PHOTO BY DARIUS KLIMCZAK

Τον γέννησε στα σαρανταπέντε του για ν’
αποδείξει στην πόλη του ότι δεν είναι μόνο ο τρελός επιστήμονας που μαζεύει
πετρώματα. Παντρεύτηκε με προξενιό μια εικοσάρα ώστε να σιγουρέψει την παραγωγή
του υιού. Που μόλις τον έκανε, τον ξέχασε. Σύντομα ξέχασε και τη μάνα του
παιδιού του.

Μόνο τα πετρώματα δεν ξεχνούσε.
Κυκλοφορούσε φορτωμένος σακούλες κι ένα καλέμι κι έψαχνε σε σπηλιές, βουνά,
ποτάμια. Γύριζε σπίτι φουντωμένος κι αδιάφορος για παιδί και σύζυγο, άπλωνε την
πραμάτεια του στον τεράστιο πάγκο του κι άρχιζε την καταχώριση. Ο γιος του
πρώτα έμαθε τα ονόματα των πετρωμάτων κι ύστερα τα γράμματα.

Όταν πέθανε, του απέμειναν τα πετρώματα
κι η μάνα πετρωμένη κι εκείνη. Του πρότεινε να φύγουν απ’ την επαρχία, να
έρθουν στην Αθήνα. Ο γιος δέχτηκε με τη σκέψη ότι θα βγάλει επιτέλους τα μαύρα,
θα ζήσει λίγο κι αυτή. Η μάνα του πέθανε σ’ ένα χρόνο. Οι γιατροί του είπαν ότι
κάποια απ’ τα πετρώματα ήταν καρκινογόνα.

Αποφάσισε να κλείσει τα πατρικά υπολείμματα
σε μια μεταλλική ντουλάπα που έβγαλε στο μπαλκόνι. Απ’ τη μάνα του κράτησε ένα
βρακί με δαντέλες που μάλλον φόρεσε την πρώτη νύχτα του γάμου της. Τα υπόλοιπα
-κάτι τεράστια βαμβακερά- τα έκανε πατσαβούρια.

Παντρεύτηκε στα εικοσιεφτά του
αποφασισμένος να μην κάνει όσα ο πατέρας του, με μια γυναίκα που μιλούσε σε μια
ώρα όσο δεν μίλησε ποτέ η μάνα του. Όμως δεν ήξερε να αγαπάει. Και ο γάμος του
ρήμαξε απ’ τη δική του σιωπή. Που δεν ήξερε πώς να τη σπάσει. Ήταν κι αυτή ένα
πέτρωμα δηλητηριώδες, ένα πέτρωμα που υπήρχε εκ γενετής μέσα του, ένα φαρμάκι
που δεν κατάφερε ποτέ να βγάλει έξω, να το κλειδώσει στη μεταλλική ντουλάπα.

Τις νύχτες έβγαινε στο μπαλκόνι του να
ποτίσει τα λιγοστά λουλούδια της λαλίστατης πρώην γυναίκας του, έστριβε στη
γωνία κι έβλεπε τη ντουλάπα. Με τα χρόνια το ασημί μεταλλικό χρώμα της είχε
γίνει κοκκινωπό απ’ τη σκουριά. Έβαφε το σπίτι μέσα έξω, αλλά τη ντουλάπα ποτέ.
Μερικές φορές την έβλεπε στον ύπνο του. Μια ομιλούσα ντουλάπα να διαμαρτύρεται
που δεν την ξεκλειδώνει ποτέ, που δεν την καθαρίζει, που δεν την προσέχει. Κι
έπειτα άρχιζαν τη γκρίνια τα πετρώματα. Τα γόνατά του λύγιζαν ακούγοντάς τα.
Όσα δεν είπε ποτέ ο πατέρας του, τα έλεγαν οι πέτρες. Καθόταν στο μωσαϊκό, με
την πλάτη στη μεταλλική ντουλάπα, αφουγκραζόταν τους αναστεναγμούς της απουσίας
κι έκλαιγε ήσυχα. Μετά σηκωνόταν και συνέχιζε το πότισμα.

Μια νύχτα δεν άντεξε. Πήρε τηλέφωνο την
πρώην γυναίκα του και αιώνια αγαπημένη του και της μιλούσε ως το ξημέρωμα. Του
φάνηκε ότι έδιωξε πολλά φαντάσματα εκείνη τη νύχτα. Έκλεισαν με μια γλύκα.

Στις εννιά το πρωί χτύπησε το κουδούνι
του. Άνοιξε απορημένος. Χρόνια τώρα δεν είχε απρόοπτες επισκέψεις, μόνο δουλειά
και σπίτι ήταν η ζωή του. Είδε μπροστά του τη γυναίκα του. Πρόσεξε ότι φορούσε
και πάλι τη βέρα της. Εκείνος ποτέ δεν έβγαλε τη δική του. Κοιτάχτηκαν μ’ ένα
ηλίθιο χαμόγελο.

«Θέλω να μπω» του είπε.

«Κι εγώ θέλω».

«Υπό έναν όρο».

«Δεκτός».

«Να
διώξεις τη ντουλάπα. Θέλω να βάλω γλάστρες παντού».

«Το
έκανα μόλις κλείσαμε το τηλέφωνο».