ΒΑΛΣ

Πού ’ναι τα
χεράκια που ανέθρεψαν τις λέξεις;

Δίχως εσένα το
ταλέντο θα έμενε μισό.

Τι να σου πω

Πως στενεύουν οι
μέρες στα δωμάτια των ανθρώπων;

Το δικό μου το έχω
ήδη καταπιεί

Άστεγος ζω,
ευτυχισμένος.

Τα βράδια βλέπω
τους σημαδεμένους ουρανούς

Και κλαίω από
λατρεία.

Κάθισε μαζί μου,
δε θα σε κοιτάζω

Δε σ’ έχω δει ποτέ
άλλωστε

Μόνο την
καθαρότητά σου

Το στίγμα της.

Μια μικρή σελήνη
έχω στο στόμα

Ναρκωτικό κάτω απ’
τη γλώσσα

Σάλιο με σάλιο σ’
το δίνω, γλείψ’ το.

Kι έπειτα, πώς ο κόσμος θ’ αντέξει

Το βάρος του ασυνειδήτου μας;

ΤΡΙΛΕΠΤΟ

Μάζεψα δυο τρία
πράγματα

Τα έδεσα με σχοινί

Παιδικά όνειρα
ήταν.

Το έκοψα.

Βρέθηκα κάτω από τα σκεπάσματα

Σ’ έναν υπέροχο οργασμό.

                                                                          ΤΟ
ΤΩΡΑ

Ο θάνατος των
ανθρώπων

Η αθανασία των
χρωματιστών ρούχων

Το δαχτυλίδι που
φοράς

Μέχρι να μείνει
κόκαλο

Κοίτα έξω
ομορφιά! Τον ήλιο.

Πόσους εραστές
μετράς από πάνω σου, δε βαρέθηκες;

Πάνω από πόσα
κορμιά ο ήλιος έχει περάσει;

Φωτίζει το ίδιο.

ΛΕΞΕΙΣ

Είναι η θάλασσα ουρανός

και το στομάχι σου στο στόμα μου ευτυχία.

Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή “Ανηλικίωση “

εκδόσεις Γαβριηλίδη