Η πόλη σου
Η πόλη μας
οι νύχτες της
μικραίνουν, οι μέρες φορτίζονται
ο ουρανός γίνεται
στέρεος
εκπομπές ευφορίας
γλυκαίνουν την ατμόσφαιρα
οι άνθρωποι
περπατούν αργά, μιλούν πιο ήρεμα, χειρονομούν ευγενικά
τα πρωινά η ζέστη
σφυρίζει ξεχασμένες μελωδίες στα χείλη των περαστικών
τα βράδια οι σκιες
στους τοίχους των κτιρίων μεγαλώνουν χαμηλόφωνα
κι ας βηματίζουν
ανάποδα, οι δείκτες στα ρολόγια
παρατηρώ τις
αλλαγές από απόσταση
δεν μοιράζομαι τον
ήλιο
μένω κρυμμένος
καιροφυλακτώ
το δέρμα μου
σκληραίνει
οι τρίχες μου
σηκώνονται
η όσφρησή μου
οξύνεται
τα νύχια μου
μακραίνουν
δεν μπορώ να σκεφτώ
τίποτα πια
πεινάω
διψάω
κρυώνω
σε ψάχνω
το πέρασμά σου
ξυπνάει τα ζώα
δυναμώνει τον άνεμο
σβήνει τα φανάρια
ακινητοποιεί τα
τρόλλει
σε βλέπω
σε μυρίζω
είσαι κοντά μου
αλλά πρέπει να
τρέξω
πρέπει να σε
προλάβω
η πλάτη σου με
προκαλεί
αδύνατο να μου
ξεφύγεις
αρχίζω να τρέχω
τρέχω πίσω σου
σ’ ακολουθώ
σ’ ακολουθώ παντού
στα πρωινά ψώνια
σε συναντήσεις με
φίλους
στον τρόπο που
ξεκουμπώνεις το φόρεμά σου
στο τελευταίο
τσιγάρο της ημέρας
σ΄ακολουθώ
σε άδεια καφέ
γεμάτα ανθρώπους, σε ανήλιες ταράτσες, σε σχολικά κενά, σε ιστορίες
ενηλικίωσης, σε ευγενή αδιέξοδα, σε απροσπέλαστες διαβάσεις
σ’ ακολουθώ
είμαι ακριβώς πίσω σου
δεν μπορώ να σε
φτάσω
δεν ξέρεις πως σ’
ακολουθώ
δεν νιώθεις την
αναπνοή μου στο σβέρκο σου
δεν ακούς το
ποδοβολητό μου
οι μέρες
διαδέχονται η μια την άλλη
ο χρόνος χύνεται
καυτός στο πρόσωπό μου
τα γόνατά μου
κόβονται, οι ώμοι μου πονάνε, το στόμα μου στεγνώνει
αλλά συνεχίζω να
τρέχω
συνεχίζω να σ’
ακολουθώ
δεν σταματάω
δεν σταματάω στιγμή
σε μια στιγμή οι
πλατείες που κατακτήσαμε φλέγονται
υγρά τα μαλλιά σου
ακουμπούν στο πρόσωπό μου
αν απλώσω το χέρι
θα σ’ αγγίξω
διαστάζω
μου ξεγλιστράς
χάνεσαι πάλι
δεν σε προλαβαίνω
συνεχίζω να τρέχω
πίσω σου
συνεχίζω να σ’
ακολουθω
συνεχίζω να τρέχω
δεν σε βλέπω πια
οι ήχοι της πόλης
ξαφνικά σωπαίνουν, οι άνδρες εξαυλώνονται
τα δέντρα ανθίζουν,
οι γυναίκες γίνονται διάφανες
βουνά υψώνονται στη
θέση που άλλοτε έστεκαν πολυκατοικίες
πεδιάδες απλώνονται
αντί για τις φαρδιές λεωφόρους
ρυάκια αναβλύζουν
μέσα απ’ τα στενά σοκάκια της πόλης
πού βρίσκεσαι;
κοιτάω γύρω μου
έχω μείνει μόνος
σταματώ να τρέχω
σκύβω
βρίσκω τις ανάσες
μου
κλαίω
στο βάθος ένας
γέρος ζητιάνος φωνάζει κοιτάζοντας το κενό
‘Αλλαγή, κύριοι,
αλλαγή! Καλύτερα να κλέβω παρά να ζητιανευω!’
σηκώνομαι
πλησιάζω αργά προς
το μέρος του
βγάζω τα ρούχα μου
τον αγκαλιάζω.
Με τί θυσίες, με
ποιά ανταλλάγματα, μπορεί να ξαναγεννηθεί μια πόλη;
Τίποτα δεν έχει
μείνει πια απο εκείνη. Tίποτα δεν έχει μείνει πια από εκείνη την πόλη.
Μόνο αυτή η αφήγηση.
Η ιστορία σου
Η ιστορία μας