Η φιλοσοφία της φθοράς και η καθαρότητα της σύνθεσης στο Λευκό Τοπίο της Ευσταθίας Δήμου, Ενύπνιο, 2024, ISBN: 978-618-5769-38-3
Γράφει η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου

Η συλλογή Λευκό Τοπίο της Ευσταθίας Δήμου (Ενύπνιο, 2024, ISBN: 978-618-5769-38-3) αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, μετατρέποντας την αφήγηση σε φιλοσοφική και ποιητική διερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Το βιβλίο λειτουργεί ως μωσαϊκό μικρών, αυτόνομων διηγημάτων — παραβολών ή αφοριστικών μικροϊστοριών — που φωτίζουν θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα.
Η Δήμου υιοθετεί μια γλώσσα λιτή, καθαρή στη μορφή αλλά φορτισμένη σε νόημα. Το ύφος της είναι ποιητικό χωρίς λυρισμό και φιλοσοφικό χωρίς θεωρητικολογία. Η επιλογή λέξεων και η δομή των προτάσεων δημιουργούν έναν στοχαστικό, αφοριστικό τόνο, με κάθε διήγημα να κορυφώνεται σε μια αιφνίδια ανατροπή ή έναν καίριο στοχασμό. Ο ρυθμός εναλλάσσεται ανάμεσα σε αργή, εσωτερική περισυλλογή και δραματική ένταση στους διαλόγους, όπου η αλήθεια συμπυκνώνεται σε ελάχιστες λέξεις:«Μη το κάνεις, σε παρακαλώ», ψελλίζει εκείνη. «Αν φύγω μακριά σου, θα πάψω να υπάρχω και μαζί θα πάψεις να υπάρχεις και εσύ».
«Καλύτερα έτσι», της λέει εκείνος αποφασιστικά, δίνοντάς της να καταλάβει πως δε θα κάνει πίσω. «Να ελευθερωθώ, ν’ απαλλαγώ από τις δαιδαλώδεις διαδρομές που μου ζητάς να κάνω»(σ.8).
Κυρίαρχο εργαλείο της δημιουργού είναι η προσωποποίηση: αφηρημένες έννοιες, φυσικά φαινόμενα και αντικείμενα αποκτούν φωνή και βούληση. Ο χρόνος μιλά κουρασμένος, η σκέψη απειλεί τον άνθρωπο, το ποτάμι ονειρεύεται να γίνει λίμνη. Μέσα από αυτές τις αλληγορίες, η Δήμου διατυπώνει φιλοσοφικές διερωτήσεις για την ανθρώπινη κατάσταση και τη φθαρτότητα. Η θεματική της απλώνεται γύρω από τέσσερις άξονες: χρόνο και φθορά, εσωτερική πάλη, γλώσσα και δημιουργία, μύθο και υπερβατικότητα.
Στο διήγημα με το γέρικο σώμα (σ.11), η φθορά αντιπαρατίθεται στη μνήμη, που έχει τη δύναμη να αναγεννά το παρελθόν. Ο ύπνος γίνεται απόδραση σε έναν χώρο «που ούτε νιάτα ξέρει, ούτε και γηρατειά». Στο κείμενο όπου ο χρόνος ζητά αντικαταστάτη (σ.15) αναφέρεται:«Είναι ώρα να αναλάβεις εσύ». «Μα εγώ δεν είμαι αιώνιος», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Τότε κοίτα να κάνεις το ίδιο και με μένα». Η προσωποποίηση οδηγεί σε έναν αφορισμό: ο άνθρωπος, όπως και ο χρόνος, είναι πεπερασμένος· η ευθύνη του είναι να συνεχίσει τη σκυταλοδρομία της φθοράς. Η θεματική κορυφώνεται στο διήγημα (σ.36), όπου «ένας μοναχικός περιηγητής, χαμένος σε λευκό τοπίο, ακολουθεί τα μισοσβησμένα ίχνη κάποιου πάνω σε άγνωστο δρόμο». Το ταξίδι αυτό μέσα στην απεραντοσύνη του λευκού συμβολίζει την πορεία μέσα στο άχρονο κενό της ύπαρξης.
Στο διήγημα με τον σκακιστή (σ.24), η εσωτερική πάλη του ανθρώπου με τον «άλλον εαυτό του» μετατρέπεται σε αγώνα ζωής και θανάτου, όπου η αυτοεξόντωση οδηγεί στην αυτογνωσία. Στη σελίδα 32 ο ήρωας κατηγορεί τον εαυτό του για τις αποτυχίες του και λαμβάνει την απάντηση: «Στον εαυτό σου έπρεπε να ’χεις πιστέψει». Η σκιά (σ.31) γίνεται σύμβολο της μοναξιάς και της αυτοαναφορικής ύπαρξης.
Ιδιαίτερη θέση έχουν τα κείμενα που διερευνούν τη γλώσσα και τη δημιουργία. Ο συγγραφέας που πιστεύει ότι κατέχει τη γλώσσα (σ.7) συνειδητοποιεί ότι εκείνη τον προδίδει· ο ποιητής (σ.9) κατηγορείται από το ίδιο του το ποίημα πως «πάτησε επί πτωμάτων» λέξεων. Η δημιουργία παρουσιάζεται ως βίαιη αλλά αναπόφευκτη διαδικασία. Στη σελίδα 30, η φράση «σ’ αγαπώ» αποκαλύπτεται ως ταυτόχρονα αγάπη και μίσος· η γλώσσα λειτουργεί ως τόπος σύγκρουσης. Στο παζλ (σ.37), το τελευταίο κομμάτι είναι το πρώτο· η ολοκλήρωση προϋποθέτει αποδόμηση και η δημιουργία είναι κύκλος, όχι τέλος.
Στο διήγημα (σ.13), η Ευσταθία Δήμου αντλεί από τον μύθο του Κήπου της Εδέμ, όχι για να τον αναπαραγάγει, αλλά για να τον ανατρέψει και να του δώσει νέο συμβολικό βάθος. Ο Θεός γεμίζει τον Κήπο με όλα τα χρώματα εκτός από το λευκό και το μαύρο, αποκλείοντας έτσι την απόλυτη καθαρότητα και την απόλυτη απουσία. Το μαύρο γεννιέται μέσα από το φίδι και φέρνει την αναστάτωση, ενώ από τη μίξη όλων των χρωμάτων γεννιέται το λευκό, «που την αγνότητα σημαίνει». Το λευκό, ωστόσο, δεν είναι η αρχική αγνότητα του Παραδείσου, αλλά ένα νέο, συνειδητό φως που προκύπτει μέσα από τη φθορά, τη μνήμη και την εμπειρία του κακού. Έτσι, ο Κήπος της Δήμου μεταμορφώνεται από τόπο δημιουργίας σε τόπο μετάβασης, όπου η πτώση γεννά μια βαθύτερη, πιο ανθρώπινη μορφή αγνότητας.

Η διακειμενικότητα στο Λευκό Τοπίο αποτελεί ένα από τα πιο γόνιμα στοιχεία του. Η Δήμου συνομιλεί με τον Κάφκα και τον Καμύ, με τη Βίβλο και τον ελληνικό μύθο, με τον Μπόρχες και τον Ελύτη. Από τον υπαρξισμό δανείζεται τη συνείδηση της φθοράς και της ευθύνης· από τον μύθο, τα σύμβολα που μεταμορφώνονται σε αλληγορίες της σύγχρονης ψυχής· από τη μοντερνιστική ποίηση, τη γλωσσική καθαρότητα που αγγίζει τη σιωπή. Μέσα από αυτή τη συνάντηση, η Δήμου δημιουργεί ένα ιδίωμα δικό της — μια ποιητική πρόζα που στοχάζεται πάνω στη γλώσσα, την ύπαρξη και το φως, ανανεώνοντας τη σχέση της ελληνικής γραφής με τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοσηκαι μετατρέποντας τις επιρροές της σε προσωπικό λογοτεχνικό στίγμα.
Το εξώφυλλο του Λευκού Τοπίου αποτυπώνει με ελάχιστα μέσα τη βαθύτερη ουσία του βιβλίου. Η φωτογραφία με τις αλλεπάλληλες, ημιφωτισμένες ορεινές γκριζόμαυρες γραμμές δημιουργεί μια αίσθηση διάχυτης ησυχίας, όπου το φως και η σκιά συνυπάρχουν χωρίς αντίθεση. Ο τίτλος Λευκό Τοπίο δεν υποδηλώνει απλώς μια χρωματική ή φυσική κατάσταση, αλλά μια υπαρξιακή εμπειρία — το λευκό ως αποτέλεσμα της μίξης όλων των χρωμάτων, ως νέα αγνότητα που γεννιέται μέσα από τη φθορά. Το τοπίο αυτό είναι ταυτόχρονα εσωτερικό και φιλοσοφικό· ο τόπος όπου η Δήμου μάς καλεί να σταθούμε γυμνοί απέναντι στο φως, τη σιωπή και τον εαυτό μας.
Οι μικροϊστορίες της συλλογής δεν φέρουν τίτλους — μια επιλογή που απογυμνώνει κάθε αφήγηση από προδιαγεγραμμένη ερμηνεία και αφήνει τον/την αναγνώστη/-στρια μόνο/-η απέναντι στο κείμενο, όπως ο περιηγητής απέναντι στο λευκό τοπίο. Κάθε ιστορία λειτουργεί ως αυτόνομη στιγμή στοχασμού· οι αφηγήσεις κυλούν η μία μέσα στην άλλη, σαν κύματα φωτός και σκιάς, δημιουργώντας έναν ρυθμό εσωτερικής αναπνοής, όπου το ανείπωτο γίνεται εξίσου σημαντικό με το ειπωμένο.
Η συγγραφέας αντιστρέφει τις βεβαιότητες: η αγνότητα προκύπτει από τη μίξη, ο θάνατος από τη γήρανση του νεκρού, η ελευθερία από την άρνηση της ρουτίνας, ο έρωτας από την απώλειά του. Μέσα από αυτές τις αντιθέσεις, η Δήμου μάς ωθεί να επανεξετάσουμε τα θεμέλια των πεποιθήσεών μας και να αντικρίσουμε τη φθορά ως πηγή νοήματος. Η δύναμη του Λευκού Τοπίου έγκειται στην πυκνότητα και την πρωτοτυπία του: με ελάχιστες φράσεις, η Δήμου στήνει φιλοσοφικά σκηνικά που αισθητοποιούν τις αντιφάσεις της ύπαρξης.
Το Λευκό Τοπίο είναι καθρέφτης ενδοσκόπησης. Δεν προσφέρει λύσεις ούτε παρηγοριά· οδηγεί τον/την αναγνώστη/-στρια σε έναν χώρο λευκό, απέραντο και γυμνό, όπου οι λέξεις είναι οι μόνες μαύρες πέτρες που αφήνουν ίχνη. Η ανάγνωση απαιτεί συγκέντρωση και στοχασμό· και αυτή ακριβώς είναι η αξία του: αφυπνίζει, κλονίζει και οδηγεί σε αναθεώρηση του χρόνου, του έρωτα, της γλώσσας, της ύπαρξης. Η Ευσταθία Δήμου παραδίδει μια συλλογή που ξεχωρίζει στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία — ένα έργο ποιητικής πυκνότητας και φιλοσοφικής διαύγειας, που μένει μέσα μας όπως το λευκό τοπίο που, αφού γεννήθηκε από το σκοτάδι, συνεχίζει να μας καλεί να το διασχίσουμε. Εξάλλου, όπως η ίδια η συγγραφέας υπενθυμίζει, «τα φυτά έχουν τη δική τους γλώσσα, που κανένας δεν μπορεί να καταλάβει» (σ.14) και μέσα από αυτήν μας θυμίζουν την ύπαρξη ενός κόσμου που υπάρχει πέρα από τις λέξεις μας.
Η Πωλλέτα Β. Ψυχογυιοπούλου είναι φιλόλογος και βιβλιοθηκονόμος. Κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους α) στη Διοίκηση Σχολικών Μονάδων και β) στις Επιστήμες της Αγωγής με ειδίκευση στη Δημιουργική γραφή (κατεύθυνση εκπαίδευση). Διετέλεσε από το 2011 έως το 2018 Σχολική Σύμβουλος φιλολόγων Αχαΐας.














