Τέλος Ιουλίου

Μαύρο σε φόντο
μπλέ

και το στομάχι
κόμπος.

Πλατεία έρημη,
καυτή,

δυο νοσοκόμοι
σκυθρωποί,

ξυπνάς απ’τη
καμπάνα.

Μουδιάζεις πριν
καν σηκωθείς,

 τον
επιτάφιο να δεις,

και ας είναι
καλοκαίρι.

Στο
σούπερ-μάρκετ οι ουρές

είναι σκυφτές ακίνητες,

όλοι χωρίς
κεράκια,

με κινήσεις
νευρικές

σπάει η ταμίας
τις σιωπές

ανοίγοντας
σακούλες.

Μα το μυαλό σου
δεν μπορεί

 ακόμα να
επεξεργαστεί

τί ακριβώς
συνέβη

-το λένε σοκ οι
ειδικοί-

Θάλασσα τώρα
εχθρική,

κανείς δεν ξέρει
να σου πει

για πόσο θα
ξεβράζει

όσους τα πεύκα
γλύτωσαν

και τρέξαν προς
τα φύκια.

Μέρες περνούν
ακούγοντας

για τις ψυχές
που φύγαν,

τη φρίκη και τα
ουρλιαχτά

από ανθρώπους
και σκυλιά

που ήτανε
δεμένα.

Δυο φίλοι σε μια
μηχανή

 βρέθηκαν
έτσι καθιστοί

δεν πρόλαβαν να
πέσουν,

άλλοι κολύμπησαν
πολύ,

τους σώθηκε η
αναπνοή

λίγο πριν το
λιμάνι.

Και εκεί που λες

φτάνει να κλαις,

θα πάω να
βοηθήσω,

σου πέφτουνε
πολύ βαριές

κονσέρβες με
κομπόστα,

ασήκωτα
ζυμαρικά, πέτρες τα παξιμάδια,

καθώς μια τάξη
πας να βρεις

πριν πέσουνε τα
βράδια.

Διάλειμμα κάνεις
και κοιτάς την Εύβοια στο μπαλκόνι,

την στάχτη πια
συνήθισες κάθε πρωί σαν χιόνι.

Αυτό που όμως
δεν μπορούν τα μάτια σου ν’αντέξουν

είναι το πλοίο
λιμενικού, βγήκαν για να μαζέψουν

αυτούς που
μείναν στον αφρό και μπλέκουν με τα ψάρια.

 (Ραφήνα 2018)