Η ζωή των Ελλήνων στο εξωτερικό, Μέρος Έβδομο

Στο έβδομο μέρος του αφιερώματος μας για τη ζωή των Ελλήνων στο εξωτερικό επιλέξαμε ποιήματα των: Αντώνης Μπογαδάκης, Άννα Αγιανόγλου, Άστρα Παπαχριστοδούλου και Αναστασία Γκίτση.

 

Αντώνης Μπογαδάκης

 

Ναι, ακόμα κι εγώ
κάποτε κάποτε
δεν έμπαινα στον κόπο,
τα ίχνη απέμεναν σαν φούσκες
τ’ αλατιού, μια βαβούρα
πάνω στ’ ατημέλητα βράχια,
δεν κινούμαι, έλεγα,
κι έτσι ο ήλιος
περνούσε άχαρα από μπροστά μου
αλλά εγώ στητός
όχι χωρίς καμία σημασία
ή υπόνοια όχι εκεί στις σκιές, όχι εδώ
στην κοντόφθαλμη αγέλη των εκφράσεων.
Ήμουν αναγκασμένος ν’ απομείνω,
απόμερα για μιαν ακόμη φορά,
να δοκιμάσω τον καινούριο κρυψώνα
σαν πέτρινη σάρκα που στάζει
από την υγρασία –
απ’ όπου υπηρέτησε
πιστά την ανθρωπότητα –
να ροκανίσω τον χρόνο
όπως ένα μουλάρι μασάει τ’ άχυρα,
εν τέλει να επιτρέψω
να ξαναφαγωθεί το σκοτάδι
με την ελπίδα κάποιου σπίρτου
που πρώτο θα τ’ άκουγε τ’ αφτί μου.
Βέβαια ήθελα κάτι άλλο,
μιαν άλλη σύγχυση, έναν καινούριο
τρόπο εκτέλεσης. Θα ’ταν υπέροχο!
Ίσως ένα ταξίδι σε μια βάρκα
κοιτώντας πίσω
επιρρεπής στο να μην φτάνει ποτέ
με τον δικό μου τρόπο,
προφίλ, κουφός, κρυψίνους,
ορθός σαν κατάρτι
από την μέση και πάνω σαν ένα είδος
απόστασης στο βάθος
μιας λαγκούνας,
απόστασης από τα γόνατα,
τις κλειδώσεις
τους αστραγάλους,
δεν πρέπει να γονατίζω,
δεν πρέπει να σκύβω,
δεν πρέπει να υπομένω
από το πρώτο πράγμα ως το δεύτερο
ως το ψάθινο καπέλο που το τραβάει ο άνεμος,
την ανήμπορη βάρκα, το κουπί
που δεν το βλέπω,
προς πάσα κατεύθυνση,
χωρίς αμφιβολία δεν βλέπω και το δεύτερο –
τι να κάνουμε; –
πλιτς πλατς πλουτς!
ο άνεμος
σ’ όλο το μήκος και το πλάτος
της αργίλλου
αυτό το πεδίο π’ ακούγεται αχανές
αλλά κόβεται στην μέση
από μια φωνή
όρθια, γονατιστή, προφίλ
ανήμπορη κι αυτή σαν την βάρκα
μια φωνή προορισμένη να γίνει νάρθηκας
σ’ άθλιους, αλευρωμένους ανθρώπους
ριγμένους για θυσία στο χαντάκι
λίγο εξεζητημένο μα οφθαλμοφανές,
άκλαφτο
σχεδόν ανφάνς!

Στ’ άλήθεια πως να ξεμπερδέψεις έτσι;

======

Κι αυτό το κομβικό
σημείο αναχώρησης,
αντικριστά
στο παραλήρημα του σωτήριου έτους
της φάρσας – ω! δεν θέλει πολύ –
αντικριστά
στο ετοιμόρροπο γόνατο,
το φασκιωμένο στο θάμπος
του δολώματος που,
όπως το κατάρτι κουρασμένο
και προσπαθώντας να βαστάξει,
κατέβαινε ανάμεσα στις
αλμυρές, τουρλωτές χίμαιρες του νερού
κατέβαινε
προς τον βυθό ίσια κάτω,
χωρίς εξαίρεση
και φτιάχνοντας κλίμακες λεπτών
αμυχών οξυγόνου κι απλωσιές
έμπηγε τα ορθολογικά τού νύχια
στον σβέρκο του θαλάσσιου νεκρολίβανου,
ξαφνιάζοντας, είν’ αλήθεια,
την ασάλευτη
με τα γουρλωμένα, ανά πάσα στιγμή,
μάτια της γαρίδας
μνήμη,
κι όταν πια το βάρος του
ώρα πολλή μετά,
έφτανε τελεσίδικα
στην ακινησία του αράθυμου,
ξεσήκωνε από την εντυπωσιακή εκείνη
βουβαμάρα, και σαν μια συλλογή
προδικασμένων ματαιοτήτων,
βουρκώδεις εκατόμβες
περιδινήσεων.
Αυτή ήταν η θάλασσα
γεροντοκόρη
με το τεράστιο υγρό κεφάλι της,
τα φυκώδη στήθη της,
με τα ψάρια που
λαμπύριζαν σαν αλήθωρα
βλέμματα
στρέφοντας την κίνηση τους
πότε προς τον ουρανό
και πότε προς τον πάτο
αλλά τις πιο πολλές φορές
στην επιφάνεια εκεί που,
φεύ, υπήρχε ακόμα
η ελπίδα να καμακωθούν.
Κι έτσι δεν άντεχα πολύ
αυτό το ναύαγιο που
μ’ εξασθένιζε σαν
ανυπόφορος πλατιασμός,
που σκέβρωνε
το πελώριο εξόγκωμα του θρόνου
όπου καθόμουν,
σκιές κι αγριόχορτα
που τρυπούνε αυτήν την βάρβαρη
ανθρωπιά, λαβή
για ένα χέρι που ψάχνει
ακόμα να βρει την ώρα,
τον θώρακα, ένα πνευμόνι
το στέμμα.
Το καλύτερο ήταν πως
δεν είχα πια καιρό,
αν ποτέ έρθει η ώρα γι’ αυτό,
όμως τώρα, στο άψε σβήσε,
μισή ζωή σχεδόν,
μου περίσσευε η κληρονομιά
μιας βάρκας που
πηγαινοέρχονταν
σαν υφάλμυρη πέρδικα
προς την περιφορά του μπάτη
γκλινγκ, γκλονγκ, πλιτς
κι ίσια στον αφρό του κύματος
πού ’μοιαζε με μαριονέτα
και την κορόιδευε.
Τι κι αν είχα απελπιστεί,
τι κι αν ένα μπούκωμα μέσα μου
έκανε να σταθεί στα πόδια του
σφυρίζοντας τύχη και μοίρα
πάνω στην καρίνα μιας ξεκουτιασμένης διάρκειας,
έβγαινα παρόλα αυτά στον μόλο
σκαλίζοντας με τα δόντια
χράτσα, χρούτσα
τα δεμένα του σκοινιά
κι ένιωθα ολοκάθαρα
πως μόνοι μας,
ο ήλιος κι εγώ,
βγάζαμε
ο ένας απ’ τον άλλο
τους ίσκιους
από την πρύμνη στην πρώρα
μεταφυτεύοντάς τους
στο κατακάθι της κάψας
βαλτώνοντας έτσι
με την αιχμή του ιδρώτα μας
όχι τον Γολγοθά
αλλά μιαν άβυσσο
εξασθενημένη, ισχνή,
diminuendo.

 

Ο Αντώνης Μπογαδάκης γεννήθηκε το 1975 στην Αλεξανδρούπολη. Σπούδασε στην Θεσσαλονίκη, στο Λονδίνο και στην Στοκχόλμη. Ζει κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Σουηδία. Έχει οργανώσει την επιμέλεια εκθέσεων σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό κι έχει μεταφράσει σουηδική λογοτεχνία στα ελληνικά. Η ‘Ακολουθία των Βημάτων’ (2023) είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή. 

 

***

Άννα Αγιανόγλου

 

Πορτρέτα

Η μητρική οικογένεια: ένας κουβάς γεμάτος
κοντόσωμα, στιλπνά μαύρα σκουλήκια — σε αέναη κίνηση
Μια μόνο τρύπα για να μιλούν, να αφοδεύουν
Η ρύπανση ίδια

Η πατρική οικογένεια: ένας σπασμένος καθρέφτης, θραύσματα
που χαρακώνονται — οι άκρες πιο παχιές από την επιφάνεια
Προσπαθώντας να τα κρατήσεις, κόβεις τα δάχτυλά σου
— αίμα τρέχει, δεν ταιριάζουν.

 

(Από το βιβλίο Appartenir (Le Castor Astral, 2024), σε μετάφραση από τα γαλλικά της Ιωάννας Αβραμίδου).

=====

Δεύτερες γενιές

Δίπλα στις νεοφερμένες,
βγαίνουμε εκτός εαυτού — τι έχω κάνει για να αξίζω
την άγνοιά μου για τόσα πολλά;

Ό,τι μας λείπει σε εμπειρία
— διαπεραστικές κοιλότητες

προσπαθούμε να το αντισταθμίσουμε

περπατώντας πάνω σε μια γραμμή όπου δύο παλίρροιες
— φαντασιώσεις, βιωμένα ψίχουλα — αποθέτουν
μπροστά μας ρεπλίκες

Στη συμπλοκή
μεταξύ των περιφρονητικών και των ερωτευμένων
— ανίδεοι αδελφοί

υποδυόμαστε, υπερβάλλουμε
την αφοσίωση, την αδιαλλαξία

Γεννημένα από τα μαρτύρια της αμηχανίας μας
τα ψέματά μας στάζουν μέσα στη συλλογική ροή

Και μένουμε, απροσάρμοστοι
με το εκκωφαντικό αίσθημα ανικανότητας.

 

(Από το βιβλίο Appartenir (Le Castor Astral, 2024), σε μετάφραση από τα γαλλικά της Ιωάννας Αβραμίδου).

=====

 

Για να γνωρίζεις πάρα πολλά

Με το ζόρι—Λίγο, μα όχι πραγματικά—
Tα αποκωδικοποιώ—οι εκδοχές μου
απέναντι στην ιδια ερώτηση:
Μιλάς ελληνικά; —ο πατέρας μου
δεν μας τα μιλούσε-ο αδερφός μου κι εγώ
μάθαμε τα βασικά από
εξωτερικές πηγές—Κανείς δεν τα έχει συνεχίσει
για πολύ καιρό—στα είκοσι μου, η επιθυμία—
γροθιά πάνω στο τραπέζι: να μείνω εκεί
—ένα χρόνο, για να τα ανακτήσω—να ανακτήσω τί;
Δεν το έκανα—και σήμερα γνωρίζω
—εαν μάθαινα πραγματικά να μιλώ ελληνικά, εαν μάθαινα
έως ότου να γνωρίζω, θα σήμαινε πως ενισχύω περισσότερο το δεσμό
με τον πατέρα μου, πως γκρεμίζω το φράγμα
—μάζα νερού των βασάνων του
των αναμνήσεων του, τη καταδίκη—
όχι πλέον το σποραδικό ξεχείλισμα
—να κολυμπώ μέσα της—να μαθαίνω, πραγματικά
τη γλώσσα του πατέρα—θα σήμαινε
να γνωρίζω πάρα πολλά.

(Από το βιβλίο Appartenir (Le Castor Astral, 2024), σε μετάφραση από τα γαλλικά της Ιωάννας Αβραμίδου).

 

Η Άννα Αγιανόγλου (γενν. 1985) είναι ποιήτρια και ραδιοφωνική παραγωγός από τη Γαλλία. Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, όπου σπούδασε ρωσική λογοτεχνία. Στη συνέχεια, έζησε τρία χρόνια στη Λιθουανία και την Εσθονία ως καθηγήτρια γαλλικών. Αυτή η εμπειρία την οδήγησε να γράψει την πρώτη της ποιητική συλλογή, Le fil des traversées (Gallimard, 2019), η οποία βραβεύτηκε με το Apollinaire Discovery Award και το Poetry Revelation Award από τη Société des Gens de Lettres το 2020. Η δεύτερη συλλογή της, Sensations du combat, εκδόθηκε το 2022 από τον Gallimard. Η Άννα ζει στις Βρυξέλλες από το 2014 και γράφει και παρουσιάζει την ραδιοφωνική εκπομπή «Et la poésie, alors?» (μια μη κυριολεκτική αλλά ακριβής μετάφραση θα ήταν: «Πάμε στην ποίηση!») στο Radio Panik, ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στην ποίηση από όλο τον κόσμο, με ποιήματα που διαβάζονται στην πρωτότυπη γλώσσα και τη γαλλική τους μετάφραση. Η τρίτη ποιητική της συλλογή, Appartenir, εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Le Castor Astral τον Μάρτιο του 2024.

****

Άστρα Παπαχριστοδούλου

 

Η Άστρα Παπαχριστοδούλου είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στη Δημιουργική Γραφή από το Πανεπιστήμιο του Surrey. Πρόσφατα ολοκλήρωσε ένα πρόγραμμα υποτροφίας Fleck στο Banff Centre for Creativity στον Καναδά, ενώ τα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά βρετανικά και διεθνή περιοδικά, όπως τα Buzdokuz, Resurgence & Ecologist και Bee Craft. Η Άστρα είναι ιδρύτρια του Poem Atlas, μιας πλατφόρμας έκθεσης και εκδοτικού οίκου οπτικής ποίησης, και το έργο της έχει εκτεθεί σε χώρους στο Ηνωμένο Βασίλειο και διεθνώς, όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη Ποίησης, οι Κήποι Kew, η Librairie Métamorphoses, η Γκαλερί Škuc και ο οίκος Christie’s στο Λονδίνο.

***

Αναστασία Γκίτση

 

Απλά είναι τα πράγματα

κοίτα τα πράγματα είναι απλά!

κάθε πρωί 7.53 στο εξωτικό
-όπως το ονόμασε η Τάτι όταν πρωτοήρθε να μ’επισκεφτεί – Dettelbach
ο κόκορας λάλησε 2 φορές και της έκανε εντύπωση
καλά μου λέει από τη μία οι ράγες του τρένου
από τη άλλη ο κόκορας στο κοτέτσι
περίεργο το Dettelbach, είπε

α ήρθε το τρένο! λέω.
μια ώρα διαδρομή με τις στάσεις
να εναλλάσσονται σαν λέξεις στο βλέμμα
Buchbrunn-Mainstockheim
μετά Kitzingen
μετά Iphofen
μετά Markt-Bibart
μετά Neustadt (Aisch)
μετά Emskirchen
μετά Siegelsdorf
μετά Fürth -χαμόγελο εκεί επειδή μένει ο Πέτρος
που γελάμε πάντα παίζοντας στο σαλόνι ή στην κουζίνα-
μετά Hauptbahnhof Nürnberg
κάπου ενδιάμεσα περνά ο/η/το Zugbegleiter να ελέγξει τα εισιτήρια
τους προβάρω ονόματα: Conny, Lars, Bianca, Dirk
κατεβαίνω τις σκάλες
και γρήγορα για το U-bahn

ακουστικά στα αυτιά
στο τέρμα Anyma ή Artbat
σείονται οι ράγες σείομαι κι εγώ

κλείνουν κλείνουν κλείνουν οι πόρτες
βιάσου!
πρόλαβες!
μπήκες
κάτσε σε 19 φτάνεις!
έφτασες
το σχολείο πλησιάζει ολοένα στα βήματα
προλαβαίνεις πριν χτυπήσει για έξω;
αυλή

stop λέμε!
κάτσε λίγο λέμε!
έφτασες λέμε!
πρόλαβες

παντού φύλλα
[…]
δες! φύλλα παντού
σιωπάς

-κλικ-

Έτσι σιωπηλά αποχωρίζονται τον οικοδεσπότη τους τα φύλλα,
κιτρινίζουν, αποδυναμώνονται, εκλεπτύνονται
σαν ευγενείς αριστοκράτες που τελείωσε η ώρα του τσαγιού
και πρέπει ν’αποχωρίσουν με άκρως ευαίσθητες χειρονομίες
και χωρίς θεατρινισμούς.
Έτσι είναι τα φύλλα ανεπιτήδευτα και θαρραλέα
χρυσαφίζουν κατά την ταπεινή τους έξοδο

κοντοστέκομαι πριν μπω στην αίθουσα
παίρνω ένα από κάτω, ενίοτε το πιο λασπωμένο
δεν το καθαρίζω.
Tο απλώνω απαλά στο φυτολόγιο
τους δίνω ονόματα Φέλιξ Σβάρτσενμπέργξ
ή Αντελγκούντε της Βαυαρίας…

Το μάθημα ξεκινά.
Έξω χιλιάδες ονόματα περιμένουν.

-κλικ-

να προλάβω το τρένο στις 3
να ‘μαι σπίτι στις 5
η Φαίη με περιμένει από τις 2
να μην έχει μόνο καθυστέρηση, λέω

δεν είχε

χωρίς καθυστέρηση περνά η ζωή
απλά τα πράγματα!

Αναστασία Γκίτση / 2025 Nürnberg.

 

Η Αναστασία Γκίτση γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Εκπαιδευτικός Μέσης Εκπαίδευσης με μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Chambésy/Ελβετία). Έχει δημιουργήσει το καλλιτεχνικό τρίπτυχο Sygorma όπου ποίηση, εικαστικά, μουσική και νέες τεχνολογίες αλληλοπεριχωρούνται κι εναρμονίζονται. Άρθρα, μελέτες, μεταφράσεις και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, εφημερίδες, περιοδικά, ανθολογίες. Από το 2024 επιμελείται το Poetry Black Box στην Δ.Ε.Β.Θ. Στο θέατρο έχουν μεταφερθεί μονόλογοί της από την ομάδα Contact Ensemble και ποιήματά της από τις ομάδες Trickortreat, Persona non grata, Griechischer Kunstclub Nürnberg e.V και Global Art Nürnberg e.V. Συμμετέχει σε πειραματικά projects και Ιnternational Festivals Poetry (Ελλάδα-Αγγλία-Γερμανία) με video poems και συντονίζει διαδραστικές και μουσικοποιητικές επιτελεστικές αναγνώσεις.