Μετά το σκληρό προ διετίας ψυχογράφημα Mommy, o νεαρός Καναδός Ξαβιέ Ντολάν (Xavier Dolan) σκηνοθετεί το θεατρικό του Ζαν-Λυκ Λαγκάρς (Jean-Luc Lagarce), Ακριβώς το τέλος του κόσμου, ενός καλλιτέχνη που θα φύγει προώρως από AIDS το 1995 σε ηλικία 38 ετών.
Όλα ξεκινούν στην καμπίνα ενός αεροσκάφους. Ο 34χρονος Louis (Γκασπάρ Ουλιέλ) επιστρέφει στο πατρικό του μετά από απουσία δώδεκα χρόνων για να ανακοινώσει τον επικείμενο θάνατό του. Από ‘κει κι έπειτα, ξεδιπλώνεται το θλιβερό σκηνικό μιας κυριακάτικης οικογενειακής συνάντησης, αφορμή μιας εξομολόγησης που ποτέ δεν θα πραγματοποιηθεί. Αλλεπάλληλοι καυγάδες συγκαλύπτουν περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να αποκαλύψουν.
Το διαρκές αδιέξοδο της επικοινωνίας. Ζωές που αναζητούν τρόπους να υπάρξουν. Εκείνοι που φεύγουν και ’κείνοι που μένουν πίσω και υπομένουν. Μια μητέρα που γνωρίζει μα δεν μιλά. Υποδύεται ρόλους. Ο μεγάλος αδερφός (Antoine) με τη σύζυγο (Catherine) που η παρουσία της μόνο ενόχληση του δημιουργεί. Η μικρότερη αδερφή (Suzanne) διεκδικεί την ελευθερία της μέσα από μία άτοπη καθημερινή συνύπαρξη με την ηλικιωμένη μητέρα. Κι εκείνος ολιγομίλητος, βυθισμένος στην υπαρξιακή του μελαγχολία.
Ένας λόγος για να δει κανείς τη νέα δουλειά του Ντολάν είναι σίγουρα τα ενοχλητικής ομορφιάς κλόουζ απ και τα θαυμάσια αλλεπάλληλα πορτρέτα του Γκασπάρ Ουλιέλ (Gaspard Ulliel). Τρυφερή φωτογραφία, αδιαμφισβήτητα καλό καστ, αξιόλογες ερμηνείες και ένας Βενσάν Κασέλ στα καλύτερά του. Εντούτοις, η σκηνοθετική υπερβολή του Ντολάν –ακόμα και στην επιλογή της μουσικής– είναι πασιφανής.
Η οικογένεια ως φυλακή. Οι εξ αίματος συγγενείς τα λιγότερο συγγενικά μας πρόσωπα. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων που αδυνατούν να έρθουν πιο κοντά. Ευκαιρίες που χάνονται άδοξα μαζί με τον χρόνο. Κι ένας Ντολάν σκιαγραφεί χαρακτήρες που μοιραία μοιάζουν στον καθέναν μας.