Οι γονείς της ήρθαν στην Ελλάδα πριν
τριάντα χρόνια από κάποια χώρα της Αφρικής, δεν έχει σημασία ποια. Γέννησαν την
κόρη τους στην Ελλάδα, την έφτασαν μέχρι τα πέντε της κι ύστερα το έσκασαν.

Το κορίτσι τους μεγάλωσε σε
ορφανοτροφεία καθώς κανείς αξιοπρεπής Έλληνας δεν διανοήθηκε να υιοθετήσει ένα
μαυράκι. Στο ορφανοτροφείο της άλλαξαν και το όνομα από Ανταίζε που σημαίνει
πριγκίπισσα, σε Καλλιόπη και τη φώναζαν πίτσα. Το κοριτσάκι νόμιζε ότι πήρε το
όνομά του από τη διπλανή πιτσαρία όπου μια γελαστή κυρία την κερνούσε
καθημερινά ένα κομμάτι ναπολιτάνα.

Η Πίτσα ήταν ένα ήσυχο παιδί, καλή
μαθήτρια που έμαθε γρήγορα ότι αν δεν είναι και τα δύο αυτά, θα την έκλειναν
στην αποθήκη, εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο που βρομούσε μούχλα. Επίσης έμαθε
νωρίς ότι πρέπει πάντα να χαμογελάει, ανεξαρτήτως με το πώς ένιωθε, για να
μειώσει τις επιθέσεις. Το άλλο που έμαθε ήταν ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε
χρώματα. Τις νύχτες στα ορφανοτροφεία απ’ όπου πέρασε, κοιμόταν κάτω απ’ το
κρεβάτι της ώστε να χτυπούν το μαξιλάρι και τα ρούχα της αντί για την ίδια. Το
πρωί χαμογελούσε στα παιδιά που την κοιτούσαν άναυδα γιατί δεν είχε μελανιές.

Γύρω στα έντεκα γνώρισε μια κυρία στο
σχολείο που ενδιαφέρθηκε να την υιοθετήσει. Όμως δεν μπορούσε γιατί δεν ήταν
παντρεμένη ούτε είχε μεγάλη περιουσία. Όμως η κυρία Ευτέρπη, κατάφερε να πείσει
τις δασκάλες και τους υπεύθυνους του ορφανοτροφείου ώστε να παίρνει την Πίτσα
για βόλτες κάθε Κυριακή. Στα δεκατρία της η κυρία έγινε ανάδοχη μητέρα της
Πίτσας. Και το πρώτο που έκανε ήταν να της τραγουδάει τα ονόματά της.  Έβρισκε τυχαίες μελωδίες γνωστών τραγουδιών
και αντί για τα λόγια, αγκάλιαζε το κορίτσι και του έλεγε: «Πίτσα, Καλλιοπίτσα,
Καλλιοπάκι μου, εσύ ‘σαι τ’ όνειρό μου και το μεράκι μου», ή «Ανταίζε, είσαι
είσαι, το κουκλάκι μου, το λουλουδάκι μου, το αστεράκι μου».

Κοντά της ένιωσε επιτέλους τι σημαίνει
καλοσύνη, ευγένεια, χαρά. Τέλειωσε το Λύκειο με άριστα, μπήκε στην Ιατρική,
έγινε παιδίατρος. Η κυρία Ευτέρπη δεν κατόρθωσε ποτέ να την υιοθετήσει επίσημα.
Όταν πέθανε η Καλλιόπη έμαθε ότι της είχε αφήσει ένα σοβαρό ποσόν στην τράπεζα
και το σπίτι όπου έζησαν.

Η Καλλιόπη ξανάμεινε ολομόναχη σε μια
πόλη που ποτέ δεν αγάπησε, σε μια χώρα που την κυνηγούσαν κάτι σκυλιά με μαύρες
κουκούλες και ρόπαλα. Υπηκοότητα δεν πήρε ποτέ, μόνο ανανέωνε την άδεια
παραμονής της πληρώνοντας δικηγόρους και μπάτσους.

Στα γενέθλια των τριάντα-πέντε της
χρόνων, η Καλλιόπη το πήρε απόφαση. Κατέθεσε τα χαρτιά της, τα πτυχία της, τις
συστατικές επιστολές απ’ το νοσοκομείο όπου δούλευε σε μια οργάνωση γιατρών που
δουλεύουν στην Αφρική. Τη δέχτηκαν αμέσως.

Στις 8 Ιουνίου, ημέρα της γιορτής της
πήγε στο νεκροταφείο να χαιρετίσει την αγαπημένη της Ευτέρπη.

«Μάνα φεύγω. Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι σαν
κι εσένα. Θα πάω να βοηθήσω εκεί που δεν θα αγριεύουν με το χρώμα μου. Και θα
σε έχω πάντα μέσα μου. Κι αν τύχει να συναντήσω τους βιολογικούς μου γονείς, θα
τους πω ότι τους συγχωρώ που με εγκατέλειψαν γιατί αν δεν το έκαναν, δεν θα
είχα βρεθεί στην αγκαλιά σου».