Έλα. Πες μου ψέματα. Κάνε τον πονεμένο, τον
προδομένο, τον αδικημένο. Γυναίκα είμαι, θα τσιμπήσω. Βγάλε με καλύτερη απ’
όσες γνώρισες πριν από μένα. Πείσε με. Θέλω τόσο πολύ να είμαι η μοναδική. Θέλω
τόσο πολύ να γίνω αυτό που δεν έγινα. Έστω και για λίγο.
Έλα να σε φλομώσω στις μπαρούφες. Θα σου πω ότι
πήγα μόνο με τρεις – κι εσύ θα πεις ότι είμαι φυσικό ταλέντο στον έρωτα. Έλα να
σου πω ότι δεν αγάπησα ποτέ κανέναν όσο εσένα, ότι είσαι ο καλύτερος εραστής
μου, ότι θέλω να ζήσω μαζί σου για πάντα, ότι θα πεθάνω αν σε χάσω, ότι θα σε
σκοτώσω αν με κερατώσεις.
Αυτό δεν θες ν’ ακούσεις;
Έλα μωρό μου, με ψέματα φτιάχνεται ο κόσμος.
Έλα να παραστήσουμε ότι ερωτευόμαστε, όλο και κάτι καλό θα βγει. Και μη μου
πεις για τα νεκρά παιδιά στη Συρία, μη μου πεις για την Αφρική, μη μου πεις ότι
όσο κάνει ένα πακέτο τσιγάρα, κάνουν και πέντε εμβόλια, μη μου πεις για τους
πρόσφυγες, για τους Ναζί, για τη σαπίλα, το μίσος, την παράνοια. Δεν θέλω άλλη
ενημέρωση. Θέλω ζωή. Τώρα. Στο μεταίχμιο του εχτές και του αύριο.
Έλα να παραστήσουμε ότι ο κόσμος είναι καλός κ’
αγαθός, όπως ένα γαμίσι, μωρό μου. Μείνε στον οργασμό. Στο παρόν της ηδονής που
ξεγελάει ότι όλα είναι καλύτερα. Στον σπαραγμό της στιγμής, στο πετάρισμα της
ελπίδας. Με ένα σπασμό γίνονται όλα. Και τα σκατά και τα παιδιά και οι φόνοι
και οι έρωτες, μωρό μου.
Έλα τώρα. Μπορούμε ακόμα να πλέξουμε τον ιστό
ενός έρωτα που αρνιέται κάθετι έξω απ’ αυτόν. Κι όσο κρατήσει. Και θα κρατήσει
λίγο. Να το ξέρεις. Δεν το λες, δεν το λέω, όμως το ξέρουμε. Όπως όλοι οι
αληθινοί έρωτες. Σαν τις ανακαλύψεις. Σε δευτερόλεπτα γίνονται. Κι ο
επιστήμονας όσο χαίρεται, τόσο λυπάται. Γιατί δεν ξέρει πότε θα ανακαλύψει κάτι
ακόμα. Ή γιατί ξέρει ότι δεν θα ανακαλύψει ποτέ ξανά, τίποτα.
Γι’ αυτό μωρό μου, έλα όσο είναι καιρός για μας
τους δύο. Γι’ αυτό το χαοτικό παρόν που μας πανικοβάλλει, εμείς τώρα ζούμε. Μη
στήνεις προγράμματα, μην κάνεις όνειρα, μην ορκίζεσαι, ο χρόνος είναι κουφός, ο
χρόνος δεν είναι ανθρώπινος.
Έλα ψεύτη μου, πάρε την ψεύτρα σου, ας μπούμε
στη μαύρη τρύπα του σύμπαντος, να στροβιλιστούμε στην εσκεμμένη βλακεία του
πάθους. Να συμπάσχουμε όσο να μας ξεράσει ο έρωτας. Να γίνουμε εσύ-εγώ κι
εγώ-εσύ. Να γίνουμε καθρέφτες. Μιας άλλης ζωής. Πριν τον σαχλό Αδάμ κι αυτή την
καριόλα την Εύα. Πριν το μήλο. Έλα να πάμε πίσω ή μπροστά, στο Τώρα που
σταματάει η ανάσα για να βγάλει αέρα, για να πάρει αναπνοή. Έλα στα λίγα. Έλα
στα γήινα. Έλα νέτα σκέτα. Τσίτσιδοι να ρημαχτούμε. Ξεβράκωτοι, γδαρμένοι,
γελοίοι κι αγιασμένοι. Τώρα.
Έλα ν’ αγκαλιαστούμε μπας και ξεχάσουμε την
ερώτηση εκείνου του παιδιού: «Πού θα βρω έναν τόπο ειρηνικό;»