«Απλώνεσαι αέρας Κι όλο ρίχνεσαι Υγροποιώντας τα λίπασμα
Ακούγοντας τον Λόρκα ‘’Οι ποιητές μισήθηκαν Όσο αγαπήθηκαν Φοβήθηκαν όσο Τους
έχουν Φοβηθεί’’ Και όσο ξετινάζεσαι έρχεται πάλι σκόνη να σε θρέψει Ακούγοντας
τραγούδι Πέρα μακριά παράδοσης Χορούς να μην διακρύνεις». (Ηλίας Τσέχος, ‘Η
σκόνη αύριο’).

Η νέα ποιητική συλλογή του Ημαθιώτη ποιητή Ηλία Τσέχου φέρει
τον τίτλο ‘αγριόχορτο στόμα’. Το ποιητικό ‘αγριόχορτο στόμα’ αποτελεί μία
σύγχρονη και κρισιακή συνάμα ποιητική κραυγή, εκεί όπου ο ποιητής παρεμβαίνει
ενεργά ανασύροντας στην επιφάνεια μνήμες και κρυμμένες αξίες. Ο ποιητής έχει
«κατακτήσει» την ποίηση ως όλον που εισχωρεί στις γωνίες της κοινωνικής
κανονικότητας. Το ‘αγριόχορτο στόμα’ διακρίνεται για τον ωμό ρεαλισμό του, για
την «γήινη» επαφή του ποιητή με τις λέξεις και την ποίηση, και τελικά για την
ίδια την συγκρότηση μίας ζώσας ποιητικής πράξης.

Είναι δύσκολο να γράφεις ποίηση την εποχή της βαθιάς
οικονομικής κρίσης. Κι όμως, ο Ηλίας Τσέχος τοποθετεί την ποίηση του στην
«καρδιά» της οικονομικής κρίσης, καταγράφοντας σκέψεις και πράξεις μίας
δύσκολης κοινωνικοπολιτικής καθημερινότητας. Θα έλεγα πως του αξίζει ο
χαρακτηρισμός μείζων «κρισιακός» ποιητής καθότι η κρισιακή ποιητική του
ταυτότητα λειτουργεί σαν πυξίδα και εργαλείο αποδόμησης των διαφόρων εκφάνσεων
της κρίσης. Η ποιητική του πρόζα προσδίδει εύρος στον άνθρωπο, τον συγκροτεί
ξανά και ξανά ως ποιητικό ον.

Μετά τα ‘πλήθη του ενός’ έρχεται η ποιητική συλλογή
‘αγριόχορτο στόμα’ για να καταγράψει στο χαρτί τις «άγριες» λέξεις μίας
«ιδρωμένης» και πλέριας ζωής. Θαρρείς πως οι λέξεις σχηματίζουν μία ποιητική
αλληλουχία που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, μία αλληλουχία οποία αφενός μεν
ανανεώνει και αναζωογονεί την εγχώρια ποιητική πρόζα, αφετέρου δε «σφραγίζει»
με ποίηση τους  σημερινούς δύσκολους
καιρούς. «Δεν ψιθυρίζεσαι, Κραυγείς, διαιωνίζεις Επήρα λάθος δρόμο Ξηραίνεσαι
χλωραίνεσαι Άγρια άγρια Όχι δεν γράφω να Συγχωρηθεί ο Θάνατος Να πας τουαλέτα
Άλλη μία ιδρωμένοsexΔεν
γράφω να Ομορφαίνουν Χεσμένα όνειρα Χορτοβρυκόλακες Ανέμοι».[1]

Στο ποίημα ‘αγριόχορτο’ συμπυκνώνεται το ποιητικό γίγνεσθαι
του Ηλία Τσέχου. Γιατί πριν και πάνω από όλα αυτή η διάσταση που αναδύεται
είναι η κραυγή, η κραυγή που προσλαμβάνει την μορφή της ποίησης. Στο
‘αγριόχορτο στόμα’ ο ποιητής επιδιώκει να υπερβεί τις θλιμμένες γωνίες της
σιωπής και της λήθης, προσδίδοντας έρμα και νόημα στις υπαρξιακές αναζητήσεις
της καθημερινότητας. Κι έτσι, αναδύεται η ποίηση της «μιας ανάσας», καυτή,
ιδρωμένη και «γυμνή», η ποίηση που πόρρω απέχει από την γλυκιά εξιδανίκευση της
ζωής.

«Δεν γράφω να Ομορφαίνουν Χεσμένα όνειρα Χορτοβρυκόλακες
Ανέμοι», τονίζει ο ποιητής που γίνεται δέκτης μηνυμάτων και τα μετασχηματίζει
σε ποίηση που «σπάει τα κόκκαλα» των συμβάσεων, των υλικών αντιλήψεων και του καθωσπρεπισμού.
Όχι το ‘αγριόχορτο στόμα’ δεν σχετίζεται με την κατάπτωση της υλικότητας και
την διάψευσης των ονείρων. Αντιθέτως, «εγγίζει» την «γυμνή» υπόσταση του
ανθρώπου, δίνοντας «φωνή» όχι στο όνειρο αλλά στην πράξη. Έτσι ακριβώς πρέπει
να κατανοήσουμε το ‘αγριόχορτο στόμα’. Ως μία ποιητική πράξη που δύναται να
προκαλέσει ρήξεις και τομές σε ότι ονομάζουμε και προσλαμβάνουμε ως ευθύγραμμη
πορεία της τέχνης και της ζωής.

«Όσο απουσιάζω Κάντε με παρέα Χαρακώματα Ταράσσεται χαρά Από
το φως που Φεύγει κι έρχεται Πελάτη αναγνώστη Μανταλάκι Ρούχα γκρεμνά Πότισμα
αυτόματο Σε κάποτε περίπτερα Ανάλογα τα Οπισθόφυλλα Τιμή να αλλάξεις Μάνα χώρα
Χρόνο».[2] Η «απουσία» του ποιητή
αφήνει πίσω της τα σημάδια της ποίησης. Η ποίηση του «εγγίζει» τις «γωνίες» της
ύπαρξης, «φωτίζει» τον δρόμο για έναν καθημερινό ποιητικό ριζοσπαστισμό. «Η
Τιμή να αλλάξεις Μάνα χώρα Χρόνο» άπτεται της ίδιας της ποιητικής παρέμβασης
του ‘αγριόχορτου στόματος’. Εδώ η αλλαγή κύρια ισοδυναμεί με το εύρος που
αποκτά η ποιητική συλλογή ‘αγριόχορτο στόμα’.

Ο ποιητής Ηλίας Τσέχος ομιλεί ως εκπρόσωπος των ανθρώπων που
βιώνουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ο χρόνος αντιστρέφεται και αποκτά
τα νοήματα της ποίησης και της ποιητικής πορείας του Ηλία Τσέχου. Στο
‘αγριόχορτο στόμα’ ο ποιητής, ενσωματώνει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της
ποίησης του Κώστα Βάρναλη: «Δε δίνω λέξες παρηγόρια, δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες το χώμα γίνεται φως, γίνεται νους».[3]


Και οι λέξεις και τα νοήματα του ‘αγριόχορτου στόματος’
«γίνονται νους», απαραίτητα «εργαλεία» για την κατανόηση του σύγχρονου
γίγνεσθαι. Ο Ηλίας Τσέχος με την καινούργια ποιητική του συλλογή ‘αγριόχορτο
στόμα’ «μεταφέρει» την ίδια την ποίηση και τις όψεις τις στο τώρα, στο σήμερα
που προσδιορίζεται από την υλικότητα των συμφερόντων. Μας καλεί σε ένα αρχέγονο
ταξίδι στον χώρο και στο χρόνο, στο χθες και στο σήμερα, εκεί όπου τον πρώτο
αλλά και τον τελευταίο λόγο τον έχει η ποίηση.

Γράφει ο ποιητής: «Αφεντικό τι νομίζεις Σπίτι στο χωριό Στην
πόλη άλλο Ασφάλτου αυτοκίνητο Άλλο στα χαλίκια Αδιάβαστα αγράμματα Τρία παιδιά
Τσουβάλια στο τσουβάλι Τι νομίζεις Πάει η ζωή Με μια γυναίκα μάπα Σε κλαίω
αφεντικό Σκίζω μάγουλα μελάτα Προσκύνα με δεν σε πιστεύω».[4] Στο συγκεκριμένο ποίημα, ο
ποιητής προβαίνει στην αμφισβήτηση και στην απόρριψη ενός δεδομένου τρόπου
ζωής. Με τρόπο σατιρικό και άμεσο, προβαίνει στην καταγγελία του εύκολου
πλουτισμού και της επίδειξης. Οι λέξεις «εκτοξεύονται» άγριες, ανοίγουν δρόμο
για να διαβεί το ‘αγριόχορτο στόμα’,  που
είναι το «στόμα» του ποιητή που «λαξεύει» την μνήμη, την καταγγελία και την
αποδόμηση στον χώρο και στο χρόνο. Το ‘αγριόχορτο στόμα’ βαθαίνει την τέχνη του
καιρού μας. Δεν επιζητεί την επιδαψίλευση τιμών, αντιθέτως, καλεί τον αναγνώστη
σε ένα ταξίδι που καταλήγει στο  «σταθμό»
του σήμερα. Και σε αυτό το ταξίδι ο υποψιασμένος αναγνώστης συναντά την μνήμη,
την αποδόμηση τον έρωτα που είναι «γυμνός», «σκληρός», αλλά και υπέρβαση του
ατομικού είναι.

Ενδιάμεσοι σταθμοί δεν υπάρχουν. Το ‘αγριόχορτο στόμα’
εκκινεί και καταλήγει έχοντας ως βασικό οδηγό την ποίηση που δεν επαναπαύεται
στα κεκτημένα του παρελθόντος αλλά «βουτάει» στη «λάσπη» του σήμερα για να
ανασύρει στην επιφάνεια εκείνες τις αξιακές και ρηξιακές τομές που συγκροτούν
μια νέα αντίληψη. Το ‘αγριόχορτο στόμα’ του Ηλία Τσέχου διαμορφώνει την
υποκειμενικότητα της ποίησης που με τον δικό της τρόπο καταγράφει, παρατηρεί
και αναλύει. Κι αυτή η υποκειμενικότητα δεν στέκεται μετέωρη, δεν στροβιλίζεται
στις γωνίες των «φανταχτερών» λέξεων. Έτσι, «γυμνή» και αληθινή,
μετασχηματίζεται σε ένα αμάλγαμα 
πνευματικής διαφορετικότητας που τόσο έχουμε ανάγκη σήμερα.

Ας κλείσουμε αυτό το κείμενο με τις υπομνήσεις του ίδιου του
ποιητή: «Αυτή η νύχτα Άδεια Θα σπάσω Πέτρες Ένα το χελιδόνι Δύο κυνηγοί Χάρτινο
το Μισθουλάκι Ρίξε στο κορμί μου Μέλλον Ζιγκουάλα Μαχαίρι μεγάλο Έχε γεια
Παναγή Ο πιο καλός ο μαθητής Μια καπιτάλα Δώδεκα ευζωνάκια Ανήλικα Ζεϊμπέκικο
της Μαλακίας Κάτω στης Μαργαρίτας Ξενιτιές Σου’ πα μάνα μ’ Σούπα Παιδιά της
Ελλάδος Κωλόπαιδα Μακεδονία Ξακουστή Φατσούλα Το πλοίο θα σαλπάρει Τρένα Σαν τα
μάρμαρα Της μπάγκας Συννεφιασμένη Κυριακή Δευτέρας Μήλο μου κόκκινο Σοβατισμένο
Ιτιά, ΔουΝουΤιασμένη Σαν πας στην Καλαμάτα μάνιmoneyΚεφάλαιο να παρατραγουδάς!».[5]


Η ποιητική συλλογή του Ηλία Τσέχου ‘αγριόχορτο στόμα’ δεν
παρελθοντολογεί, αλλά αντιθέτως «γεννά» τα όρια μίας νέας παρεμβατικής και
συνάμα «κρισιακής» ποίησης, της ποίησης που ενώνει τον άνθρωπο-αναγνώστη με τον
κοινωνικό χώρο που τον περιβάλλει. Τα ποιήματα που συγκροτούν την ποιητική
συλλογή εγκιβωτίζονται στον χώρο ως όψεις διαμόρφωσης μίας νέας ποιητικής
«υλικότητας» και υποκειμενικότητας. Και ναι, το ‘αγριόχορτο στόμα’,   περιέχει τις «λαβωμένες» ζωές  της κρισιακής περιόδου.


[1]
Βλ. σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Αγριόχορτο’ Ποιητική
συλλογή ‘Αγριόχορτο στόμα’, 2015.

[2]
Βλ. σχετικά, 
Τσέχος Ηλίας, ‘Εξώφυλλο’, Ποιητική συλλογή ‘Αγριόχορτο στόμα, 2015.

[3]
Βλ. σχετικά, Βάρναλης Κώστας, ‘ο Οδηγητής’,
Ποιητική συλλογή ‘Το φως που καίει’, Εκδόσεις Κέδρος, 1956, σελ. 87.

[4]
Βλ. σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Κόθορνε’, Ποιητική
συλλογή ‘Αγριόχορτο στόμα’, 2015.

[5]
Βλ. σχετικά, ‘Φόνοι λαϊκών τραγουδιών’, Ποιητική
συλλογή ‘Αγριόχορτο στόμα’, 2015.