριφορά μπετατζή κι ότι του άρεσαν οι εκπλήξεις της. Αναρωτήθηκε αν
είχε ξαναγνωρίσει γυναίκα που φέρεται έτσι. Όχι.
Το
βράδυ έκαναν έρωτα και του ανακοίνωσε ότι αυτά τα δύο καρεκλάκια θα ήταν οι
θέσεις τους για τον απογευματινό καφέ όποτε θα ερχόταν σπίτι της.
Μετά
το τριήμερο πήγε και της αγόρασε δύο φλιτζάνια με πιατάκια σε στιλ ροκοκό να
ταιριάζουν με τα καρεκλάκια της. Έφτιαξε καφέ και όντως κάθισαν μπροστά στη
τζαμαρία να τον πιουν, όπως ακριβώς το είχε φανταστεί εκείνη. Αμίλητοι και
χαμογελαστοί ν’ ακούνε Μαντάμα Μπατερφλάι.
Φεύγοντας
του είπε να μην ξανάρθει. Το είπε ήσυχα και απόλυτα, κοιτώντας τον με το πιο
ζεστό της χαμόγελο. Στην αρχή δεν κατάλαβε. Όμως όταν άπλωσε το χέρι και του
πήρε τα κλειδιά της, κατάλαβε.
Γύρισε
σπίτι του με τα πόδια. Κάθε τρεις και λίγο κοιτούσε το κινητό του, μήπως του
τηλεφώνησε και δεν το άκουσε. Δεν του τηλεφώνησε ποτέ. Σε λίγο καιρό άλλαξε και
σπίτι. Δεν τη συνάντησε πουθενά, δεν έμαθε τίποτα γι’ αυτήν από κανέναν.
Εξάλλου εφτά χρόνια, είχε φροντίσει να την κρατήσει μυστική. Και εκείνη το είχε
σεβαστεί.
Η
ζωή του κύλισε. Αν πένθησε, το ήξερε μόνο εκείνος. Κάτι νύχτες που δεν μπορούσε
να κοιμηθεί, θυμόταν τον τελευταίο τους καφέ στις καρεκλίτσες ροκοκό με τα
ασορτί φλιτζάνια.
Χρόνια
μετά, σε μια βόλτα στο παζάρι, τα είδε μπροστά του. Έσκυψε να τα ελέγξει
άναυδος. Ναι, ήταν τα δικά της. Αναγνώρισε ένα σημαδάκι στο πίσω δεξί πόδι που
του είχε πει ότι κανονικά θέλει ξυλόστοκο, αλλά δεν είχε στο σπίτι της. Η
γυναίκα του επέμενε ότι τα ήθελε δώρο για την επέτειο του γάμου τους. Μόνο που
δεν βρήκε ποτέ θέση στο σπίτι τους γι’ αυτά τα δύο αριστουργήματα.
Τα
κατέβασε στο υπόγειο, τα έβαλε απέναντι απ’ το γραφείο του, ανάμεσα σ’ ένα
τραπεζάκι. Έπινε εκεί τον καφέ του, ακούγοντας Μαντάμα Μπατερφλάι δύο
απογεύματα την εβδομάδα ως το θάνατό του.