εκδόσεις Θράκα

I

λοιπόν, άργησα. Ζω πια με την Ειρήνη – την Ειρήνη Ξένου. Κι έχω χάσει
τις μέρες εντελώς. Ίσως και σένα που σωπαίνω πιο πολύ απ’ όλα αυτόν τον καιρό.
Κατηγορούσες πάντα τις σιωπές μου. Ένας βίαιος εξαναγκασμός μέσα στο χρόνο –
έλεγες. Μα έγιναν πολλά, αλήθεια. Δεν δικαιολογούμαι. Μόνο, για μια στιγμή
διαφεύγω· ίσως. Σου γράφω. Όσα περισσότερα μπορώ. Έστω κι από εδώ. Με άλλον
τρόπο δεν θα τα καταφέρουμε. Το ξέρεις. Κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι πως μπορεί να
μην προλάβουμε. Μπορεί. Ενώ χρειάζεται. Κι αυτό πια δεν είναι εξαναγκασμός·
μοιάζει ελευθερία. Διαφωνείς. Το νιώθω ότι διαφωνείς. Όμως· σου γράφω
πραγματικά για εμένα και για εκείνη και ξεκινώ το πρώτο μας πληθυντικό με δύο
λέξεις που αγαπάς. Στο μεταξύ, πλησία­σε· η Ειρήνη –που ως τώρα την γνωρίζαμε
μόνο σαν Ξένου ή κάποτε την φωνάζαμε με κάποιο άλλο όνομα, καθόλου
συμπτωματικά, σε διαβεβαιώ– κάθεται δίπλα μου. Και βιάζεται. Όχι τόσο γιατί
φλυαρώ· όσο γιατί αυτή τη στιγμή σχεδόν την προδίδω. Και πρέπει να το κάνω
γρήγορα. Ώστε η προδοσία να ξεχαστεί, να μείνει η αλήθεια – όπως συνήθως
γίνεται. Σου γράφω ακριβώς μ’ αυτόν τον σκοπό. Κάθε λέξη έχει πάντα έναν σκοπό
και οι δικές μου όλες, αυτόν. Για αρχή τουλά­χιστον. Κι ακόμη πιο τουλάχιστον,
κάθεται δίπλα μου, σ’ το είπα. Κι αυτό παίζει τον ρόλο του, συνταιριάζοντας
όλους τους ρόλους. Φορές μιλάμε ακόμη ακόμη τα ίδια λόγια, λοιπόν. Είμαι η
Ειρήνη. Η Ειρήνη Ξένου. Και εσύ πρέπει να είσαι. Ναι, όντως είσαι. Περίεργο.
Αυτές οι συστάσεις λέω, περίεργες. Όμως, χαίρομαι. Το ξέρεις πως χαίρομαι. Μ’
αυτόν τον τρόπο, μου γνέφει, σε υπάρχω. Στις δυο αυτές σου λέξεις

II

πριν. Όλα αυτά σχεδόν συνέβησαν. Κι εκείνη στεκόταν
ακόμη απέναντι. Σε απόσταση. Και είναι δύσκολο έτσι να δεις· μες στην απόσταση.
Διπλασιάζεσαι. Τα μάτια σου καθρέφτες. Θυμήθηκα τότε εκείνη την κουβέντα σου
πως· καλύτερος τρόπος για να καταστρέψεις μια ζωή δεν υπάρχει από το να την
κάνεις δύο. Μία εδώ και μία εκεί. Την ίδια. Δύο. Mου πήρε καιρό να καταλάβω πως
έκανες λάθος στους υπολογισμούς. Να την καταδικάσεις αφού σπάσει. Αυτό είναι τρομερότερο.
Να μην διανύσεις το ενδιάμεσο. Συμφώνησα και γω. Γι αυτό του φώναξα: είμαι η
Ξένου που θυμάσαι. Και η Ειρήνη που θα γνωρίσεις. Που θα γνω­ρίσεις, με ακούς;
Όμως ήταν τόσος κόσμος ανάμεσα που δεν άκουγα τίποτα. Άνθρωποι αμέτρητοι,
διάφοροι. Κάποιοι που περπατούσαν επιτηδευμένα ανίδρωτοι, όπως ήθελαν. Και
άλλοι, πολλοί, που τους τραβούσανε στραγγαλιστές απ’ τα μαλλιά τα στόματα από
παντού και σέρνονταν. Καθαρίστριες άνδρες γυναίκες, οδηγοί ταξί και λεωφορείων,
εργάτες υπάλληλοι γραφείων, δάσκαλοι ντελιβεράδες κι άνεργοι και φοιτητές,
πολλοί. Πολλοί. Νεκροί ή ζωντανοί, και τέλος πάντων νε­κροζώντανοι. Κι εγώ. Εγώ
ήθελα με τη φόρα που έχει ένα κλουβί όταν σπάει ν’ ακούσω τ’ όνομα της το οποίο
συνέχεια μου διέφευγε. Σου είπα καθόλου συμπτωματικά. Τότε σκαρφίστηκα ένα
κόλπο. Εκείνοι κάτω είναι οι φίλοι σου, φώναξα μ’ όλη μου τη δύναμη. Έχουν στα
χέρια τους τις σημασίες των πραγμάτων. Κι αυτό το άκουσε. Μάθε να ξεχωρίζεις
τους φίλους σου. Καθένας κι ένα γράμμα μου. Όλοι μαζί το όνομα μου. Ειρήνη
Ξένου. Και μη φοβάσαι. Σχημάτισε τους όπως θες. Πάντα θα βγαίνει τ’ όνομά μου.
Κι έτσι έκανα, έτσι προσπαθώ να. Παραλείπω πολλά, το ξέρεις. Κι ακόμη
περισσότερο, σίγουρα όλα αυτά σου φαίνονται αλλόκοτα. Σαν τις γνωστές παλιές
μου παραισθή­σεις. Καμιά φορά, θα δεις, γίνονται τα γεγονότα που φέρνουμε στον
κόσμο. Μη γελάς. Θα δεις. Τότε γιατί κάθομαι δίπλα του συνέχεια. Μόνο να είμαι
σίγουρη ότι άκουσες πώς με λένε. Κι έπειτα, μαζί. Σαν γεγονότα. Σε όσα
γίνονται. Μ’ αυτά τα λίγα που σου γράφουμε. Μαζί

III

συναντηθήκαμε. Πλάι σ’ όλους εκείνους και προς εκείνη.
Στην πλάτη πάνω μιας εποχής. Δεν υπερβάλλω. Τραβούσα τα βλέφαρα μίας κυρίας
γύρω στα σαράντα, έσερνα πίσω μου τα πρησμένα πόδια ενός άντρα που έψαχνε
δουλειά, σχημάτιζα με τον νου μου τα μπράτσα της πιο όμορφης γυναίκας. Όλα αυτά
–καθώς και τα προηγούμενα– για να συλλαβίσω αργά το όνομά της. Ει-ρή-νη-Ξέ-νου.
Βλέπεις; Ώστε, Ειρήνη – είπα· και θυμήθηκα εσένα όταν ήσουν ακόμη παιδί. Τότε
που σε μάγευαν τα πάζλ της βιτρίνας κάποιου συνοικιακού βιβλιοπωλείου κι
απλωνόσουνα στο πε­ζοδρόμιο φαρδιά πλατιά ώσπου να σου πάρουν δώρο μία από τις
πολλές σπασμένες εικόνες. Μετά δεν τις έφτιαχνες ποτέ. Κι εγώ συνέχισα από τότε
να σου παίρνω για δώρο ένα πάζλ στα γενέθλιά σου. Γιατί χαιρόσουν μόνο και μόνο
που ήξερες πως όσα κι αν ήταν τα κομμάτια, βρίσκονταν στο κουτί ακίνδυνα. Είχαν
απλά την προοπτική μιας ενότητας. Απλά, μια προοπτική. Αρκούσε. Ένιωθες έτσι
κάποια εξουσία. Ώστε, Ειρήνη, είπα ξανά, και ξαφνικά βρέθηκε δίπλα μου. Το
θραύσμα και η εγγύτητα. Και η Ειρήνη δίπλα μου. Η τομή ολοφάνερη. Δος μου τα
χέρια σου, του είπα. Κι ούτε που είχα προσέξει πως τα χέρια του ήταν ψεύτικά ή
τέλος πάντων δεν ήταν πάντα αληθινά. Τριγύρω ο κόσμος περνούσε, περνούσαμε και
εμείς, κι αυτός -ο ανόητος- μαζεύτηκε όταν κατάλαβα. Μα δεν χρειάζεται πια να
είναι όλα αληθινά. Αρκεί να ‘ναι τόσα που να μπορούμε να φτιάξουμε τα υπόλοιπα
πέρα από την ανάγκη. Πάρε τα χέρια μου –του είπα ξανά– ή έστω άσε με να νομίζω
πως προσφέρεσαι· κι εγώ θα έρθω. Πλησίασα. Με μιαν ανώριμη σιγουριά. Μ’ εκείνη
την τομή να χάσκει ακόμη. Μήπως φτάνει, με ρώτησε. Ίσως φτάνει, επανέλαβε. Όχι,
όχι, επέμεινα· και συνέχισε. Κι όσο προχωρούσα οι άνθρωποι μαζεύονταν ένα
ζυμάρι γύρω μας. Κι ο αέρας γέμιζε. Η Ειρήνη· τα πάντα βιάζονταν. Γιατί
προδοσία δεν είναι το να εγκαταλείπεις, αλλά το να μην χτίζεις τον δρόμο. Κι
αυτό πρέπει να γίνει γρήγορα, θυμάσαι; Η τομή. Εκεί. (Φίλησέ με – Με φίλησε).
Πάνω στο ίδιο σώμα. Ώστε, Ειρήνη – είπε. Ναι, ναι Ειρήνη – είπα. Κι ύστερα,
μείναμε μαζί· εγώ και τα δύο της ονόματα. Το δώρο σου για φέτος, καλά
μαντεύεις. Και μην ανησυχείς που φαίνεται να χάλασε. Φαίνεται. Μόνο, φαίνεται