Ο θεωρητικός λόγος για τη λογοτεχνία: από την απερισκεψία στη φειδώ
Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Η λογοτεχνία, ως επιτελούμενη – αλλά και επιτελεστική– πρακτική είναι τέχνη. Δηλαδή ένα αισθητικό – με ποικίλες προεκτάσεις – πεδίο στο οποίο όλοι μπορούν – και πρέπει θα πρόσθετα – να συμμετέχουν δημιουργώντας και ανταλλάσσοντας ερεθίσματα. Πρόκειται, επομένως, για έναν χώρο ανοικτό, ελεύθερο, προσβάσιμο στον καθένα. Ωστόσο, η λογοτεχνία, όπως και κάθε τέχνη, έχει κι άλλες πτυχές εκτός από την καλλιτεχνική/δημιουργική διάσταση και αναφέρομαι στη μελετητική διάσταση: στη θεωρία της λογοτεχνίας. Εδώ, τα πράγματα φαίνεται ν’ αλλάζουν αρκετά. Εξηγώ τι εννοώ.
Η θεωρία ενός αντικειμένου είναι – είτε με την ευρεία έννοια είτε όχι – ένα επιστημονικό και όχι δημιουργικό πεδίο – με την έννοια της καλλιτεχνικής παραγωγής. Και, σε ό,τι αφορά την προκειμένη περίπτωση, η θεωρία της λογοτεχνίας μελετά συστηματικά, συνεκτικά και εν ψυχρώτη φύση αλλά και τη λειτουργία της εν λόγω τέχνης, όχι μέσα από έναν πρακτικό, τεχνικό και αισθητικό φακό, αλλά επιστημονικοποιώντας – ποικιλοτρόπως – τα δρώμενα και τα σημεία του.
Συνεπώς, τίθεται το κρίσιμο ζήτημα της εγκυρότητας του λόγου ενός εκάστου. Ό,τι διαδίδεται θα πρέπει να είναι – αφετηριακά ως γνώση, αυστηρά – σωστό και όχι «σωστό», γιατί σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει το λυπηρό αλλά και επικίνδυνο συνάμα – συχνό – φαινόμενο της διάδοσης ψευδών, διαστρεβλωμένων και παραποιημένων γνώσεων. Για να το καταστήσω απολύτως σαφές: κάτι σαν fakenews.
Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι πάρα πολύ απλό και θα το θέσω μέσω ερωτημάτων: Μπορεί κανείς να αναφερθεί,αλλά με θεωρητικό τόνο, πάνω στο μεγάλο ζήτημα της ανάγνωσης, για παράδειγμα, χωρίς βιβλιογραφικές αναφορές (π.χ. Maurice Blanchot, Roland Barthes, Stanley Fish, Jean Paul Sartre κ.λπ.); Ή: Μπορεί κανείς να αναφερθεί, αλλά με θεωρητικό τόνο, σε συγκεκριμένους θεωρητικούς που μελέτησαν τη λογοτεχνία χωρίς να παρέχει σαφείς βιβλιογραφικές αναφορές σε λόγια τους, έργα τους ή έργα άλλων μελετητών γι’ αυτούς; Έτσι, όταν μιλά κανείς περί λογοτεχνικής θεωρίας, αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα: Ποιος μιλά;
Δεν είναι λίγες οι στιγμές που βλέπουμε διάφορους λογοτέχνες αλλά και αναγνώστες να προσπερνούν το γεγονός της εμπειρικής– ως επί το πλείστον – σχέσης τους με τη λογοτεχνία (δηλαδή ότι ασχολούνται μαζί της γράφοντάς τη, διαβάζοντάς τη ή και τα δύο μαζί) και να διολισθαίνουν, κάνοντας τοποθετήσεις πάνω σε πεδία τα οποία είτε δεν γνωρίζουν είτε κατανοούν μερικώς. Νομίζω ότι δεν είναι λίγες αυτές οι στιγμές. Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο – τόσο – η συχνότητά τους, αλλά το ίδιο το συμβάν της απερισκεψίας από μέρους αυτών που την πράττουν – καθώς και όσων την αναπαράγουν αφού αυτή επιτελεστεί.
Ο θεωρητικός λόγος, με όλα του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, χρειάζεται χρόνο, αφοσίωση, κόπο και μεγάλη εμβάθυνση. Δεν πρόκειται για είδη κειμένων τα οποία μπορείς να τα διαβάσεις «στο πόδι», περιληπτικά ή/και θυμικά κι έπειτα, να αισθάνεσαι ότι είσαι σε θέση να τοποθετηθείς επί του περιεχομένου τους. Απαιτείται ενδελεχής έρευνα και μελέτη, αλλεπάλληλες επιστροφές πάνω στα ίδια κείμενα (ξανά και ξανά) και, φυσικά, αμέτρητους παραγωγικούς αναστοχασμούς επ’ αυτών. Συνεπώς, η άρθρωση είτε ενός θεωρητικού λόγου είτε ενός λόγου για έναν θεωρητικό λόγο προστάζει φειδώ, εγκράτεια και επάρκεια. Για να το θέσω αλλιώς: αποφυγή μισο-πραγμάτων. Κάτι που δυστυχώς δεν επικρατεί.
Η λογοτεχνία (ως γραφή), σε αντίθεση με τη θεωρία (ως γραφή), είναι κόπος μεν αλλά ακίνδυνος προς το κοινό που απευθύνεται. Ο κόπος και η έντασή της αφορούν αποκλειστικά το συγγραφικό υποκείμενο, είναι τελείως προσωπικά. Ο θεωρητικός λόγος όμως δεν είναι παρά μια μαθητεία: μια προσωπική – αρχικά – μαθητεία για τον μελετητή, η οποία μετά από κάποια – απαιτούμενα – στάδια επεξεργασίας, κοινοποιείται και γίνεται δημόσια μαθητεία για όλους τους ανθρώπους. Πρόκειται για μια καθαρά παιδαγωγική διάσταση και διαδικασία.
Αν τώρα σε αυτή την παιδαγωγική διαδικασία εμπλέκεται απερίσκεπτα ο οποιοσδήποτε εκφράζοντας ό,τι νομίζει πως είναι σωστό, χωρίς να συμβουλεύεται θεωρητικές πηγές και πορίσματα, τότε ανατινάζει – ή προσπαθεί να ανατινάξει – συθέμελα την όλη διαδικασία. Τι συμβαίνει; Αποσυντονίζεται το βλέμμα των άπειρων ενδιαφερόμενων – που δεν έχουν ακόμη την κρίση να ξεσκαρτάρουν το έγκυρο από το πρόχειρο – από τους θεωρητικούς λόγους που κατασκευάζονται στη βάση της εγκυρότητας, της παράθεσης βιβλιογραφικών αναφορών, της επεξήγησης και της αποσαφήνισης και στρέφεται προς εύκολες, ανώδυνες και γρήγορες λύσεις, ό,τι συμβαίνει δηλαδή κατά κόρον στην ελληνική πραγματικότητα – σε πολλούς τομείς.
Κλείνοντας, θα ρωτήσω: Άραγε αυτή η αλλοπρόσαλλη και απερίσκεπτη συνθήκη που επικρατεί στον θεωρητικό λόγο για τη λογοτεχνία θα γινόταν επιτρεπτή και αποδεκτή σε άλλους κλάδους;
Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.