Αυτό, τότε είπαμε, είναι ομορφιά,
παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.
Tomas
Για να εξαλειφθεί ευθύς εξαρχής την όποια αοριστία που τυχόν κάποιος θα ψυχανεμιστεί στον τίτλο της εισήγησης «Η απέραντη νεότητα του ποιητικῶς ζῆν», ας διασαφηνιστεί πως αυτή δεν αναφέρεται στους ποιητές που υπάρχουν πέρα και έξω από την καθαυτή τέχνη του λόγου, πέρα και έξω από την στιχουργική ενσάρκωση πέρα και έξω από το λογοτεχνικό είδος της Ποίησης. Γιατί είναι θαρρώ ευνόητο πως αν, κυριολεκτώντας, ορίσουμε την “ποίηση” ως δημιουργία και τον “ποιητή” ως δημιουργό, τότε εκείνος που ζεί και δραστηριοποιείται δημιουργώντας συνεχώς νέες πραγματικότητες, νέα ζωή, νέα δεδομένα, τα οποία οδηγούν τον κόσμο στην ανακάλυψη του ίδιου του εαυτού του, μπορεί να χαρακτηριστεί από την λέξη «ποιητής» και μάλιστα εύστοχα. Παρόλαυτά, εκείνος που φέρει την λέξη ποιητής όχι ως χαρακτηρισμό αλλά ως ιδιότητα και ακόμα πιο πολύ ως ταυτότητα, εκείνος που ποιεί ζωή μέσω της γλώσσας δεν ζει δημιουργώντας. Δημιουργεί για να ζήσει. Και μάλιστα η ζωή που θα ζήσει, είναι πάντα μια ζωή νιότης. Για αυτόν τον ποιητή θα μιλήσω, αυτό το ποιητικῶς ζῆν θα επιχειρήσω να ορίσω και την απέραντη νεότητα που αυτό το ζῆν επιφέρει θα αποπειραθώ να περιγράψω.
Το παιδί τρώει πορτοκάλια.
(Απ’ το μπαλκόνι μου το βλέπω)
Αν πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι ανοιχτό.
Lorca
Είναι σχεδόν βέβαιο το γεγονός πως ο ποιητής από την αρχή της πορείας του βιώνει ταυτόχρονα δυο εκστατικές, σχεδόν παραληρηματικές πραγματικότητες: Η πρώτη συνίσταται στο γεγονός πως ο ίδιος δίχως ποτέ να το επιλέξει γίνεται μάρτυρας της μεγάλης μεταμόρφωσης του χρόνου από φυσικό μετρήσιμο μέγεθος σε άμετρη ουσία των όντων. Ο Χρόνος ξεπηδά από ώρες και μέρες, ξεγλιστρά απ’ τις καλένδες και τις ατζέντες, σπάει τους δείκτες των ρολογιών και διαχέεται πλήρης και ατεμάχιστος σε όλα τα πράγματα έμψυχα και μη, πολλαπλασιάζοντας τις διαστάσεις τους, αυγατίζοντας το βάθος τους, προσδίδοντάς τους μια γεύση αιωνιότητας. Πλέον ο ποιητής γίνεται μάρτυρας ενός Νέου Κόσμου, μιας υπόγειας λανθάνουσας ζωής που του αποκαλύπτεται με πλήρη ενάργεια. Μπουκωμένος καθώς είναι από αυτό το ξεχείλωμα της όρασής του, νιώθει την ανάγκη να αποκαλύψει ολόγυρά του το διαρκώς αποκαλυπτόμενο, το οποίο με ασίγαστη περιέργεια ρουφά σαν σφουγγάρι. Και εδώ υπεισέρχεται η δεύτερη εκστατική πραγματικότητα που βιώνει. Μοιάζει αυτή να ‘ναι ένα είδος εσωτερικής στέψης, κρυφής αναγόρευσης -με όλους τους ενδοιασμούς και τις άγνοιες που πρέπει να έχει εκείνη τη στιγμή- του εαυτού του σε άγγελο που πρέπει να δώσει μορφή στο άυλο μήνυμα που φέρει. Να ποιήσει ό,τι του αποκαλύπτεται. Να το κάνει Ποίημα. Ζωή. Πλέον μια μυστηριώδης και βλάσφημη κατάφαση προς τούτο το καθήκον παίρνει διαστάσεις ολοκληρωτικής συντέλειας του κόσμου όπως τον γνωρίζαμε. Γιατί πράγματι τίποτε δεν θα είναι πια το ίδιο.
Ο ποιητής είναι εκείνος ο άνθρωπος που ξαναπιάνει ό,τι οι άλλοι άφησαν να γλιστρήσει από τα χέρια τους: Τον μίτο της παιδικής σοφίας που σαν άλλος ομφάλιος λώρος έτρεφε κάποτε όλους τους ανθρώπους με περιέργεια για τους εαυτούς του και τον κόσμο.: «Το κοπάδι είναι οι σκέψεις μου κι οι σκέψεις μου είναι όλες αισθήσεις. Σκέφτομαι με τα μάτια και τα αυτιά και με τα χέρια και τα πόδια και με τη μύτη και το στόμα.» γράφει ο Pessoa, σκιαγραφώντας ακριβώς μια σοφία πρωτόγονη, αρχετυπική, μια σοφία παιδικής άγνοιας. Αυτήν την αποκαλυπτική επικοινωνία με τις ξεχασμένες διαστάσεις της ζωής που επιστρέφουν ως νέες επιχειρεί ο ποιητής να προσφέρει με την τέχνη του. Ο Σινόπουλος γράφει: «Γράφω ποιήματα σημαίνει κάνω τις ερωτήσεις που δεν μπορούν να απαντηθούν». Ας ακούσουμε μερικές παιδικές ερωτήσεις και ας αναρωτηθούμε: «Ποιος ζωγραφίζει κάθε πρωί τον ουρανό;» «Πώς γίνεται βροχή στα μάτια;» «Γιατί το καρύδι έχει τις ζάρες του παππού;». Απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα μονάχα ο ποιητής νιώθει ως ίσος προς ίσο, μονάχα εκείνος θα ένοιωθε πραγματικά οικεία και θα έβρισκε την τέλεια αφορμή να ξεκινήσει ένα ιδιότυπο, ξεχασμένο είδος διαλόγου, βουτηγμένου ως το μεδούλι στην φαντασία. Γιατί πολύ απλά, όπως ο ίδιος βλέπει τον κόσμο, τίποτε δεν είναι αδιασάλευτο ή παγιωμένο. Τα πάντα είναι υπό αίρεση, όλα τείνουν συνεχώς να μεταμορφώνονται πρωτεϊκά. Και σαν κακομαθημένο παιδί ο ίδιος, έχει ένα «θέλω»: να αρπάξει τον χαμαιλέοντα κόσμο, όπως η παιδική του περιέργεια τον έχει φτιάξει, και να τον φυλακίσει σε ένα νέο κόσμο ελευθερίας: στην τέχνη του. Τούτο το παιχνίδι, του οποίου η τελική πράξη κάθε φορά είναι η κατά-γραφή στην λευκή σελίδα, είναι για τον ποιητή ζωής και θανάτου. Γιατί πολύ απλά δεν γράφει για κανένα σκοπό παρά μονάχα για χάρη του ίδιου του παιχνιδιού. Καθώς αυτό αποτελεί την ίδια του τη ζωή, ο ποιητής είναι από εκείνους τους ανθρώπους που κερδίζει τη ζωή του, το ποιητικῶς ζῆν.
Ζώντας μέσα από την ποιητική δημιουργία, μέσα από την συνεχή διάρρηξη του χρόνου και του τόπου, γεννώντας συνεχώς ου-τοπίες (τόπους ανείδωτους μέσα από ένα λησμονημένο μηχανισμό) ο ποιητής βιώνει το διαρκές αίτημα στο όνειρο, στο απραγματοποίητο, ανασάνει μια αδιάκοπα ρέουσα επαναστατικότητα και κοιτάζει με μάτια παιδιού και καρδιά εφήβου ακόμα και το γερασμένο ρυτιδιασμένο σώμα του με διάθεση σκωπτική και ειρωνική. Γιατί «η νεότητα δεν ζητά να χωρέσει την άμμο στην κλεψύδρα. Η νεότητα φαντάζεται σπασμένη την κλεψύδρα και ατέλειωτη την άμμο της να απλώνεται».. Ανάμεσα σε αυτές τις δυο οπτικές της ζωής ο ποιητής δεν είχε ποτέ επιλογή. Γεννιέται και πεθαίνει νέος. «Kρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια, το ένστικτο ν’ αφηνόμεθα στο χέρι του Θεού» κατά Μέγα Κωνσταντίνο Καρυωτάκη. Η αιώνια νεότητα τούτης της αύρας παίρνει το τελικό της σχήμα στο έργο του, και γίνεται το καράβι που καλεί για ταξιδιώτες όσους διψάνε για παλλόμενη, πύρινη, καθάρια ζωή ατόφια. Ποιος είπε πως η Ποίηση δεν είναι ύψιστη ανάγκη; Άλλωστε παραπέμποντας στον Τάσο Λειβαδίτη τον οποίο τιμούμε με τούτο το συνέδριο ακόμα κι οι άγιοι σιωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι είναι μόνο με το μικρό τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους. Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει..
Θέλω να κλείσω τούτη την εισήγηση με ένα ποιητικό συμβάν από αυτά που καταδεικνύουν την παντοτινή νιότη του Αποκαλυπτόμενου Κόσμου, εκείνου δηλαδή που ο ποιητής έχει την ευτυχία να αφουγκράζεται και να μεταποιεί σε λόγο. Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών όταν ένα πρωί παρατηρούσα τον μικρό μου αδερφό, μωρό ακόμα, να σκαλίζει παίζοντας τον κήπο της γιαγιάς μας. Λασπωμένος, ανέγγιχτος από την μητρική επιτήρηση έθαβε σπόρους στο χώμα. Είμαι στα 27 και ήδη τώρα Μάη μήνα, γεύομαι τα μούσμουλα μιας μουσμουλιάς φυτεμένης από την ακούσια παιδική σοφία του αδερφού μου. Κάπως έτσι συμβαίνει και με το ποίημα. Ο ποιητής δεν φυτεύει για να μερέψει την πείνα κάποιου –καλό και άγιο αν κάτι τέτοιο συμβεί. Ο ποιητής φυτεύει από περιέργεια για τα όρια τα δικά του και του κόσμου.
Έχετε πίστη. Δεν γεννιόμαστε.
Φυτρώνουμε. Και μάλιστα
εκεί που δεν μας σπέρνουν!
Το κείμενο ήταν η εισήγηση του Νικόλα Ευαντινού για το συνέδριο που διοργάνωσε η ΕΣΗΕΑ, και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων το 2009 στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ στην Αθήνα στην μνήμη του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη.