Είναι
κάποια βιβλία που σε βουβαίνουν. Όσο κι
αν νιώθεις την ανάγκη να επικοινωνήσεις
βαθύτερα μαζί τους, λέγοντας δυο-τρία
λόγια ή γράφοντας δυο-τρεις αράδες,
νιώθεις ότι δεν είσαι ακόμη έτοιμος. Η
ανάγνωση της ποίησης, πολύ δε περισσότερο
ο σχολιασμός της ποίησης, για να μην πω
η κριτική της ποίησης, θέλει τους χρόνους
της ωρίμανσης και της συνομιλίας – πολύ
δε περισσότερο όταν έχεις να κάνεις με
κάτι τόσο απαιτητικό, όπως η τελευταία
συλλογή της Κουτσουμπέλη. Οπότε τέσσερις
ολόκληροι μήνες, όσοι ακριβώς διαρκεί
η δική μου η επώαση, μπορεί και να μην
είναι αρκετοί. Αλλά νομίζω ότι ήρθε
επιτέλους η ώρα.
Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια
ποίηση πυκνή σε νοήματα αλλά κοφτή σε
γλώσσα. Ερμητική στον εαυτό της αλλά
ανοιχτή στον αναγνώστη. Που εκφέρεται
από το περίσσεμα του νοήματος, ισορροπώντας
διαρκώς μεταξύ μορφής και περιεχομένου.
Όπου το ένα υπάρχει όχι για να αντιμάχεται
ή να επιβάλλεται, αλλά για να βοηθάει
και να προάγει το άλλο.
Στέκομαι στο πρώτο ποίημα. Δεν έχω
ξαναβρεί καλύτερη ομολογία προθέσεων
ή δημιουργία κλίματος σε εναρκτήριο
ποιητικό νεύμα: Ο εντολοδόχος έχει
πεθάνει. Τα πάντα γύρω καταρρέουν. Ο
χρόνος περνάει, οι αιώνες φεύγουν. Το
ποιητικό υποκείμενο κρατάει μια ομπρέλα.
Είναι η δική του αντίσταση μπροστά στη
βιασύνη του χρόνου και στην αντιξοότητα
των συνθηκών.
Το σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ είναι
λέξη τη λέξη, ποίημα το ποίημα έκφραση
αυτής της αντίστασης. Η απουσία του εσύ,
η υπαρξιακή αγωνία, η έλλειψη νοήματος,
η απώλεια της επαφής γίνονται ποιητικά
σημειώματα. Πίσω τους υπάρχει πάντα ένα
ορισμένο βιωματικό φορτίο που προφυλάσσει
την επικοινωνιακή πράξη από τον κίνδυνο
των εγκεφαλικών κατασκευών και των
λεκτικών παιχνιδιών. Το ποιητικό
υποκείμενο ξορκίζοντας δια της γραφής
τις οδύνες του και επουλώνοντας δια του
λόγου τις πληγές του απευθύνει στον
αναγνώστη τα σημειώματά του σαν αισθητική
επεξεργασία μιας κοινής εμπειρίας.
Ό,τι εμένα με έλκει πιο πολύ σε αυτή την
επεξεργασία είναι το κλίμα στοχαστικής
αποστασιοποίησης κάτω από το οποίο
διαμείβεται η επικοινωνία. Ο φορέας του
λόγου σαν να κρατά μια απόσταση απ’
ό,τι εξιστορεί ή εκφράζει, λες και δεν
κινείται, σχεδόν δεν αναπνέει. Η παρουσία
του γίνεται αντιληπτή μόνο διά της
εκφοράς του λόγου και από τη διακριτική
υπόμνηση του γραμματικού υποκειμένου
του ή κάποιων μνημονικών ανακλήσεών
του. Αλλά όσο ήρεμο, όσο αποστασιοποιημένο
κι αν είναι αυτό το κλίμα, όσο διακριτική
κι αν είναι η παρουσία του ποιητικού
υποκειμένου μπορεί κανείς να αντιληφθεί
ότι πίσω από τις συνεκδοχές, πίσω από
τις αποσιωπήσεις και πίσω από τους
υπαινιγμούς υπάρχουν κάποια καζάνια
που ζεσταίνονται και βράζουν, βράζουν
και ζεματάνε.
Εδώ ακριβώς, εννοώ στην έκφραση και στον
έλεγχο της συναισθητικής έντασης,
αναγνωρίζω την αρμονία της αισθητικής
κατασκευής. Αφενός μέσα από μια επινοητική
γλώσσα υψηλών εντάσεων και συνεχών
εκρήξεων, που ταιριάζει τα λεκτικά
αταίριαστα χωρίς να χάνει την αίσθηση
του φυσικού και οικείου. Αφετέρου μέσα
από τη συνεχή διασπορά και προβολή του
προσωπικού βιώματος έξω από τον φορέα
του, έτσι που τα κοάλα, οι ασπιρίνες, τα
νησιά του Αιγαίου, η Αλίκη, η βαλβίδα
της χύτρας, τα ποτήρια του κονιάκ να
μιλάνε εξ ονόματος της ποιήτριας για
να πούνε ό,τι θα ήταν είτε δύσκολο είτε
υπερβολικό να εκφράσει απευθείας η
ίδια.
Σκέφτομαι ότι θα ήθελα να γράψω για τα
σπασμένα ποτήρια του Ποιήματος
Ποιητικής, για το ανέγγιχτο Σώμα
της γυναίκας ύψιλον, για τη γροθιά
που δέχτηκα διαβάζοντας την Άσκηση,
για τον βουβό σπαραγμό του Οδηγού
Μαγειρικής, για την αποστομωτική
απλότητα του Επιλόγου, αλλά δεν
πρέπει να αδικώ τα υπόλοιπα. Δεν είναι
άλλωστε ρόλος ενός κριτικού σημειώματος
μια τέτοια απαιτητική ανάλυση. Η συλλογή
της Χλόης Κουτσουμπέλη προσφέρεται από
δω και πέρα στους φιλολόγους για τέτοιες
αναλύσεις. Προηγουμένως όμως προσφέρεται
για εξαιρετικές αναγνωστικές απολαύσεις.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, 23.4.2019