Ο Ορέστης είναι ένας από τους περίεργους ήρωες της
αρχαίας τραγωδίας. Αν και επιφορτισμένος με θεϊκή εντολή να εκδικηθεί τον
θάνατο του πατέρα του, εν τούτοις η προστάτιδα θεότητα του δεν μπόρεσε να τον
προστατεύσει από τη μανία των Ερινυών. Είναι σαν να λέμε πως ο Θεός είπε στον
Αβραάμ να θυσιάσει το παιδί του, αλλά πως μετά δεν θα μπορούσε να τον
προστατέψει από την καταδίκη του στην Κόλαση. Παρ’ όλα αυτά, ο Ορέστης
απαλλάσσεται από τους δαίμονές του μέσα από ένα πολύ «ανθρώπινο» θεσμό – το
δικαστήριο. Η ειρωνεία είναι εμφανής. Η ανθρώπινη τάξη επεμβαίνει στην τάξη των
θεών. Όμως υπάρχει ένα ακόμα βαθύτερο
αστείο. Ο Αισχύλος αυτός που «σεβόταν» τη θεϊκή τάξη τελειώνει την Ορέστεια του
με την επικράτηση ενός αστικού θεσμού επί των «δαιμονικών στοιχείων». Από την
άλλη ο «βέβηλος» και «ανατρεπτικός» Ευριπίδης, βάζει τον Ορέστη να τον κυνηγάνε
ακόμα οι Ερινύες παρά την απόφαση του δικαστηρίου και αναγκάζεται να τρέξει στη
γη των Ταύρων, όπου για να εξιλεωθεί πρέπει να κλέψει το άγαλμα της Άρτεμης. Τι
από τα δυο συμβαίνει εν τέλει; Ο ίδιος ο μύθος φαίνεται να αυτοδιαψεύδεται. Από
τη μια αναγνωρίζει πως η εποχή των παλιών ειδώλων αντικαθιστάται σιγά σιγα από
τον ερχομό ενός νέου «αστικού» δικαίου. Από την άλλη και παρά την αθώωση του τόσο
από τους νέους Θεούς όσο και από τους πολίτες, οι Ερινύες συνεχίζουν να
κατατρύχουν τον Ορέστη.
Ο Ορέστης δεν μπορεί να προσεγγιστεί εύκολα. Ακόμα και ο
έτερος των μεγάλων τραγικών ηρώων, ο Οιδίποδας φαίνεται να πλησιάζεται πιο
εύκολα τόσο από την τραγωδία όσο και από την επιστημονική ανάλυση. Ο Οιδίποδας
είναι πιο «καθαρός» σε σχέση με τον Ορέστη.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο διαφέρουν αυτοί οι δυο. Από τη μεριά της
ψυχανάλυσης εκπληρώνουν μια θεμελιακή απαγόρευση, τον φόνο του πατέρα. Ο ένας
άμεσα και ο άλλος δολοφονώντας αυτόν που πήρε τη θέση του πατέρα του, δηλαδή
τον Αίγισθο – δομικά τόσο ο Αγαμέμνων όσο και ο Αίγισθος είναι όμοιοι, αφού
είναι τα αντικείμενα της επιθυμίας της Κλυταιμνήστρας. Και ενώ από τον Οιδίποδα
ξεπήδησαν συμπλέγματα, αναλύσεις και ένας μιμητισμός στη λογοτεχνία, το όνομα
του Ορέστη προκαλεί το ανάθεμα που δεν προκαλεί η ανοίκεια οικειότητα του
οιδιπόδειου μύθου. Δεν αναπαράγεται συχνά ούτε ταυτίσθηκε με ψυχικές δομές.
Αυτό σημαίνει είτε πως ο μύθος του μπορεί
να αναλυθεί με τα εργαλεία του οιδιπόδειου μύθου ή πως ο πυρήνας του είναι
απρόσιτος από το αρχαίο και σύγχρονο σκέπτεσθαι.
Παρά τη στενή σχέση ανάμεσα στον Οιδίποδα και στο όνειρο
που έχει αναπτυχθεί εξαιτίας του Φροϋδ, είναι ενδιαφέρον πως το όνειρο έχει
μεγαλύτερη λειτουργική σημασία στην Ορέστεια. Η Κλυταιμνήστρα ονειρεύεται πως
ένα φίδι θα την δαγκώσει το στήθος, η ερμηνεία του οποίου είναι κάτι παραπάνω
από εμφανής. Αλλά το πιο συγκλονιστικό όνειρο έρχεται στις Ευμενίδες, όπου οι
Ερινύες ονειρεύονται την Κλυταιμνήστρα οι οποίες τις ψέγει επειδή κοιμούνται
και έχουν αφήσει ατιμώρητο τον φόνο της. Τα πλάσματα του εφιάλτη μπορούν να
ονειρεύονται μόνο εφιάλτες και η Κλυταιμνήστρα γίνεται η Ερινύα των Ερινύων. Ο
Ορέστης έχει βγει από ένα σύστημα δικαίου που η μοντέρνα και αρχαία σκέψη δεν
μπορεί να καταλάβει. Η απόλυτη συμμετρία του ορέστειου δράματος διαφέρει από
την κατανοητή ασυμμετρία του οιδιπόδειου δράματος. Ποια είναι η τιμωρία για
κρίματα του Οιδίποδα; Καμία Ερινύα δεν τον κυνηγά, παρά μόνο έρχεται λοιμός
στην πόλη. Πεθαίνει ήρεμος στην Αθήνα από γηρατειά. Οι Θεοί δεν τον
εγκατέλειψαν ποτέ. Από την άλλη ο Ορέστης πεθαίνει από δάγκωμα φιδιού, οι Θεοί
τον παρατάνε και επι πλέον έχει και τις Ερινύες να τον καταδιώκουν. Μήπως ο
φόνος της μητέρας είναι πιο σημαντικός από τον φόνο του πατέρα; Η λύση του
προβλήματος είναι ότι ο Ορέστης είναι μια πανούργα προβολή της μητρογραμμικής
κοινωνικής οργάνωσης; Το φίδι που τον σκότωσε αναπαράγει ακριβώς αυτή τη λογική
μιας «ιστορικίστικης» ανάλυσης των μύθων. Η νίκη των πατριαρχικών φύλων επί των
μητριαρχικών αναπαριστάται σε όλη την ελληνική μυθολογία ως η νίκη κάποιου ήρωα
απέναντι σε κάποιον δράκο ή φίδι (π.χ Απόλλωνας και Πύθων, Κάδμος, Ιάσων κτλ).
Η πατριαρχική λατρεία των ηρώων υπεισήλθε σε ένα ήδη οργανωμένο θρησκευτικό
σύστημα και έτσι αναδύθηκε η αρχαιοελληνική θρησκεία.
Γιατί
όμως θεωρούμε τη θρησκεία ένα εμπειρικό φαινόμενο; Γιατί αρνούμαστε να δώσουμε
στους προγόνους μας της ικανότητα του φαντάζεσθαι και τους υποβιβάζουμε σε απλές
εμπειρικές διόπτρες. Οι μύθοι δεν εξηγούν το παρελθόν, αλλά το παρόν για αυτό
και από τραγικό σε τραγικό ποιητή υπάρχουν παραλλαγές. Ο Ορέστης παραμένει
απρόσιτος επειδή δεν εξηγεί τίποτα ούτε για εμάς ούτε για τους αρχαίους.
Αναδύθηκε από μια εποχή όπου η συμμετρία και η πίστη στη δικαιοσύνη ήταν
ανώτερη από κάθε συλλογικό «αίσθημα δικαίου». Ο Ορέστης θα κυνηγηθεί από τις
Ερινύες ό,τι και να γίνει και η εκδίκηση τους είναι προσωπική. Αντίθετα στον
Οιδίποδα η εκδίκηση είναι συλλογική για αυτό και την πληρώνει ο λαός με τον λοιμό.
Στον Οιδίποδα όμως υπάρχει αίσθημα δικαίου, αφού ο υπεύθυνος κατονομάζεται και
απομακρύνεται ως μιαρός. Ο Ορέστης έρχεται από μια εποχή που το υποκείμενο δεν
ξεπλένει την ενοχή του με κανέναν τρόπο και δεν υπάρχουν ακόμα οι θεσμικοί
ψυχολογικοί μηχανισμοί που αίρουν κάποιο φορτίο ενοχής από την κοινωνία. Κοινώς
το «έγκλημα» είναι προσωπικό και δεν τυποποιείται με κάποια κοινωνική η
ψυχολογική διαδικασία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Ερινύες αντιστοιχούν σε
συγκεκριμένα ατομικά εγκλήματα άλλες είναι π.χ οι Ερινύες του Αγαμέμνων και
άλλες της Κλυταιμνηστρας. Ο πολιτισμός μας μπορεί να αναγνωρίσει το εαυτό του
στη μύχια επιθυμία της αιμομιξίας και του φόνου του πατέρα και «καταλαβαίνει»
το αίσθημα δικαίου που προκύπτει από την τιμωρία αυτών των επιθυμιών (λοιμός
και εξαγνισμός του δράστη). Δεν μπορεί όμως να καταλάβει και να αναγνωρίσει την
επιθυμία και την ενοχή ενός υποκειμένου που βγαίνει από μια εποχή τόσο ακραία
«ανθρώπινη» που ακόμα και οι δαίμονες έχουν ως εφιάλτες τους ανθρώπους.
Η δικαιοσύνη
αυτής της εποχής είναι αμείλικτη, εφιαλτική δίχως κάθαρση. Ο μύθος του
Ορέστη επιβίωσε όχι εξαιτίας μιας αμυδρής συλλογικής μνήμης που αναγνώρισε
«κάτι» στον μύθο, αλλά εξαιτίας της αμηχανίας που νιώθουμε και νιώθανε απέναντι
σε αυτόν. Ίσως δείχνει την ανάγκη μιας κοινωνία στο να απαλύνει τις ενοχές της.
Η μητροκτονία στην Ορέστεια είναι απλά το όχημα, ένα λογοτεχνικό κόλπο. Αυτό
που είναι σημαντικό είναι η συμμετρική ακατανόητη δικαιοσύνη.