ΚΟΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Μια
ποιήτρια, ξέρω,

στο
αίμα της που βράζει

ρίχνει
τα χρόνια της,

ανακατεύει

και
περιμένοντας

από
το χείλος της κατσαρόλας

ψαρεύει
στιγμές

 Ανάβει τα φώτα στο σαλόνι,

 βγάζει τα ρούχα της,

γυμνή
χιμάει στους δρόμους

και πετάει
επί της γης

τον
άρτον ημών τον επιούσιον

τραγουδώντας
στα σκυλιά

“Λάβετε,
φάγετε,

τούτο
μου εστί το Σώμα”

Νηστεύσαντες
και διαιτώμενοι

νίπτουν
τας χείρας τους

και
τ’ ανομήματά τους,

μακάριοι
σκώληκες

της
αβύσσου

πεινώντες,
διψώντες μα καθαροί.

Το
άλλο πρωί

αφήνει
ένα τάπερ από τη σούπα της

στο
κατώφλι

και
πριν προλάβουν οι γάτες

τρέχουνε
οι νηστικοί

σαν
μουρμουρίζει

“Πίετε
εξ αυτού πάντες,

τούτο
εστί το Αίμα μου”

Χορτασμένοι
πια

ξεχορταριάζουνε
κήπους

της
πρώτης μας  άνοιξης

περίλυποι
έως θανάτου

τη
μυροφόρα καρτερώντας

να
φανεί στο κατώφλι της πάλι

νωρίς
το ξένο πρωί.

Κάπως
έτσι γράφεται

η κοινή
μας διαθήκη.

Κάιρο
15/3/2014

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ