Η Μελισσάνθη και ο Γιουνγκ: η εικαστική ερμηνεία της ψυχής μέσα από τα άγνωστα σκίτσα της
Γράφει η Πρία Λουκά
Η Μελισσάνθη (ψευδώνυμο της Ήβης Κούγια-Σκανδαλάκη, 1907–1991) υπήρξε μία από τις πρώτες υπαρξιακές ποιήτριες της Ελλάδας, συνδεδεμένη με τη Γενιά του ’30 και τη λογοτεχνική της κληρονομιά. Το έργο της, στοχαστικό και βαθιά προσηλωμένο στην πορεία της ανθρώπινης ψυχής — στους αγώνες και στις δόξες της — καθώς και στην ιριδίζουσα ομορφιά της φύσης, συνδυάζει μια ζεστή αφηγηματική χροιά με ζωντανές παρομοιώσεις και οράματα. Η ποίησή της αναδημιουργεί ένα φιλοσοφικό και φαντασιακό, ησυχαστικό τοπίο — πολύχρωμο και κρυστάλλινο — ένα «βασίλειο της σιωπής» που παραμένει ατάραχο μέσα στον στροβιλισμό της ανθρώπινης αγωνίας.
Αν και αναγνωρίστηκε νωρίς, με τη συλλογή Προφητείες (1933), η οποία χαρακτηρίστηκε «ποιητικό φαινόμενο», και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1960, το έργο της παραμελήθηκε στις επόμενες δεκαετίες, τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από τη φιλολογική μελέτη — ως και σήμερα. Ακόμη πιο απαρατήρητη παραμένει η καλλιτεχνική της πλευρά, που διαφαίνεται μέσα από τις συναρπαστικές εικονικές μεταφορές της και αποτυπώνεται μόνο στο μοναδικό γνωστό δημοσιευμένο σκίτσο της (στο Πάροδος, τχ. 3, Μάρτιος 2004, σ. 171). Δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά σπάνια σκίτσα της Μελισσάνθης, τα οποία η ίδια τιτλοφορεί: «Πώς είδα την ποίησή μου όταν διάβασα Γιουνγκ για πρώτη φορά το 1956».
«Πώς είδα την ποίησή μου όταν διάβασα Γιουνγκ για πρώτη φορά το 1956».

Αρχείο Μελισσάνθης, ΜΙΕΤ, Λογοτεχνικά αρχεία ΕΛΙΑ
Το πρώτο σκίτσο αποτελεί εικαστική ερμηνεία του ποιήματος Κύκλοι από τη συλλογή Προφητείες (1931), εμπνευσμένο από την πρώτη αναγνωστική συνάντηση της Μελισσάνθης με τον Ελβετό ψυχαναλυτή και καλλιτέχνη Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (1875–1961):
Κύκλοι (1931)
Μιὰ σκάλα, ἐντός μου, στρέφεται ὅπως φίδι
ποὺ ἀδιάκοπα, ἡ ψυχή μου, θ’ ἀνεβαίνει —
σὲ ὕψη καὶ βάθη ἀβυσσαλέα χαμένα —
Μιὰ σκάλα, ἐντός μου, στρέφεται ὅπως φίδι
σὲ κύκλους δαντικούς καὶ δαχτυλίδι
τὶς δυό της ἄκρες τόξο οὐράνιο δένει.
Μιὰ σκάλα, ἐντός μου, στρέφεται ὅπως φίδι
ποὺ ὅλο ἡ ψυχή μου ἀνεβοκατεβαίνει.
Στους παραπάνω στίχους, η ποιήτρια φαίνεται να φαντάζεται την ψυχική περιπέτεια μέσα της σαν σκάλα που «στρέφεται όπως φίδι», σπειροειδώς, σε «κύκλους δαντικούς» — στους κύκλους της Κόλασης, όπως τους περιγράφει ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία — οι οποίοι ανυψώνονται έως τους ουράνιους θόλους του Παραδείσου. Εκεί, ο Δάντης περιγράφει ουράνιες φλόγες να ενστερνίζονται ανάμεσα σε κυκλικά ουράνια τόξα που αντανακλώνται (Παράδεισος XXVIII). Αρχή και τέλος ενώνονται — «δαχτυλίδι τὶς δυό της ἄκρες τόξο οὐράνιο δένει» — οδηγώντας σε μια αιώνια διαδικασία αγώνα, κόπωσης, εξαγνισμού και, έπειτα, εξύψωσης· μια αέναη ανάβαση και κάθοδος μέσα σε δακτύλιο φωτιάς και φωτός.
Ο Γιουνγκ, στο έργο του Ψυχολογία και Αλχημεία (1944), περιγράφει τη σπειροειδή πορεία της ψυχής: «Η ασυνείδητη διαδικασία ανάπτυξης προχωρά σπειροειδώς γύρω από ένα κέντρο, σταδιακά πλησιάζοντάς το… [ως] φίδι που στρέφεται γύρω από το δημιουργικό σημείο, το αυγό.» (§ 325)
Αυτή η σταδιακή, εξελικτική πορεία παραπέμπει άμεσα στους στίχους της Μελισσάνθης, όπου η ψυχική πορεία απεικονίζεται ως σκάλα που στρέφεται σπειροειδώς, ενώ η αέναη ανάβαση και κάθοδος αντιστοιχεί στο φίδι γύρω από το δημιουργικό σημείο.
Μέσα από τις προφητικές φωνές της Μελισσάνθης, του Γιουνγκ και του Δάντη αναδύεται μια πνευματική συμφωνία ψυχών· το μήνυμα είναι σαφές: η τελική άνοδος — έστω και μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές — είναι ήδη εγγεγραμμένη στην αρχική μας πορεία, όπως στον αιώνιο κύκλο του νερού, όπου τα βάθη της θάλασσας υψώνονται σε ουράνια σύννεφα.
Το δεύτερο σκίτσο, συμπτωματικά, αποτελεί εικαστική ερμηνεία του κύκλου του νερού — βασικό θέμα του ποιήματος «Αιώνιος κύκλος» από την πρώτη της συλλογή Φωνές εντόμων (1930):
Αιώνιος κύκλος (1930)
Ἀπ’ τὴν καρδιά μου ὅλο ἀνεβαίνει σὲ ζεστὸν ἀχνὸ
σύννεφο ὁ πόνος μου, στου νοῦ τὸν αἴθριον οὐρανὸ·
Μὰ πάλι πέφτει ὁρμητικὴ μὲς στὴν καρδιά μου μπόρα,
μαζὶ της τώρα φέρνοντας τοῦ νοῦ μου ὅλα τὰ δῶρα.
Ὁ πόνος μου κύκλος — χωρὶς τέλος, χωρὶς ἀρχὴ —
βροχὴ κι ἀχνὸς καὶ σύννεφο, καὶ πάλι εἶναι βροχή.
Η ποιήτρια περιγράφει τον κύκλο του πόνου ως φυσικό φαινόμενο: ανεβαίνει ως ζεστός αχνός και πέφτει ως μπόρα, φέρνοντας μαζί της τα δώρα του νου. Η κάθοδος — εδώ συμβολισμένη με τη μπόρα — φέρνει κι αυτή δώρα, «του νου», μάλιστα «όλα τα δώρα»: κάθαρση, αναγνώριση του αγαθού, εκτίμηση του εαυτού και εξαγνισμό. Έπειτα, εξατμίζεται ξανά και ανυψώνεται ως ζεστός αχνός στον αίθριο πλέον ουρανό, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύκλο.
Η Πρία Λουκά είναι δίγλωσση ποιήτρια και μεταφράστρια. Η πρόσφατη μετάφρασή της του Έλληνα μοντερνιστή ποιητή Γιώργου Σαραντάρη, Άβυσσος και τραγούδι (Abyss and Song), κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο World Poetry Books (2023), ενώ αποσπάσματα έχουν δημοσιευτεί στα Asymptote, Caesura, Circumference και Mantis. Το έργο της έχει παρουσιαστεί και αναλυθεί κριτικά στα Tupelo Quarterly και Arteidolia.
Έχει υπάρξει υπότροφος του προγράμματος Fulbright και έχει ολοκληρώσει σπουδές στα Πανεπιστήμια Πρίνστον (2020) και Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (2024). Σήμερα είναι υπότροφος Ertegun στη Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.














