Ανάμεσα στην αποχή
και την αδυναμία να
νιώσω το καρπούζι που τρώω,
πελάτης
προεκλογικών σπότς που δείχνουν
κόκκινα /θερινά /φρούτα /ζουμερά
ζευγάρια
πυρπολημένα από ηλιοβασιλέματα
λουλουδιαστές γροθιές
σε κάτασπρες αυλές
θάλασσες σκισμένες
από τίμια καίκια
εφηβικά λευκά πουκάμισα σε φόντους γαλανούς
-τι έπαθα ρε μαλάκα
και εκστομίζω
κελαηδιστά
ευχολόγια;- την εποχή επικαλούμαι και
λέω:
καλό μας Καλοκαίρι
με τις παρελάσεις των υψωμένων φαλλών
Καλοκαιράκι
που δροσίζει η ασφάλεια
της νουνεχούς οσφυοκαμψίας σου
αγαπημένο Θέρος
της φοροδιαφυγής με την μαγκιά της μπέσας σου
με τον ηλιοκαμένο σου λαό που τον
αρμέγουν αλλοδαπά επιδόματα
των ξένων που είναι
καλοί όταν αρμέγονται, κάνουν μπάνιο και δεν μιλάνε
Καλοκαίρι με τον
ευρωπαίο και ταξικά μεσαίο ρακετίστα υπερήρωά σου,
ρίξε τον λοιπόν
τον μπζίφο σου στην κάλπη που μας πέταγε!
Κι έπειτα εμείς οι
ολίγοι
που δεν ρουφάμε τις
κοιλιές μας
αφυδατωμένοι ως
άλλοι επιτυχόντες πανελλαδικών
ξεζουμισμένοι
δίχως να προσποιηθούμε
ανάταση μπροστά στον ήλιο που ανατέλλει
θα σκεφτόμαστε εσάς
που κάνετε γαργάρα τον
αρκτικό πάγο που λιώνει στο μοχίτο σας.
Κι έτσι θα περνάνε
τα καλοκαίρια μας:
πλάι στην νεκρή
παιδική μας ηλικία
θρηνώντας και
κηδεύοντάς την
για να μην εκπέμψει
ποτέ της δυσωδία
-ακόμα και εδώ,
στην εξορία.