Σε στείρες εποχές έπιανα τον εαυτό μου να διαμαρτύρεται πως
δεν μπορώ να γράψω γιατί είχα πονόδοντο, δεν είχα πέναMonte-Blanc, ούτε χειροποίητο χαρτίFabriano. Αν τα είχα όλα αυτά θα έγραφα
αριστουργήματα κι αν είχα και σπίτι με θέα στην Ακρόπολη, ακόμη καλύτερα, κι
ένα εξοχικό στη Σαντορίνη να είχα πάλι θα έγραφα. Έχω δει συνομήλικους που
παρέμειναν με την υπόσχεση της γραφής αν δεν είχαν παιδιά να μεγαλώσουν, που
έβαζαν πάντα ως προτεραιότητα βίου την επαγγελματική τους αποκατάσταση, να
τακτοποιηθούν οικογενειακά κι ύστερα, αφού τα επέτυχαν όλα αυτά, να αναβάλουν
την συγγραφή για τον υποτιθέμενο άφθονο χρόνο που τους επιφύλασσε ο Θεούλης,
όταν θα μεγάλωναν τα παιδιά ή ακόμα καλύτερα όταν θα έβγαιναν στη σύνταξη.
Έπρεπε να απαλλαγώ κι εγώ προσωπικά, από τις προϋποθέσεις της
γραφής για να γράψω. Δεν υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες εργασίας για αυτή τη
δουλειά. Ούτε απαιτούνται ακριβά μέσα,air-book π.χ. Έχω γράψει τα καλύτερα σε πακέτα τσιγάρων με μπικ
διαρκείας, χαρτοπετσέτες και χαρτί τουαλέτας. Πληκτρολογώ σε έναnote=bookπου όσοι το ξέρουν με λυπούνται. Απ’
το παράθυρό μου βλέπω τις φαβέλες της Λάρισας: ετοιμόρροπες πρόχειρες
κατασκευές φερ-φορζέ, σπασμένα κεραμίδια, και σάπιες υδρορροές. Βλέπω όμως και
μια κεραμιδόγατα να ισορροπεί εκεί πάνω σαν κομψή ακροβάτισσα μέχρι να φτάσει
στο περβάζι μου, και γράφω γι αυτή: τη Χάντρα (από το Αλεχάντρα).