Λογοτεχνία και θεωρία: για τη ‘λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: Ανθολόγιο κειμένων’, του K. M. Newton

Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης

(Για το βιβλίο ‘Λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: Ανθολόγιο κειμένων’, του K. M. Newton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013, Μτφ. Κωστας Σπαθαράκης- Αθανάσιος Κατσίκερος)

Το Ανθολόγιο κειμένων ‘Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα’, του K. M. Newton, αποτελεί μία ελπιδοφόρα εκδοτική προσπάθεια στο χώρο της μελέτης της λογοτεχνίας λόγω της μεγάλης συμπεριληπτικότητάς της αναφορικά με τις θεωρίες, τις σχολές σκέψεις, τα ρεύματα και τους ανθρώπους που περιέχει στις σελίδες της. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα βιβλίο – εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα αλλά όχι με τον συνηθισμένο τρόπο – το οποίο ανανεώνει σε σημαντικό βαθμό την υπάρχουσα κατάσταση της ελληνικής βιβλιογραφίας σε ό,τι αφορά τη θεωρία της λογοτεχνίας και, επιπλέον, δίνει στο πεδίο έναν πιο οικουμενικό – αλλά κι ευανάγνωστο – τόνο. Ο Νιούτον προσφέρει στον αναγνώστη μια πανοραμική θέαση του θεωρητικού λογοτεχνικού κόσμου, αφήνοντας αλλά και προτρέποντας τον να εισχωρήσει βαθιά μέσα του, να τον κατανοήσει και να αισθανθεί μια κάποια επάρκεια και ευελιξία.

Ακόμη, θα πρόσθετα ότι η εν λόγω ανθολόγια, πέρα από το γεγονός ότι καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της λογοτεχνικής θεωρίας και κριτικής παρουσιάζοντας τις αντίστοιχες απόψεις μέσω πρωτότυπων κειμένων – των στοχαστών – και όχι αναλύσεων και κριτικών πάνω σε αυτά από μελετητές, είναι εξαιρετικά κερδοφόρα για τον αναγνώστη, τον μελετητή, τον κριτικό και γενικότερα για όποιον ενδιαφέρεται να εντρυφήσει στο ατέρμονο σύμπαν του λογοτεχνικού φαινομένου, διότι δίνει ορατότητα σε άγνωστες – ή/και λιγότερο γνωστές – φωνές (ειδικά στην ελληνική πραγματικότητα) της θεωρίας της λογοτεχνίας, οι οποίες πολύ συχνά αποσιωπούνται για ιδεολογικο-πολιτικούς λόγους.

Θεωρώντας αυτή την προηγούμενη παρατήρηση ως το πιο σημαντικό στοιχείο του συγκεκριμένου βιβλίου (αφού το εγκυκλοπαιδικό/εισαγωγικό στοιχείο λίγο έως πολύ υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει), θα σταθώ κυρίως στα κείμενα τριών θεωρητικών που συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία, των Ντέηβιντ Μπλάιχ, Στάνλεϋ Φις και Άλαν Σίνφηλντ, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει κάποιο είδος μειονεκτικής προβολής απέναντι στα υπόλοιπα κείμενα της ανθολογίας – και ειδικά σε κείμενα που προέρχονται από ίδια (ή/και παραπλήσια) θεωρητικά μετερίζια.

Οι προαναφερθέντες τρεις θεωρητικοί, προέρχονται από το ευρύ πεδίο της μεταδομιστικής παράδοσης και αποτελούν θα λέγαμε τις πιο ριζοσπαστικές και συγκρουσιακές φωνές της ανθολογίας του K. M. Newton – και ίσως της (γνωστής τουλάχιστον) λογοτεχνικής θεωρίας συνολικά. Οι απόψεις τους, σχεδόν άφαντες στον ελληνικό χώρο και πάντως σίγουρα ενταφιασμένες, ασχολούνται με το αναγνωστικό υποκείμενο και την αναγνωστική διαδικασία, χωρίς όμως να δανείζονται τα θεωρητικά τους εργαλεία και υλικά από τις προγενέστερες εξουσιαστικές θέσεις και κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια, προσπαθούν να κινηθούν ενάντια στο κατεστημένο ρεύμα που επικρατεί στον χώρο του θεωρητικού διαλόγου για τη λογοτεχνία, το οποίο έχει δύο πρόσωπα.

Το πρώτο πρόσωπο δεν είναι άλλο από το γνωστό, παλαιό συγγραφοκεντρικό παράδειγμα. Εκεί, τα πράγματα ίσως να είναι καταφανώς ορατά, λογικά, εξηγήσιμα και απλά – και είναι όντως, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι το παράδειγμα αυτό είναι τόσο ξεπερασμένο όσο και αποτυχημένο (ήδη από τη γέννησή του). Όμως, οι εν λόγω θεωρητικοί αντιμάχονται και ένα ακόμη κατεστημένο πρόσωπο, πιο πρόσφατο κι ελκυστικό αλλά το ίδιο παλιό (στη σκέψη και την πρακτική): την ψευδο-αναγνώριση της σημασίας της αναγνωστικής διάστασης και την ψευδο-ενασχόληση με την εργασία που επιτελεί ο αναγνώστης, έτσι όπως εκφράζεται κυρίως από τους Χανς Ρόμπερτ Γιάους και Βόλφγκανγκ Ίζερ.

Δεν είναι εδώ ο χώρος για να αναπτυχθεί η σκέψη τους. Συνεπώς, κλείνω λέγοντας ότι οι απόψεις αυτών των τριών, είναι υβριδικές, ρευστές, διαλεκτικές και το πιο βασικό, προχωρούν στη σύσταση ενός πραγματικά συνεκτικού, κοινού θεωρητικού σχήματος για τη λογοτεχνία, που δεν απορρίπτει, δεν αφήνει ούτε ξεχνά: μόνο θέτει – ανοικτά – ερωτήματα, διαφωνεί ή συμφωνεί, προβληματικοποιεί – δήθεν – ξεκαθαρισμένα πράγματα και, τέλος, δεν αποδέχεται κάποιο είδος προϋπάρχουσας ουσίας, βάσης, ενέργειας κ.λπ. στις οποίες οφείλει κανείς να υπακούσει πρώτα ώστε να είναι σε θέση να σκεφτεί, να μιλήσει και να δημιουργήσει.

Έχοντας όμως υποχρέωση να αναφερθώ και σε αρνητικά χαρακτηριστικά του βιβλίου, σημειώνω τα εξής δύο σημεία. Πρώτον, η απουσία αρκετών απόψεων περί λογοτεχνίας, όπως για παράδειγμα του Maurice Blanchot, του Gilles Deleuze, της Louise Rosenblatt, του Jean Paul Sartre και άλλων, είναι αρκετά φανερή στο γνώριμο – με τη θεωρία της λογοτεχνίας – αναγνωστικό μάτι, αδικώντας έστω και λίγο το όλο εγχείρημα. Δεύτερον, σε στοχαστές όπως ο Roland Barthes και ο Michel Foucault για παράδειγμα, θα ήταν πολύ πιο ωφέλιμο να συμπεριληφθούν σημεία και από άλλα τους κείμενα.

Τέλος, το Ανθολόγιο κειμένων ‘Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα’, του K. M. Newton, είναι ένα βιβλίο εισαγωγικό πάνω στον τομέα του, πολυπρισματικό, πρωτότυπο, εμβριθές, με καίρια σχόλια του επιμελητή που συνεισφέρουν στην ευκολότερη κατανόηση και ολοκληρωμένο – για το είδος και τον σκοπό του – βιβλίο που δεν θα μπορούσε να μην κριθεί τόσο απαραίτητο όσο και σημαντικό.

 

Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.